Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν…


counter

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

τοῦ πρωτ. π. Γ. Δορμπαράκη

.         Δέκα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά Ἱεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του Ἀνάληψη, ὁ Ὁποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει “εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν” (᾽Ιωάν. ιϛ´ 13).
.        ῎Ετσι τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο “ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας” καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκῆ Πεντηκοστή. Ζωή λοιπόν στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.
.         ῎Ετσι ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχῆ κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, “ἀπό δόξης εἰς δόξαν”. Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ – Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. “Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: “Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ” (Ρωμ. η´ 9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός “ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας”.
.         Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό ᾽Εκεῖνον ὡς ζωντανοῦ σώματός Του. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: “᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς” (᾽Ιωάν. ιϛ´ 7).
.          ῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό – “οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν” (᾽Ιωάν. ϛ´ 44) – καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι “οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ” (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι “οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ” (᾽Ιωάν. ιδ´ 6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι “σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Γιατί ὅποιος ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.
.          Τό ἐρώτημα λοιπόν τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό Ἅγιον Πνεῦμα; Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. Ἀλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. Ἀπαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν “εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα”. Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. “Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ” (Ρωμ. θ´ 16).
.        Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς κανείς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει – μέ τή βοήθεια βεβαίως τοῦ Θεοῦ – νά ἀρχίσει τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινήδηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει, εἴπαμε, ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.
.       Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στήν βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό “ἐλεύθερο” νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τόν φωτισμό καί τήν θέωση.
.          Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει “νάρκη” στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι, ὥστε ἐμεῖς νά Τόν “κανονίζουμε” στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού “βιαζόταν” ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.
.      Ἡ ἑορτή λοιπόν τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μιὰ ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κεκλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε “συγκληρονόμοι Χριστοῦ” (Ρωμ. η´ 17).

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙΣ


counter

Τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»,ἀρ. τ. 2069, 15.06.13

Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.             Τὴν µεθέορτον, πιστοί, καὶ τελευταίαν ἑορτήν, ἑορτάσωµεν φαιδρῶς, αὕτη ἐστι Πεντηκοστή». Ὁ ὑµνωδὸς τῆς Ἐκκλησίας µας γεµάτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση µᾶς καλεῖ σὲ πανηγυρικὸ ἑορτασµὸ τῆς τελευταίας καὶ µεγάλης ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Προηγήθηκαν οἱ ἄλλες ἐπίσης µεγάλες γιορτές, οἱ σχετικὲς µὲ τὰ κοσµοσωτήρια γεγονότα. Καὶ τώρα ἡ λαµπρὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς: «Πεντηκοστὴν ἑορτάζοµεν καὶ Πνεύµατος ἐπιδηµίαν καὶ προθεσµίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συµπλήρωσιν»· ἑορτάζουµε τὴν Πεντηκοστή, τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τὴν πραγµατοποίηση τῆς ὑποσχέσεως ποὺ εἶχε δώσει ὁ Κύριος στοὺς Μαθητές Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας ὅτι θὰ λάβουµε τὸ Ἅγιον Πνεῦµα.
.             Πράγµατι πενήντα μέρες  μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέκα μέρες μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του, ξαφνικὰ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ µιὰ βοὴ σὰν φύσηµα δυνατοῦ ἀνέµου. Ἡ βοὴ γέµισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου οἱ Ἀπόστολοι, ἡ Παναγία μας καὶ οἱ ὑπόλοιποι πιστοὶ ἦταν συγκεντρωµένοι καὶ προσευχόντουσαν. Μαζὶ μὲ τὴν παράδοξη βοὴ εἶδαν νὰ διαµοιράζονται σ᾽ αὐτοὺς γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς, καὶ νὰ κάθεται ἀπὸ µιὰ φλόγα στὸν καθένα τους. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς φανέρωνε τὸν Ἑαυτό Του στὸν κόσµο μὲ τὸν τελειότερο τρόπο. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς εἶχε φανερωθεῖ ἀµυδρὰ μὲ τὴν προσ­φορὰ τοῦ Νόµου πάνω στὸ ὄρος Σινά. Καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν δική τους γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
.             1.400 περίπου χρόνια ἀργότερα ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ πραγµατοποιεῖται αἰσθητότερα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτέλεσε τὴν βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στὸν κόσµο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ὑπῆρξε καρπὸς τῆς ἀρχιερατικῆς θυσίας καὶ τῆς  μεσιτείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτέλεσµα τῆς θριαµβικῆς Ἀναστάσεώς Του, τῆς νίκης Του κατὰ τοῦ διαβόλου, τῆς ἁµαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
.             Βρισκόµαστε τώρα στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος σ᾽ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν καθένα ἀπὸ µᾶς. Ἀπολαµβάνουµε τὰ ἀγαθὰ τοῦ σωτηριώδους καὶ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ μᾶς προσφέρονται πλούσια μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τὸ Ὁποῖο ζωoγoνεῖ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ κάθε µέλος τῆς Ἐκκλησίας. Πεντηκοστὴ καὶ Ἐκκλησία ἀλληλοσυνδέονται καὶ δὲν µπορεῖ νὰ νοηθεῖ Πεντηκοστὴ χωρὶς τὴν Ἐκκλησία, οὔτε πολὺ περισσότερο Ἐκκλησία χωρὶς τὴν Πεντηκοστή, χωρὶς δηλαδὴ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος διατυπώνει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀκριβέστατα μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Εἰ µὴ Πνεῦµα παρῆν, οὐκ ἂν συνέστη ἡ Ἐκκλησία· εἰ δὲ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι τὸ Πνεῦµα πάρεστι»· ἂν δὲν ἦταν παρὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦµα, δὲν θὰ µποροῦσε νὰ ἔχει συσταθεῖ ἡ Ἐκκλησία· ἐφ᾽ ὅσον ὅµως ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι εἶναι παρὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦµα (Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν, P.G. 50, 459). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶµα Χριστοῦ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλή της. Αὐτοῦ τοῦ σώµατος ψυχὴ ποὺ τὸ ζωογονεῖ εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦµα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία τὰ πάντα τελοῦνται διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦµα τελεῖ τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσµὸν τῆς Ἐκκλησίας». Μὲ τὴν χάρη δὲ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ κάθε ψυχὴ βαπτισµένου καὶ ἀγωνιζοµένου χριστιανοῦ ζωογονεῖται πνευµατικῶς, καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁµαρτία, ἐξυψώνεται καὶ λαµπρύνεται ἑνουµένη μὲ τρόπο ἱερὸ καὶ µυστικὸ μὲ τὸν Ἕνα ἐν Τριάδι Θεό: «Ἁγίῳ Πνεύµατι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαµπρύνεται, τῇ Τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως».
.             Νὰ εὐχαριστοῦµε ὁλοψύχως τὸ Πανάγιον Πνεῦµα, τὸν ἀγαθὸ Παράκλητο, γιὰ τὰ ἀνεκτίµητα δῶρα Του καὶ νὰ Τὸν ἱκετεύουµε ἐκτενῶς νὰ ἔρχεται καὶ νὰ μένει μέσα µας, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁµαρτία καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας… ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡµῖν». Ἀµήν.

Δύο χρόνια χωρὶς τὸν Γέροντα Γαβριήλ Οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ πρόσωπο τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Γαβριήλ


counter

Γράφει γιὰ τὴν «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
ὁ 
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

WP_20151129_12_48_11_Pro-1.           Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καρποφορεῖ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μοναδικούς, εὔγευστους καὶ σπάνιους πνευματικοὺς καρπούς, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, καρποὺς ἐπίπονης καὶ σκληρῆς ἀπὸ αὐτοὺς καλλιεργείας. Τοὺς παραθέτει στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του, ὅπου ξεδιπλώνει μιὰ λίστα ὁλόκληρη ἀπὸ δωρεὲς, μιὰ συγκομιδὴ καρπῶν πνευματικῶν: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´ 22 – 23).
.           Ὁ Θεός μας, ὡς καλὸς σπορέας, σπέρνει στὶς καρδιὲς κάθε πιστοῦ, στὶς καρδιὲς ὅλων μας, ποικιλία ἀγαθῶν σπερμάτων. Τὶς σπέρνει μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος, τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ὅταν ὁ ἱερέας σφραγίζει τὸ νεοφώτιστο στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ λέγει: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν». Ἡ ὡρίμανση, ὅμως, τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων καὶ τὸ μέγεθος τῆς καρποφορίας τους ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν εὔφορη γῆ τῶν καρδιῶν μας, δηλαδή, τὴν ἀγαθή μας προαίρεση.
.           Ὁ Καλὸς σπορέας, ὁ Θεός μας, ἔσπειρε μὲ πλούσιες εὐλογίες ἀγαθὰ σπέρματα καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ Γέροντος Γαβριήλ. Καὶ ἡ εὔφορη γῆ τῆς καρδιᾶς του ἔδωσε μεγάλη καρποφορία, γιατὶ ὁ Γέροντας μιμούμενος τὸν Σπορέα Θεὸ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἔσπειρε «ἐπ’ εὐλογίαις» καὶ θέρισεν «ἐπ’ εὐλογίαις» (Β´ Κορ. θ´ 6). Τὸ κατὰ πόσον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατοικοῦσε στὴν καρδιὰ τοῦ Γέροντος γίνεται φανερὸ ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς καρπούς του, καρποὺς συμφώνους μὲ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἀναφέρει Ἀπόστολος Παῦλος, τὴν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθωσύνη, πίστη, πραότητα καὶ ἐγκράτεια. Ὅλα τὰ χαρίσματα αὐτὰ ποὺ εἶναι θεόσδοτα διέκριναν καὶ σφράγιζαν τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, τοῦ πνευματοκινήτου, ὅπως μὲ φτωχὰ λόγια, ἐμπρὸς στὸ πλούσιο μεγαλεῖό του, προσπαθοῦμε νὰ ἀναλύσουμε.

.           Ἀγάπη. Ὅπως δὲν χωράει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας, ἔτσι δὲν χωράει καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, ποὺ δίκαια ἐπονομάζεται «ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης», ἀφοῦ ἡ προσφερόμενη καρδιά του ἦταν ποταμὸς ἀστείρευτος κενωτικῆς ἀγάπης. Εἶχε ἕνα μεγαλεῖο μοναδικό, θυσιαστικό, ποὺ μᾶς θύμιζε τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Γέροντας ἦταν πραγματικὸς πατέρας. Ξεχνοῦσε τὸ «ἐγώ» καὶ τοῦ ἄρεσε συνεχῶς νὰ δίνει διδάσκοντάς μας ταυτόχρονα μὲ τὰ λόγια: «Ὅποιος παίρνει γεμίζει τὰ χέρια του, ὅποιος δίνει γεμίζει τὴν καρδιά του».
.           Τὸ «ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Ματθ. κβ´ 39) εὕρισκε πραγμάτωση στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος καθὼς καὶ ὁ Παύλειος λόγος: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλεῖ… πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ὑπομένει, ἡ ἀγάπη οὐδέποτε εκπίπτει». (Α´ Κορ. ιγ´ 4-8).
.           Στὶς ἡμέρες μας ὁ κόσμος τῆς ἀγάπης μέσα στὸν ὁποῖο ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἔχει βαλτώσει. Ἡ ἀδικία, ἡ ἠθικὴ διαφθορά, ἡ κρίση ἀξιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔξαρση τῆς ἐγκληματικότητας μαρτυροῦν πῶς χάσαμε τὸν προσανατολισμό μας. Ζοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔχουμε προσκολληθεῖ στὸ «ἐγώ». Ὁ συνάνθρωπός μας ἔρχεται σὲ δεύτερη μοίρα καὶ κινούμαστε ἀδιάφορα ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, κοιτώντας τὸ προσωπικό μας συμφέρον. Μὲ τὸν ἀτομισμό μας αὐτὸ τὸ μόνο ποὺ κατορθώνουμε εἶναι νὰ νοιώθουμε ἕνα συναίσθημα μοναξιᾶς μέσα στὸ πλῆθος τοῦ ἀπολύτου κενοῦ. Ζοῦμε, ἂν εἶναι δυνατόν, χωρὶς νὰ ἀναπνέουμε, ἄρα δὲν ζοῦμε, γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ ἀγαπᾶ, παύει νὰ ἀναπνέει.
.           Εἴμαστε, παρὰ ταῦτα, αἰσιόδοξοι, ὅτι ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντος καλλιεργεῖται ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ὡριμάζει σκοτώνοντας τὰ ζιζάνια ποὺ ἀπειλοῦν νὰ τὴν πνίξουν. Μὲ ὅπλο τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος καὶ τὸ ζωντανὸ παράδειγμά του ὀφείλουμε ὅλοι μας νὰ συνεχίσουμε νὰ σκορποῦμε ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μιὰ ἀγάπη ἀνόθευτη, ἀνιδιοτελῆ, διαυγῆ, χωρὶς ἴσως καὶ ἐάν, αὐτὴν ποὺ ἐκεῖνος μᾶς δίδαξε.

WP_20151205_08_27_12_Rich
ΔΙΕΤΕΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

.           Χαρά. Ἡ κατάκτηση τῆς χαρᾶς εἶναι ἴσως ἡ πιὸ ἔντονη ἐπιθυμία κάθε ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ Ἀριστοτέλης διδάσκει, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος μιὰ ζωὴ εὐδαιμονίας στηριζόμενος μόνο στὴν ἀνθρώπινη φύση του, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ θείου στοιχείου ποὺ ὑπάρχει μέσα του. Ὁ Χριστιανισμὸς βλέπει τὴν εὐτυχία πέρα ἀπὸ τὰ ἀσφυκτικὰ σχήματα τῶν αἰσθησιακῶν καὶ ὑλοκρατικῶν ἀπολαύσεων. Ἡ εὐτυχία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ χαρὰ εἶναι στὴν οὐσία της μιὰ θεία δωρεά, ποὺ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀκατάλυτη καὶ βρίσκεται μὲ τὴν προσέγγιση τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς καὶ κάθε ἀγαθοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
.           Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι 150 φορὲς ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ λέξη χαρὰ καὶ 65 φορὲς τὸ ρῆμα “χαίρω”. Ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τοῦ Σάρωφ, φώναζε κάθε ἄνθρωπο μὲ τὴ λέξη «χαρά μου», γιατὶ στὸ πρόσωπό του ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ «χαρὰ καὶ στέφανόν του» (Φιλ. δ´ 1). Ὁ Εὐαγγελιστής, τέλος, Ἰωάννης στὴν τρίτη Ἐπιστολή του γράφει: «Μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν, ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν ἀληθείᾳ περιπατοῦντα» (Γ´ Ἰωαν. α´ 4).
.           Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἦταν πάντοτε γεμάτος χαρά. Εἶχε καὶ παρουσίαζε τὴν χαρὰ ἐκείνη τοῦ πατέρα – βασιλιά, ὅπως παρουσιάζεται στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, καθὼς ἐπέστρεφε ὁ πλανημένος γιός του. Ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀληθινὴ χαρά, αὐτὴ ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ συνόλου τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Οἱ πιστοὶ βιώνουμε τὴ χαρά, ἰδιαίτερα ὡς λατρευτικὴ κοινότητα, μὲ αἴνους καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὰ ἔργα Του πρὸς τὸ λαό Του. Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ θαύμαζε τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλ. δ´ 4) τὸ ὁποῖο ἔχει μείνει γνωστὸ στὴν παγκόσμια θρησκευτικὴ λογοτεχνία ὡς ὁ ὕμνος τῆς χαρᾶς. Ἔτσι, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸν συνεῖχε κάποια θλίψη, ἰδίως γιὰ προβήματα τοῦ κόσμου, δικά μας, τοῦ πνευματικοῦ του περιβάλλοντος, δὲν τὴν ἐξέφραζε. Παρουσίαζε αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «χαροποιὸν πένθος», δηλαδὴ χαρμολύπη, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν οἱ Χριστιανοὶ πορεύονται «ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου» (Ψαλμ. 22, 4) παρουσιάζονται «ὡς λυπούμενοι, ἀεί δὲ χαίροντες» (Β´ Κορ. ϛ´ 10).

.           Εἰρήνη. Παρὰ τὸν πόθο κάθε ἀνθρώπου νὰ ζεῖ εἰρηνικὰ καὶ παρὰ τὶς καλές του προσπάθειες νὰ τὸ πετύχει, ὁ πόθος γιὰ εἰρήνη θὰ μένει πάντα ἀνέφικτος, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς σπεύδει νὰ τὸν ἱκανοποιήσει μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγή της. Καὶ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης εἶναι ὁ Τριαδικός μας Θεός.
.           Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης μὲ φύση εἰρηνικὴ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν Δημιουργό του μέσα στὸν Παράδεισο ἦταν ἀπόλυτα εἰρηνική. Ἀπὸ τὴν στιγμή, ὅμως, ποὺ σήκωσε σημαία ἀνταρσίας ἐναντίον Του καὶ ἀντιστρατεύθηκε στὸ θέλημά Του τὸ ἅγιο, διαταράχθηκε αὐτὴ ἡ ἀγαπητικὴ σχέση μαζί Του καὶ ἡ εἰρήνη φυγαδεύθηκε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἐπαναφορὰ τῆς εἰρήνης στὴν ταραγμένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποίησε ὁ Χριστός μας, ἡ πηγὴ τῆς εἰρήνης, ὁ εἰρήναρχος Κύριος, ὁ ὁποῖος προσέφερε στοὺς ἀνθρώπους, τὴ δική Του εἰρήνη. «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ’ 27). Ἐὰν ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἔφερε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν Θεὸ καὶ φυγάδευσε τὴν εἰρήνη, ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ πόλεμο. Ναί, μὲ πόλεμο. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει ὑποχρεωτικὰ πόλεμο μὲ τὸν διάβολο καὶ ἀντίστροφα εἰρήνη μὲ τὸν διάβολο σημαίνει πόλεμο μὲ τὸν Θεό. Ἔχουμε ἐδῶ παρεμβολὴ ἑνὸς «καλοῦ» πολέμου προκειμένου νὰ διακοπεῖ μιὰ «κακὴ» εἰρήνη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Θεολόγος, πρὸς τοῦτο σημειώνει: «Κρείσσων ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
WP_20151205_09_40_43_Rich.           Τὸν Γέροντα Γαβριὴλ διέκρινε αὐτὴ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν μοιάζει μὲ τὴν εἰρήνη, τὴν ὁποία προσφέρει ὁ κόσμος. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰρήνη ἡ «πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. δ´ 7). Δὲν παρουσίαζε μιὰ τυπική, ἐπιφανειακὴ εἰρήνη, αὐτὴ ποὺ κλείνει μέσα της τὸ σπέρμα τῆς ὑποκρισίας, τῆς ἀστάθειας καὶ τῆς ἰδιοτέλειας, ἀλλὰ μιὰ κατὰ βάθος καὶ πλάτος ὀντολογικὴ εἰρήνη, ἡ ὁποία ψυχικὰ μᾶς ἰσορροποῦσε, ὅλους τοὺς ταραγμένους ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ φέρνει ἡ ὀλιγοπιστία, καὶ τοὺς διαρκῶς πολεμουμένους ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο πολεμήτορα, τὸν διάβολο.
.           Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε κατοικητήριό της τὸν Γέροντα Γαβριὴλ πρόσφερε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση σὲ ὅλους μας. Ἦταν ἀνόθευτη καὶ δὲν στηριζόταν σὲ ἰδιοτέλεια ἢ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλὰ στὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὑποκείμενο τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης γιὰ τὸν Γέροντα, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους μας, εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, ὁ ὁποῖος ὡς Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης χορηγεῖ τὴν εἰρήνη αὐτὴ καὶ στὸν ἄνθρωπο, μέσῳ τοῦ εἰρηνοποιοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἔδειχνε ὁ Γέροντας νὰ ἔχει μόνιμα τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ποὺ λαχταράει ἡ καρδιὰ ὅλων μας καὶ αὐτὴ ποὺ ὁ κόσμος βλέποντας στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα, τοῦ ἀληθινοῦ «Ἰσραηλίτη» (Ἰωάν. α´ 48) πίστευε στὸν Χριστό μας καὶ ὁμολογοῦσε ὅτι ἡ πραγματικὴ εἰρήνη ἑδράζεται στὸν προσωπικό μας σύνδεσμο μὲ τὸν Θεό, τὸν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης. Μιᾶς εἰρήνης ποὺ δὲν εἶναι στατική, ἀλλὰ δυναμική, δηλαδή, δὲν κατακτᾶται ἐφ’ ἅπαξ, ἀλλὰ εἶναι τρόπος ζωῆς ποὺ προάγεται διαρκῶς.

.           Μακροθυμία. Μακροθυμία νοεῖται ἡ ἀρετὴ ποὺ περικοσμεῖ αὐτὸν ποὺ συγχωρεῖ, ποὺ δείχνει ἀκόμα καὶ ἔλεος σὲ ὅσους τὸν λυποῦν. Σὲ αὐτὴ τὴ λέξη καθρεφτίζεται ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ εὔσπλαγχνος, ὑπομονετικός, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν διαμαρτυρόταν γιὰ τίποτα, ἀφοῦ ὅλα τὰ δικαιολογοῦσε. Πρότυπό του εἶχε τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας, «τὸν μακρόθυμο καὶ πολυέλεο καὶ ἀληθινό» (Ψαλμ. ΡΒ´[102] 8). Εἶχε τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀπὸ τὴ Γέννησή Του μέχρι τὸ Σταυρό, τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, μαρτυροῦν ἀπύθμενη ἀνεκτικότητα. Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφωνήσει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ χείλη τῶν ψαλτῶν στὸ τέλος κάθε εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, παρὰ τὸ «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε»;
.           Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὅπως ὁ Χριστός μας, ἦταν «ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν» (Ἰακ. α´ 19). Ἔτσι, ἀπέβλεπε στὸ νὰ δώσει χρόνο μετανοίας σὲ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσαν τὴν πατρότητά του καὶ κατὰ δεύτερο λόγο στὸ νὰ ἑλκύσει κοντὰ στὸ Χριστό μας καὶ ἄλλες συγγενικὲς αὐτῶν ψυχές. Ἔφερνε στὸ νοῦ του τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ μας, ἡ ὁποία μετέβαλε τὸν διώκτη Παύλο σὲ κήρυκα, τὸν τελώνη σὲ εὐαγγελιστή,, τὸν Ζακχαῖο σὲ ἐλεήμονα, τὴ Σαμαρείτισσα σὲ ἀπόστολο.
.           Ἂν θέλουμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τὸν Γέροντα Γαβριήλ, καλὸ θὰ εἶναι νὰ μακροθυμοῦμε. Καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὁ Σῦρος. Ἐὰν ζητήσεις κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν εἰσακουσθεῖς, μὴν λυπᾶσαι, γιατὶ ἐσὺ δὲν εἶσαι πιὸ σοφὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον. Αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Θεὸς ἀπὸ μακροθυμία! Δηλαδή, ἢ γιατὶ εἶσαι ἀνάξιος νὰ δεχθεῖς τὴν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήματός σου καὶ ἄρα θὰ ζημιωθεῖς ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσή του, ἢ γιατὶ δὲν ἔφθασες ἀκόμη σὲ τέτοια πνευματικὰ μέτρα, ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ δεχθεῖς τὸ χάρισμα ποὺ ζητᾶς! Γιατὶ ὅ,τι λαμβάνουμε εὔκολα, γρήγορα τὸ χάνουμε, ἐνῶ ἕνα πράγμα ποὺ τὸ ἀποκτᾶμε μὲ καρδιακὸ πόνο καὶ δάκρυα, τὸ φυλάσσουμε ὡς θησαυρὸ μὲ μεγάλη προσοχή.

.           Χρηστότητα. Τὸ ἐπίθετο «χρηστός» ποὺ σημαίνει, καλός, ἤπιος, μαλακός, καλοκάγαθος, ἐνεργητικὰ εὐεργετικὸς παρὰ τὴν ἀχαριστία ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται, ταιριάζει ἀπόλυτα στὸν Γέροντα Γαβριήλ. Αὐτὸς κατὰ μίμηση τοῦ εὔσπλαγχνου Χριστοῦ μας ἦταν διαρκῶς «χρηστός καὶ ἐπιεικής» (Ψαλμ. ΠΕ´ [85], 5) πρὸς ὅλους. Ὁ Κύριός μας κατὰ τὸν ὑμνωδὸ τοῦ ἕκτου ἀναβαθμοῦ: «Ἁγίῳ Πνεύματι, θεολογοῦντες φῶμεν· Σὺ εἶ Θεός, ζωή, ἔρως, φῶς, νοῦς, Σὺ χρηστότης, Σὺ βασιλεύεις εἰς τοὺς αἰῶνας», ἀναφέρεται ὅτι εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ ἀγάπη μας, τὸ φῶς μας, ὁ νοῦς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σκεπτόμαστε σωστά. Εἶναι ἡ ἁγιότητα καὶ Αὐτὸς ποὺ βασιλεύει στοὺς αἰῶνες.
.           Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ὡς πνευματικὸς ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν μέσα στὸν κόσμο τῶν ἠδονῶν καὶ τῶν παθῶν ἐπιθυμοῦσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ κόψουν τοὺς δεσμοὺς τῆς ἁμαρτίας ποὺ τοὺς κρατοῦσαν καθηλωμένους μακριὰ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ εὐσπλαχνία. Καὶ προέβαλλε τὸν ἑαυτό του παράδειγμα μὲ τὴ χρηστότητα τῶν τρόπων ποὺ τὸν χαρακτήριζαν, μὲ τὴν εὐεργετικὴ διάθεση καὶ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, μὲ τὴν διαρκῆ ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, μὲ τὴν ἁπλόχερη ἀγάπη του, ποὺ ἔδειχνε ὅτι μέσα του καρποφοροῦσε πλούσια τὸ Πανάγιο Πνεῦμα.

.           Ἀγαθωσύνη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας εἶχε πεῖ πῶς «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ´ 33), ὥστε ὁ πνευματικὰ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν ὁ Γέροντας Γαβριὴλ, νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι στολισμένος.
.           Ἡ ἀγαθωσύνη τοῦ Θεοῦ, ὡς βασικὴ διάσταση τῆς ἀγάπης Του, ἡ πραγματική Του φροντίδα γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶ, φαίνεται μὲ διάφορους τρόπους σὲ ὅλη τὴ δημιουργία, ἀγγίζοντας πολὺ περισσότερο ἐμᾶς, ποὺ πλασθήκαμε κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του. Ἡ ἀγαθωσύνη τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ, τοῦ «ἀγαθοῦ ἰσραηλίτου» τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ «δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰωαν. α´ 47) στὸ στόμα του ἦταν χαρακτηριστική. Ξεχώριζε ὄχι μόνο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τῶν «ὁμοιοπαθῶν ἡμῖν» (Ἰακ. ε´ 17), ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν Ἱερέων τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.
.           Ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα, τὴ σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν Πεντηκοστὴ μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἡ ἀγαθωσύνη Του εἶναι ἀδιαλείπτως παροῦσα στὴ ζωή μας λυτρωτικὰ καὶ ἐπεκτείνεται ἀδιακρίτως σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ Ἐκεῖνος «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε´45). Καὶ ἡ ἀγαθωσύνη τοῦ Γέροντος, ποὺ ἀναλωνόταν στὶς πνευματικὲς καὶ ὄχι μόνον ἀνάγκες τῶν κατὰ πνεῦμα παιδιῶν του δὲν εἶχε ὅρια, οὔτε διακρίσεις. Μάλιστα στὰ ἀνυπάκοα παιδιά του ἔδειχνε περισσότερο τὴν ἀγαθωσύνη του, στὴν προσπάθειά του νὰ τὰ φέρει σὲ ἐπίγνωση, μετάνοια καὶ σωτηρία.

.           Πίστη. Ὁ ἕβδομος καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὸν Παῦλο καὶ παράλληλα ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς τρεῖς μεγάλες θεολογικὲς ἀρετὲς εἶναι ἡ πίστη.
.           Πίστη εἶναι ἡ ἔμφυτη θρησκευτικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ συνεχῆ προστασία ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, στὴν πρὸς Ἑβραίους Έπιστολή του: « Ἔστι δε πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια´ 1). Δηλαδή, ἡ πίστη εἶναι ἡ πεποίθηση ποὺ ἔχουμε, ὅτι ὑπάρχουν ὅσα ἐλπίζουμε στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ ἡ ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ἀληθινὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις μας.
.           Ὁ ἄνθρωπος ἐλάχιστα μπορεῖ νὰ γνωρίζει ἀπὸ τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐξέλλιξη τῆς ἀτομικῆς ἐπιστήμης καὶ τεχνολογίας. Ἔτσι ἡ πίστη γίνεται ἀναγκαία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἡ ἀναπνοή. Θεωρεῖται ἡ ἕκτη του αἴσθηση, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συλλάβει ἔννοιες, οἱ ὁποῖες δὲν ὑπακούουν στὴ λογικὴ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσει τὶς ὑπερφυσικὲς ἀλήθειες. Ἀκόμη καὶ στὴ φυσικὴ ἐπιστήμη, στὰ μαθηματικὰ καὶ στὴ χημεία πρέπει νὰ ὑπάρχει πίστη, γιατὶ αὐτὲς οἱ ἐπιστῆμες βασίζονται σὲ ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα, τὰ ὁποῖα ἀποδεχόμαστε ἀναπόδεικτα.
.           Ἡ πίστη, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ἡ βάση στὴν ὁποία στηρίζονται ὅλες οἱ χριστιανικὲς ἀρετές. Χωρὶς αὐτὴ ἡ πνευματική μας ζωή παραμένει μετέωρη. Εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στὸ Θεό, στὴν πρόνοιά Του, στὴν προστασία Του, στὴ διαρκῆ βοήθειά Του. Καὶ δὲν τὰ ἔλεγε μόνο μὲ τὸ στόμα. Τὰ βίωνε, γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ὅλη του τὴν ζωή μᾶς παρότρυνε νὰ φωνάζουμε: «Πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸν Κύριο καὶ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀγάπη Του. Δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς ἐπικοινωνίας μαζί Του μέσῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς σύμφωνης μὲ τὸ θέλημα Του ζωῆς μας. Γι’ αὐτὸ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀρετή. Εἶναι τὸ ἡλεκτροφόρο καλώδιο ποὺ συνδέει τὸν πίνακα τῶν ἀρετῶν μὲ τὴν πηγὴ τοῦ ἡλεκτρισμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας.

.           Πραότητα. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, καθὼς καὶ κάθε πνευματοφόρου ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ἡ πραότης. Ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀρετὴ μᾶς ἀπεικόνιζε τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας ποὺ μᾶς εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ (Ματθ. ια´ 29). Γι’ αὐτὸν ἰσχύει καὶ ὁ μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν» (Ματθ ε´ 5). Θυμὸς καὶ ἐριστικότητα γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν ξένα πράγματα. Δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὸν χαρακτήρα του. Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς πραότητας. Ἦταν εἰρηνικός, ἥσυχος, ἐπιεικής, ἀκόμη καὶ ἂν τὸν ἀδικοῦσαν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀπαντοῦσε στὶς προκλήσεις τῶν ἄλλων μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀταραξία. Εἴτε ἀπαντοῦσε μὲ τὴ σιωπή του, εἴτε μὲ λόγους καταπραϋντικούς, χωρὶς νὰ ρίχνει λάδι στὴ φωτιά ποὺ οἱ ἄλλοι ἄναβαν.
.           Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἀγανάκτηση προέρχονται τόσο ἀπὸ ἐγωϊστικὸ καὶ ὑπερήφανο καὶ ἀτομιστικὸ φρόνημα, ὅσο καὶ ἀπὸ ἠθικὴ ἀδιαφορία καὶ ἔλλειψη ἐπαρκοῦς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ἀφοῦ ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ «πραότης» καὶ ὁ Χριστός μας εἶναι πρᾶος καὶ ταπεινός, ἡ μίμησή Του μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀδελφοσύνη, μᾶς κόβει τὸ θυμό, μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ κάνει νὰ φρίττουν οἱ δαίμονες.

.           Ἐγκράτεια. Ἐγκράτεια σημαίνει νὰ μποροῦμε νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας, νὰ μὴν μᾶς κυριεύουν τὰ πάθη, ὅπως εἶναι ἡ σαρκολατρεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ζήλεια, ὁ θυμός, ἡ λαιμαργία καὶ πολλὰ ἄλλα.
.           Ὁ ἀνώνυμος σχολιαστὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος διακρίνει τὴν ἐγκράτεια σὲ αἰσθητὴ καὶ σὲ νοητή. Αἰσθητὴ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ὅλες τὶς ἀθέμιτες πράξεις ποὺ ἐνεργοῦμε μέσῳ τῆς σάρκας. Καὶ νοητὴ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴ φιληδονία ποὺ προκαλοῦν οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί.
.           Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἦταν ἐγκρατὴς σὲ ὅλα. Ὄχι μόνο στὶς τροφές, στὴν αἰχμαλωσία τοῦ χρήματος, στὶς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, στὴ διαχείρηση τοῦ χρόνου του. Μὲ τὴν ἐγκράτειά του ὁ Γέροντας ἀπαλλασσόταν ἀπὸ ἀκαθάρτους λογισμούς, οἱ ὁποῖοι καὶ δὲν τὸν πλησίαζαν γιατὶ ὁ Γέροντας ἦταν ἐντελῶς καθαρὸς καὶ γι’ αὐτὸν ἴσχυε τὸ ἀποστολικὸ: «τὰ πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς» (Τῖτ. α´ 15). Αὐτὴ τὴν ἐγκράτεια δίδασκε καὶ σὲ ὅλους ποὺ τὸν πλησιάζαμε ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὸ βίωμά του, λέγοντας ὅτι ἄλλος δρόμος ἐκτὸς τῆς ἐγκρατείας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
.           Οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ καλλιεργήθηκαν ὅλοι μαζὶ ἀπὸ τὸν Γέροντα Γαβριὴλ γλύκαναν τὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ τὴ δική μας, τὸν ἔδειξαν μέτοχο τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ πνευματικὸ πατέρα φιλόστοργο καὶ γλυκύτατο. Ἀπὸ τὰ οὐράνια σκηνώματα, ὅπου σὰν πολύκαρπο δένδρο μεταφυτεύθηκε, ἂς εὔχεται καὶ γιὰ τὴ δική μας πλούσια καρποφορία τῶν ἀρετῶν, τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Η ΠΙΣΤΗ, Η ΣΥΝΟΔΟΣ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ


counter

τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», 
ἀρ. τ. 2135, 15.06.2016

ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

.                  Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστός μας στὸν κόσμο πῆρε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἦταν πρωί, γύρω στὶς 9:00, ὅταν παράδοξη βουή, σὰν νὰ φυσοῦσε βίαιος ἄνεμος, ξάφνιασε τὴν Ἱερουσαλήμ. Δὲν ἦταν ἄνεμος. Τί ἦταν;
.           Οἱ ἄνθρωποι ξαφνιασμένοι κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ σημεῖο, ὅπου ἐντοπίστηκε ἡ βουή, τὸ Ὑπερῶο, στὸ ὁποῖο βρίσκονταν οἱ Μαθητὲς καὶ οἱ λίγοι πιστοὶ μὲ κέντρο τὴν Παναγία μας. 120 ἄνθρωποι. Τοὺς νόμισαν μεθυσμένους.
.            Ἦταν μεθυσμένοι! Ὄχι μὲ οἰνόπνευμα. Μὲ τὸ Πνεῦμα.
.            Ὅταν ἦρθε ἡ βουὴ σὰν ἀπὸ βίαιο ἄνεμο, ἄναψε φλόγες σὰν φλόγες φωτιᾶς καὶ ἄλλαξε τὰ πάντα. Ἄλλαξε τὶς καρδιές τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν τότε πιστῶν. Ἄλλαξε τὴν σκέψη τους, Ἄνοιξε τοὺς ὁρίζοντές τους. Φώτισε τὸ μέλλον. Ἑρμήνευσε τὸ παρελθόν. Ἔκανε τὸ παρόν στάδιο ἀγώνα. Ἕκανε τοὺς ψαράδες θεολόγους, τοὺς ἀδύναμους ἀνίκητους, τοὺς βωβοὺς ρήτορες, τοὺς ἀγράμματους σοφούς.
.              Ἡ πρώτη Ἑκκλησία ἔπαθε, συγκλονίστηκε. Ὁ ἐρχομός Του τὴν μέθυσε! Ἡ παρουσία Του τῆς ἔδινε ἔμπνευση, νέα ὅραση τοῦ κόσμου, ὑπέροχο νόημα ζωῆς, ἀσύλληπτη προοπτική. Ἦταν μαζί της ὁ Θεός. Ὁ ἀγαθὸς Παράκλητος τὴν ὁδηγοῦσε, κατὰ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου, «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».
.               Μαζί Του ἔνιωθε πανίσχυρη. Οἱ φόβοι Της ἐξαφανίστηκαν. Τὸν κόσμο δὲν τὸν αἰσθανόταν πιὰ ὡς ἀπειλή ἀλλὰ ὡς χῶρο πρὸς κατάκτηση. Στάθηκε μπροστὰ στοὺς βασιλεῖς ἄφοβη. Περιγέλασε τὶς ἀπειλές τους, δέχθηκε μὰ χαρὰ τὰ βασανιστήριά τους, ἀγκάλιασε ἀτρόμητη τὰ λιοντάρια καὶ τὶς τίγρεις. Σὲ λίγο ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας οἱ φλόγες τοῦ Πνεύματος πυρπολοῦσαν τὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ παλαιὸς κόσμος κατέρρεε. Οἱ δαίμονες εἶχαν λυσσάξει. Ὁ σατανᾶς τους μανιασμένος ἔψηνε, τηγάνιζε, ἔπνιγε, κατασπάραζε, κομμάτιαζε, ἔγδερνε, ἔκαιγε, ξέσχιζε, ἀποκεφάλιζε τοὺς Μάρτυρες. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δυνάμωνε, ἄλλαζε τὰ πάντα. Ἀτρόμητη!
.                      Περισσότερο τὴν ταλαιπώρησαν οἱ ὕπουλοι ἐχθροὶ ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της, οἱ αἱρετικοί. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος τοὺς κατέβαλε. Κατὰ τὶς ὑποδείξεις Του συγκρότησε Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων Της, καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὴν ἔμπνευσή Του διετύπωσαν μέχρι κεραίας ἀκρίβεια τὴν ἀλήθεια.
.                 Στοὺς 20 αἰῶνες ποὺ πέρασαν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἐγκατέλειψε ποτὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μαζί Της στὰ στάδια, στὶς Κατακόμβες, στὴν στεριὰ καὶ στὴν θάλασσα, στὶς παγωμένες λίμνες καὶ στὰ ὁρμητικὰ ποτάμια, στὶς φυλακὲς καὶ στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
.               Ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι μαζί Της γιὰ πάντα. Μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη Της, τοὺς πιστοὺς κάθε τόπου καὶ κάθε ἐποχῆς. Στὸ μέτρο ποὺ ὁ καθένας τους Τοῦ παραδίδει τὸν ἑαυτό του, μένει μέσα του, καθαρίζει τὴν καρδιά του, φωτίζει τὴν σκέψη του, προσεύχεται μαζί του, ἁγιάζει τὴν ὅλη ὕπαρξή του.
.                        Στὶς μέρες τοῦτες ἀγωνία συνἐχει τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀγωνία γιὰ τὸν αὐτὴ θὰ στοιχίσει στὰ βήματα τῶν Μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ θὰ βεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
.                   Καὶ δὲν εἶναι ἀδικαιολόγητη αὐτὴ ἡ ἀγωνία. Ὄχι μόνο διότι κατὰ τὸ παρελθὸν ἀρκετὲς Σύνοδοι ποὺ συγκλήθηκαν ὡς ἅγιες καὶ Οἰκουμενικές, κατέληξαν κακῶς καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀπέρριψε ὡς παράνομες καὶ προδοτικές, ἀλλὰ καὶ διότι πολλὰ στοιχεῖα δείχνουν ἀνησυχητικά.
.                 Ὀφείλουμε νὰ μιλήσουμε μὲ γλῶσσα ἀληθείας. Τιμοῦμε τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῶν ποιμένων καὶ σεβόμαστε τοὺς θεσμούς. Ὅμως ἡ ἀλήθεια βρίσκεται πάνω ἀπὸ πρόσωπα καὶ θεσμούς. Καὶ ἐμᾶς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μᾶς γεμίζει ἀγωνία τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ ἐκτροπή, ποὺ ἀκολουθήθηκε κυρίως ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1960 καὶ μετά, τείνει νὰ καταστεῖ πλέον μόνιμη. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ ἐπαινεῖται ἀντὶ νὰ καταδικάζεται.
.                Γι᾽ αὐτὸ θερμὴ ἐπιθυμία μας ἀποτελεῖ ἡ προσδοκία νἀ ὁδηγηθοῦμε πρὸς μιὰ Πανορθόδοξη καταδίκη τῆς ἐκτροπῆς καὶ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
.           Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὁποτεδήποτε ἄλλοτε διάπυτη ἀνεβαίνει ἡ προσευή μας πρὸς τὸν ἀγαθὸ Παράκλητο, «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», νὰ πνεύσει βίαια στὶς καρδιὲς τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, νὰ ἀλλάξει τὶς τυχὸν ἄτοπες σκέψεις τους, νὰ τοὺς ἀναδείξει ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ κατατάξει τὴν Μεγάλη Σύνοδο μεταξὺ τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς Πίστεώς μας.

ΟΙ ΠΥΡΙΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


counter


Τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»,
ἀρ. τ. 2156, 01.06.17

ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

.           Τὸ περίμεναν ὅλοι μαζὶ οἱ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Δὲν ἠξεραν ὅμως τὴν ἡμέρα ἄλλὰ οὔτε καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἔκανε αἴσθητὴ τὴν παρουσία Του. Καὶ ἦρθε ξαφνικά, τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀκούστηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φοβερὴ βοἠ, δυνατή, σὰν νὰ ἦταν ἰσχυρὸς καὶ ὁρμητικὸς ἄνεμος. καὶ μετὰ εἶδαν μπροστά τους οἱ ἄγιοι Ἀπόστολοι παράδοξο θέαμα: Μιὰ γλῶσσα πύρινη κάθισε στὴν κεφαλὴ κάθε Ἀποστόλου ξεχωριστά (βλ. Πράξ. β´ 3). Ὅλο αὐτὸ δὲν ἦταν μόνον μιὰ ἁπλὴ ἐξωτερικὴ εἰκόνα. Ἀλλὰ καὶ μιὰ βεβαίωση. ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι δραστικὸ σὰν τὴν φλόγα τῆς δυνατῆς φωτιᾶς.
.            Καὶ πρῶτα ἔνιωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικὰ ἔφυγαν τὰ σκοτεινὰ νέφη, ποὺ ἔπνιγαν τὸν νοῦ τους καὶ ἁπλώθηκε ἕνα οὐράνιο γαλήνιο φῶς, ποὺ ἔφερε τέτοια διαύγεια κρυστάλλινη στὴν ἀδύνατη καὶ πτωχὴ μνήμη τους, ὥστε θυμήθηκαν μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια ὅλα ὅσα εἶχαν ζήσει καὶ ἀκούσει κοντὰ στὸν θεῖο Διδάσκαλο. Καὶ ὅσα ἀπὸ αὐτὰ τοὺς ἦταν ἀκατάληπτα ἢ αἰνιγματικά, τώρα γίνονταν μέσα τους σαφὴ καὶ κατανοητά. Τώρα ἀντιλήφθηκαν τὸ βάθος καὶ τὴ λυτρωτικὴ σημασία τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας. Τώρα ἐκπληρωνόταν ἡ μεγάλη ὑπόσχεση, ποὺ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ τοὺς «ὑπομνήσει», θὰ τοὺς θυμίσει καὶ θὰ τοὺς «διδάξει» τὰ πάντα (Ἰω. ιδ΄ [14] 26).
.             Πόσο εὐτυχισμένη κατάσταση βιώνουν τώρα οἱ Μαθητές! Δὲν φοβοῦνται νὰ μὴ λαθεύσουν ἢ ἀστοχήσουν στὰ θεῖα τους σωτήρια κηρύγματα. Σὲ λίγο θὰ ἀρχίσουν νὰ μιλοῦν χαρισματικὰ καὶ νὰ σαγηνεύουν καὶ νὰ φωτίζουν τὸν κόσμο μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προχωροῦν μὲ χαρά, διότι ἔχουν πλέον ὁδηγό – φῶς τὸ ἀλάνθαστο Πανάγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄ [16] 13)· καὶ θὰ τοὺς ἀσφαλίζει ἀπὸ κάθε πλάνη ἢ αἵρεση καὶ θὰ τοὺς ὑπαγορεύει μυστικὰ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ θὰ ἔδιναν στοὺς πολέμιους διῶκτες τους.
.            Τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου γεύθηκαν καὶ τὴν καθαρτικὴ ἐμπειρία τῆς φλόγας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ φωτιὰ ἔχει δύναμη καθαρτική. Ἀπ’ ὅπου περάσει, καθαρίζει, ἐξαγνίζει καὶ ἀπολυμαίνει τὰ πάντα. Τὴ γῆ τὴν κάνει καινούργια, ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ τὴ σπορά. Τὰ μέταλλα τὰ κάνει νὰ λάμπουν καὶ τὸ νερὸ νὰ πίνεται ἄφοβα, διότι τὸ καθαρίζει ἀπὸ τὰ μικρόβια.
.             Μιὰ τέτοια καθαρτικὴ φωτιά, πνευματικὴ στὴ φύση της, ἄγγιξε τὶς καρδιὲς τῶν Μαθητῶν τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ ὅ­λα τὰ παλαιὰ τὸ «πῦρ» τῆς Πεντηκο­στῆς τὰ ἔκαψε, τὰ ἐξαφάνισε. Ἐπέφερε ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγή. Καὶ ἀφοῦ καθάρισε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς ἀ­νέδειξε νέες ὑπάρξεις, «καινοὺς» ἀν­θρώπους, ἀναγεννημένους. Καὶ τοὺς πα­ρέ­δωσε στὴν Ἐκκλησία ἐξαγνισμένους, «λάμποντας, ἀστράπτοντας, ἠλ­λοι­ωμένους».
.             Μὲ νέα φρονήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ξεκινοῦν πλέον τὸ μεγάλο τους ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν μέχρι τὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς. Ζοῦν τὴ νέα ζωὴ τοῦ Πνεύματος μὲ αὐστηρὴ συνέπεια. Ζοῦν μὲ καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, μὲ ὁ­λοκληρωτικὴ αὐταπάρνηση καὶ βαθιὰ ταπεινοφροσύνη. Γίνονται ἐκπληκτικὰ ἀντίγραφα τοῦ θείου Διδασκάλου, αὐθεντικὰ πρότυπα ἀρετῆς. Ὁδηγοὶ ποὺ ζοῦν μέσα στὴν ἔνθεη Χάρι τῆς «ἄλλης βιοτῆς».
.            Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο! Θεῖο ζωοποιὸ δῶρο στὴ βασανισμένη γῆ μας. Δὲν συγκροτεῖ μόνο τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συγκροτεῖ καὶ συγ­κρατεῖ καὶ τὴν πνευματικὴ ὕπαρξη καθενὸς Χριστιανοῦ ξεχωριστά. Αὐτὴ τὴ θεϊκὴ πύρινη φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κρύβεται στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ποὺ μᾶς δόθηκε δωρεὰν ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Κύριο τὴν ἡμέρα ποὺ βαπτισθήκαμε καὶ χρισθήκαμε μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα, ἂς μὴν τὴν σβήνουμε ποτέ. «Τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 19), μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Σβήνει καὶ ἀδυνατίζει ἡ φλόγα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραδίδει τὸν ἑαυτό του ἑκούσια στοὺς ἀνέμους τῶν πειρασμῶν καὶ ἀφήνεται νὰ ἁλυσοδένεται μὲ τοὺς κρίκους τῶν παθῶν.
.           Ἂς δεχθοῦμε λοιπὸν μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ θεῖο δῶρο τῆς πύρινης φλόγας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ ἐνεργεῖ τὰ δραστικά της θαύματα μὲ τὴν φωτιστικὴ καὶ καθαρτική της δύναμη. Καὶ πορευόμενοι πάντοτε «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ιβ΄ [12] 11), νὰ ἀποδεικνυόμαστε καθημερινὰ ἄξιοι πιστοὶ δοῦλοι Του.

counter Τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.


γράφει γιὰ τὴν «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
Ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.             Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μας, καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους ὡς ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο συγκροτεῖ ὁλόκληρο τὸ θεσμό της, καθὼς τονίζεται στὸ ἰδιαίτερα γνωστὸ στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χωρὶς τὰ χαρίσματά Του δὲν μπορεῖ οὔτε Ἐκκλησία νὰ ὑπάρξει, οὔτε Μυστήρια νὰ τελεσθοῦν, οὔτε ὁμολογία πίστεως νὰ γίνει, οὔτε ἁγιότητα βίου νὰ ἐπιτευχθεῖ.
.             Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁμίλησε καὶ συνεχίζει νὰ ὁμιλεῖ διὰ τῶν Προφητῶν. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαριτώνει καὶ φωτίζει τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, τελειοποιεῖ τοὺς ἱερεῖς, μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γινόμαστε ἐμεῖς οἱ πιστοὶ σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστοῦ. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παπικοὺς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τὰ πάντα συντελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ πάντα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐπενέργειά Του. Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστὸς εἶχε προείπει τὴν ἔλευση καὶ γι’ αυτό παρότρυνε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἕως ὅτου λάβουν τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός Του. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, εἶπε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, Ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξει, θὰ σᾶς ὑπενθυμίσει τὸ τί ἔκανα καὶ τὸ τί εἶπα. «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός,τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν, ιε΄ 26).
.             Την πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὸ Πάσχα κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» στὶς κεφαλὲς τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι φωτίσθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ λαλοῦν διάφορες γλῶσσες. Ἔκτοτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔμεινε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ μένει μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίδει τὴν πνευματικότητα στὶς ζῶσες ὑπάρξεις. «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται καὶ καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται…». Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ζεῖ μέσα στὴν Εκκλησία διὰ τῶν Μυστηρίων. Ἀνασταίνει τὶς ψυχές, συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, δίδει τὰ χαρίσματα, χρίει τοὺς πιστούς, δίδει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στὴν ἐξομολόγηση, μετουσιάζει τὰ Τίμια Δῶρα κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Στὴν ἱερωσύνη δίδει τὰ χαρίσματα στὸν χειροτονηθέντα, στὸ γάμο ἑνώνει δύο ὑπάρξεις, στὸ εὐχέλαιο δίδει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἐνεργεῖ στὴν ἴαση τῆς ἀσθενείας.
.             Ἰδιαιτέρως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ σὲ κάθε Χριστιανὸ καὶ μάλιστα δυναμικὰ δίνοντάς του οὐράνιες δωρεές, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ πραότητα, ἡ χρηστότητα, ἡ πίστη, ἡ ἀγαθοσύνη. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φωτίζει τὸν Χριστιανὸ νὰ ἐννοεῖ τὸ θεῖο λόγο στὸ κήρυγμα, στὴ μελέτη. Ὕστερα τὸν ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα τὸν πνευματικὸ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
.             Ἐνεργεῖ, ὅμως, σ’ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα; Ὄχι, δὲν ἐνεργεῖ σὲ ὅλους. Δὲν ἐνεργεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία, στοὺς ἀδιάφορους, στοὺς τυπολάτρες. Αὐτοὶ εἶναι τὰ ἀσθενικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν στὴν Εκκλησία οἱ ὑγιεῖς πιστοὶ καὶ οἱ ἀσθενεῖς πιστοί. Οἱ ἀσθενεῖς πιστοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐκτελοῦν τὰ πνευματικὰ τους καθήκοντα. Σὲ αὐτούς, λοιπόν, δὲν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι Αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας: «Πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν» (Α´ Ἰωάν, γ´ 6). Πρέπει ὁ ἁμαρτάνων νὰ στραφεῖ στὴ μετάνοια, γιὰ νὰ ἐνεργήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει, ὥστε νὰ φέρει εἰς πέρας τὴ σωτηρία του.
.             Ὅλοι μας ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει αὐτὴν τὴν ὡραία προσευχὴ ποὺ λέγεται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι τὸ Μέγα Σάββατο, τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγὸς, ἐλθὲ, καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ εἶναι πάντα μέσα μας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ ἴδιο μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 19). Ἂς προσέξουμε, λέει, μὴ χάσουμε τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ πότε τὴ χάνουμε; Ὅταν ἐμμένουμε στὴν ἁμαρτία, ὅταν δὲν προσπαθοῦμε νὰ μειώσουμε ὁρισμένα ἐλαττώματα. Γι’ αὐτὸ συνέχεια πρέπει νὰ λέμε τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε», ἀφοῦ εἶναι ἀπαραίτητο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μέσα στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ ἔχουμε ζωὴ πνευματική. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ζωογονεῖ: «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται…». Αὐτὸ καθαρίζει τὴν ψυχή, τὴν ἐξυψώνει, τὴν κάνει, ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός μας.
.             Τώρα γιατί ἀπὸ τὸ Μέγα Σάββατο ἕως τὴν Πεντηκοστὴ δὲν λέμε τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε»; Ἀπεδήμησε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο; Ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό; Ὄχι, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔτσι τὸ θέσπισε, γιατὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, τὸ λόγο ἔχει ὁ Χριστός μας, ὁ ἀναστημένος μας Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Πατήρ δημιούργησε, ὁ Χριστὸς ἔσωσε, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία ὅλον τὸν κόσμο. Εἶναι μονίμως ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνεργεῖ, θαυματουργεῖ, συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ ὅποιος τὰ βάζει μὲ αὐτὴν τὰ βάζει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι δυνατὸ νὰ νικηθεῖ ὁ Θεὸς ποτέ;
.             Ἡ πα­ρου­σί­α καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος μέ­σα στὸν κό­σμο μαρ­τυ­ρεῖται ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς βι­βλι­κὲς ἀ­να­φο­ρὲς τό­σο στὴν Πα­λαιὰ ὅ­σο καὶ στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη. Κα­τὰ τὴ δη­μιουρ­γί­α τοῦ κόσμου «πνεῦ­μα Θε­οῦ ἐ­πε­φέ­ρε­το ἐ­πά­νω τοῦ ὕ­δα­τος» (Γεν. α΄ 2). Στὸν κα­τα­κλυ­σμὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε ὁ Θεὸς «ἐ­πή­γα­γε πνεῦ­μα ἐ­πὶ τὴν γῆν καὶ ἐ­κό­πα­σε τὸ ὕ­δωρ» (Γεν. δ΄ 1). Στὴν ὠ­δὴ τοῦ Μω­ϋ­σέως, με­τὰ τὴν ἔ­ξο­δο, δο­ξο­λο­γεῖ­ται ὁ Θε­ὸς μὲ τὴ φράση: «Ἀ­πέ­στει­λας τὸ πνεῦ­μά σου, ἐ­κά­λυ­ψεν αὐ­τοὺς θά­λασ­σα, ἔ­δυ­σαν ὡσεὶ μό­λι­βος ἐν ὕδα­τι σφο­δρῷ» (Ἐξ. ιε΄ 10). Ἐ­πί­σης ὁ Μω­υ­σῆς εὐ­λο­γεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ ὅ­τι «οὗ­τος ἐνε­πλή­σθη πνεύ­μα­τος συ­νέ­σε­ως» (Δευτ. λε΄ 9)», καὶ στὸν 50ο ψαλ­μὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πνεῦμα «εὐ­θές», «ἅγιον», «ἡ­γε­μο­νι­κόν, ἐ­νῶ ἡ Σοφία Σο­λομῶντος τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει πνεύ­μα «φι­λάν­θρω­πον» (Σοφ. Σολ. α΄ 5).
.             Τέ­λος τὸ Ἅγιον Πνεύῦμα εἶναι τὸ «λα­λῆσαν διὰ τῶν προ­φη­τῶν». Ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας ση­μειώ­νει: «Πνεῦ­μα Κυ­ρί­ου ἐπ’ ἐ­μέ, οὗ ἕνε­κεν ἔχρι­σέ με» (Ἡσ. ξ´ 1) καὶ ὁ Ἰε­ζε­κι­ήλ ση­μειώ­νει: «…καὶ ἦλ­θεν ἐπ’ ἐ­μὲ πνεῦμα καὶ ἔ­στη­σέ με ἐ­πὶ τοὺς πό­δας μου καὶ ἐ­λά­λη­σε πρός με…» (Ἰεζ. γ΄ 24).
.             Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐν­δει­κτι­κὲς πε­ρὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο Του μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι οἱ ἀνα­φο­ρὲς στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη. Κατ’ ἀρ­χὴν ἡ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἐκ πνεύ­μα­τος ἐ­στὶν ἁ­γί­ου» (Ματ­θ. α΄ 21). Στὸν Εὐαγ­γε­λι­σμὸ τῆς Θε­ο­τό­κου ὁ Ἀρχάγ­γε­λος Γα­βρι­ὴλ θὰ τῆς ἀ­πα­ντή­σει στὴν ἔκ­πλη­ξή της: «Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἐ­πε­λεύ­σε­ται ἐ­πὶ σὲ καὶ δύ­να­μις Ὑ­ψί­στου ἐ­πι­σκιά­σει σοι», (Λουκ. α΄ 35). Στὴν ἔ­ρη­μο ὁ Ἰω­άν­νης ἐπα­να­λαμ­βά­νει: «Ἐγὼ μὲν βα­πτί­ζω ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι εἰς με­τά­νοιαν, ὁ δὲ ὀ­πί­σω μου ἐρχό­με­νος…βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ καὶ πυ­ρί» (Ματ­θ. γ´ 11).
.             Ἐ­πί­σης ἔ­χου­με καὶ αἰ­σθη­τὴ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύματος κα­τὰ τὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ἐ­γέ­νε­το ἀ­νε­ω­χθῆ­ναι τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­τα­βῆ­ναι τὸ πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον σω­μα­τι­κῶς ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς» (Λουκ. γ΄ 21-22). Κα­τὰ τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Κυρίου «…Ἰ­δοὺ νε­φέ­λη φω­τει­νὴ ἐ­πε­σκί­α­σεν αὐ­τούς» (Ματ­θ. ιζ΄ 5). Πρό­κει­ται, κα­τὰ τοὺς πα­τέ­ρες, γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύμα­τος ὡς «φω­τει­νῆς νε­φέ­λης», ποὺ «ἐπε­σκί­α­σε» τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου.
.             Τέ­λος, ἔχου­με τὴν αἰ­σθη­τὴ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς, ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς «ὤ­φθη­σαν αὐτοῖς δια­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός …ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­πα­ντες Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου» (Πραξ. β´ 1-3).
.             Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὴ ἐξ ἄλλου ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ βλα­σφη­μί­α κα­τὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ση­μαί­νει, κατὰ τοὺς πα­τέ­ρες, τὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τὴν παραμο­νή του στὴν ἁ­μαρ­τί­α. «Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μὶν· Ὃς ἂν βλα­σφη­μή­σῃ εἰς τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον οὐκ ἔ­χει ἄ­φε­σιν εἰς τὸν αἰῶ­να, ἀλ­λ’ ἔ­νο­χος ἐ­στὶν αἰω­νί­ου κρί­σε­ως» (Μάρ­κ. γ´ 28-29).
.             Ὁ Κύ­ριος λί­γο πρὶν ἀπὸ τὸ Πά­θος Του ὑπο­σχέθηκε­ στοὺς μαθη­τές Του τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὡς Πα­ρα­κλή­του, δη­λα­δή, ὡς ἐ­νι­σχυ­τοῦ στὸ ἔρ­γο τους. Τοὺς εἶπε: «…Καὶ ἐ­γὼ ἐ­ρω­τή­σω τὸν πα­τέ­ρα καὶ ἄλ­λον πα­ρά­κλη­τον δώ­σει ὑ­μῖν… τὸ πνεύῦμα τῆς ἀλη­θεί­ας» (Ἰω­άν. ιδ΄ 15), γιὰ νὰ ἐπαναλάβει στη συ­νέ­χεια: «…Ὁ δὲ πα­ρά­κλη­τος, τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον, Ὃ πέμ­ψει ὁ Πα­τὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, Ἐκεῖ­νος ὑ­μᾶς δι­δά­ξει πά­ντα…» (Ἰωάν. ιε´ 25-26). Κα­τὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο, Ἐπί­σκο­πο Ἱε­ρο­σο­λύ­μων, «κα­λεῖ­ται τὸ πνεῦ­μα πα­ρά­κλη­τος, ὡς πα­ρη­γο­ροῦν ἡ­μᾶς, βο­η­θοῦν τὰς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν καὶ ἐντυγ­χά­νων ὑ­πὲρ ἡ­μῶν».
.             Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος οἱ Α­πό­στο­λοι συνέχισαν τὸ ἔρ­γο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρί­ο­δος εἶ­ναι κατ’ ἐ­ξο­χὴν ἁγιοπνευ­μα­τι­κή, ση­μεῖ­ον ἀ­να­φο­ρᾶς στὴν ἀ­νὰ τὴν οἰκουμένη πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔτσι, ἡ εἴ­σο­δος τῶν ἐ­θνι­κῶν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως ἀπο­φά­σι­σε ἡ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δος (48 μ.Χ.), θε­ω­ρεῖ­ται ὡς καρ­πὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­φοῦ «…ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι καὶ ἡ­μῖν» (Πραξ. ιε΄ 28) γρά­φουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Ἀντιοχεί­ας.
.             Στὴ συ­νέ­χεια ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιὰ τὶς «δω­ρε­ὲς» καὶ τὰ «χα­ρί­σμα­τα» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ση­μειώ­νει στὴν πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του «Α´ Κορ. ιδ´ 4»: «Διαι­ρέ­σεις χα­ρι­σμά­των εἰσί, τὸ δὲ αὐ­τὸ Πνεῦ­μα. Ἑ­κά­στῳ δὲ δί­δο­ται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύ­μα­τος πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον». Ὑπάρ­χουν χαρίσματα «ἔκτα­κτα» (π.χ. προ­φη­τεί­α, γλωσ­σο­λα­λί­α κ.α.) καὶ χαρίσμα­τα «μόνι­μα». Γι’ αὐ­τὸ ση­μειώ­νει: «Εἴ­τε προ­φη­τεῖ­αι καταργη­θή­σον­ται, εἴτε γλῶσσαι παύσονται (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8) «Νυ­νὶ μέ­νει πί­στις, ἐλ­πίς, ἀγά­πη, τὰ τρί­α ταῦ­τα, μεί­ζων δὲ τού­των ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´13). Κι ἔ­τσι φθά­νου­με στὰ «μό­νι­μα» χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅπως εἶ­ναι, κυ­ρί­ως, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α «ουὐδέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει» καὶ συ­μπλη­ρώ­νει: «ζη­λοῦτε …τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρείτ­το­να…ζη­λοῦ­τε τὰ πνευ­μα­τι­κά» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31). Καὶ τέ­τοια χα­ρί­σμα­τα, ὡς καρ­πὸς τοῦ πνεύ­μα­τος, «…ἐ­στίν ἀ­γά­πη χα­ρά, εἰ­ρή­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, χρη­στό­της, ἀγα­θω­σύ­νη, πί­στις, πρα­ό­της, ἐ­γκρά­τεια… (Γαλ. ε΄ 22). Ἔ­τσι ὁ ἄνθρω­πος γί­νε­ται «πνευ­μα­τι­κὸς» καὶ «χαρισματι­κός».
.             Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ φιλοξένησε τρεῖς ἄνδρες στὴ σκηνή του (Γένεση, κεφάλαιο 18). Ὁ Ἀβραὰμ δέχτηκε τὸν Θεὸ ὡς Τριάδα Προσώπων, τὰ Ὁποῖα παρουσιάσθηκαν ὡς ἄνδρες ἀγγελιοφόροι. Οἱ τρεῖς Ἄγγελοι δηλαδὴ ποὺ δέχθηκε ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἄκτιστοι, ἦταν τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ μας, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει καὶ ἕνα Τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζει αὐτή τὴν ἀποψη, ψαλλόμενο τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου. «Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δὲ μορφώσεσιν (Κανὼν Μεσονυκτικοῦ, ᾠδὴ ϛ´). Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ γράφει: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ» (Γέν. ιη´ 1).
.             Τώρα γιὰ τὸ πῶς γίνεται ὁρατὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἂν αὐτὸ τοὺς συνοδεύει στὴ ζωή τους ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ σὲ συζήτησή του μὲ τὸν Μοτοβίλωφ εἶπε:
– Στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, φθάσαμε σὲ τέτοια χλιαρότητα πίστεως καὶ σὲ τέτοια ἔλλειψη εὐαισθησίας ὡς πρὸς τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Μωϋσῆς εἶδαν τὸν Θεό. Ἡ στήλη τῆς πύρινης νεφέλης, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, χρησίμευε γιὰ ὁδηγὸς στὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ μέσα στὴν ἔρημο. Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν τὸν Θεὸ καὶ τὸ Πνεῦμά Του ὄχι σὲ ὄνειρο ἢ σὲ ἔκσταση, προϊόντα ἀρρωστημένης φαντασίας, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα. Ἔτσι ἀπρόσεκτοι ποὺ γίναμε, ἀντιλαμβανόμαστε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς ἀλλοιώτικα ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἔπρεπε. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατὶ ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ χάρη, τὴν ἐμποδίζουμε νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει στὶς ψυχές μας ἀπὸ διανοητικὴ ὑπεροψία.
.             Μὴ λησμονοοῦμε ὅτι ὁ Αδάμ δημιουργήθηκε ζῶον, ὅμοιο μὲ τὰ ἄλλα πλάσματα ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, ἂν καὶ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Θὰ ἔμενε ζῶο, ἂν δὲν εἶχε δεχθεῖ «τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς», τὸ πνεῦμα, ποὺ τὸν ἔκανε συγγενῆ μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος μόνο ζωοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνοικεῖ μέσα του.
.             Τὸ δυστύχημα εἶναι, ὅτι ἐμεῖς προχωρώντας στὴν ἡλικία δὲν αὐξάνουμε στὴ σοφία, ὅπως ὁ Κύριός μας ( Λουκ. β΄ 52), ἀλλὰ ἀντίθετα φθειρόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ γινόμαστε ἁμαρτωλοί, ἀπεχθῶς μάλιστα ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ χάσαμε τὴ χάρη ποὺ εἴχαμε δεχθεῖ στὴν ἀρχή. Ἂν παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ ξαναγυρίσει στὸν Θεὸ ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, πρέπει νὰ ἐξασκήσει τὶς ἀρετές, τὶς ἀντίθετες πρὸς τὰ ἀμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει. Θὰ ξαναβρεῖ τότε μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ θεμελιώνει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν » (Λουκ . ιζ´ 21), καὶ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» ( Ματθ . ια´ 12).
.             Σὲ δεύτερη ἐρώτηση τοῦ Μοτοβίλωφ γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναγνωρίσει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν ἐνέργεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἀπάντησε:
.             «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ἐπαναφέρει ἀδιάκοπα στὴ μνήμη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη, ἐνῶ τὸ σατανικὸ πνεῦμα, τὸ πονηρόν, ἐργάζεται κατ’ ἀντίστροφη ἔννοια. Οἱ ἐνέργειες του ἐπάνω μας εἶναι θορυβώδεις, μᾶς παρακινοῦν πρὸς τὴν ἀνταρσία καὶ μᾶς κάνουν σκλάβους τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας, τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας.
.             Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμφανίζεται σὰν ἕνα ἄρρητο φῶς σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ νὰ φανερωθεῖ. Ἐμφανίζεται μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη, μὲ γλυκύτητα, μὲ θερμότητα, ποὺ καὶ στὸ χιόνι μέσα νὰ εἶσαι χωμένος νομίζεις ὅτι εἶσαι μέσα σὲ ἀτμόλουτρο καὶ μὲ εὐωδία ἀσύγκριτη.
.             Ἔτσι ὅταν ἡ Θεία Χάρις κατοικεῖ μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως μας, στὴν καρδιά μας. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστί» ( Λουκ. ιζ΄ 21). Μὲ τὴ φράση «βασιλεία τοῦ Θεοῦ » ἐννοεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ βασιλεία βρίσκεται τώρα μέσα μας, μᾶς θερμαίνει, μᾶς φωτίζει, εὐχαριστεῖ τὶς αἰσθήσεις μας καὶ γεμίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν καρδιά μας. Ἡ τωρινή μας κατάσταση μοιάζει μὲ αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «οὐκ ἐστίν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ » (Ρωμ. ιδ΄ 17).
.             «Όσο γιὰ τὴ διαφορετικὴ κατάσταση μεταξὺ μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πιστεύω ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ἀπὸ ὅλους μας ὁ Θεὸς ζητάει μιὰ καρδιὰ γεμάτη πίστη καὶ ἀγάπη. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ θρόνος στὸν ὁποῖο ἀρέσκεται νὰ κάθεται καὶ ἐκεῖ ἐμφανίζεται μέσα στὴν πληρότητα τῆς δόξης Του. «Υἱέ, δός μοι σὴν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26) καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ σοῦ τὰ δώσω ἐγὼ πολλαπλάσια. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ χωρέσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. « Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ», λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του «καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ϛ´ 33). « Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων».
.             Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ὁ νεοφανὴς αὐτὸς νηπτικὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπαναλάμβανε ὅτι, ἡ ψυχὴ ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θλίβεται, ὅταν βλέπει τὸν ἄλλο νὰ ὑποφέρει. Ποθεῖ καὶ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο τὴν ἴδια χάρη ποὺ καὶ αὐτὴ ἔλαβε. Ἐπιθυμεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουν τὴν ἴδια ὀμορφιά, νὰ μετανοήσουν, νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακαλύψουν τὴν εὐσπλαχνία Του καὶ νὰ σωθοῦν. Ἐπιθυμεῖ τὸ κακὸ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ βασιλεύσει ἡ εἰρήνη. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, δὲν ἀνέχεται τὴν ἀπώλεια οὔτε μιᾶς ψυχῆς. Ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας. Θὰ δοξασθοῦν αὐτοὶ πού, ἐπειδὴ ἦταν πλήρεις ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὑπέμειναν τὸν πόνο ὅλου τοῦ κόσμου.
.             Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἡ καρδιά του πονοῦσε γιὰ ὅλη τὴν κτίση ποὺ ζοῦσε μακριὰ ἀπὸ τὸν Ποιητὴ καὶ Δημιουργό της. Ἡ προσευχή του μὲ πόνο βαθὺ ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «Δέομαι Σου, ἐλεῆμον Κύριε, ἵνα γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς»..             Στὰ νέα οἰκονομικὰ δεδομένα τῆς καθημερινότητας μποροῦσε κανεὶς μέχρι ἕνα σημεῖο νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ πράγματα μέσω μιᾶς καταναλωτικῆς μανίας. Σήμερα, ὅμως, ποὺ στένεψαν τὰ οἰκονομικά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐρχόμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ τὸν ἐσωτερικό μας ἑαυτό. Ἕνα κενὸ ἀπὸ πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ δύσκολα τὸ ἀναγνωρίζουμε.
.             Ἡ βοήθεια τῶν Ἁγίων ἀφ’ ἑνὸς μᾶς θεραπεύει μὲ τὴν ὑπομονή, γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπομόνωση μᾶς φέρνουν σὲ μιὰ αὐτοεξέταση. Ἀφ’ ἑτέρου τὸ «μὴ ἀπελπίζου» τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀναδιάταξη τῶν προτεραιοτήτων μας.
.             Νὰ γεμίζουμε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνορθώσεως σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν τραγικότητα τῆς ἀπελπισίας, μόνο ἄνθρωποι ποὺ βιώνουν τὸν πόνο, τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου, μποροῦν νὰ προσφέρουν λύσεις. Μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἐνοικεῖ μέσα τους τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἂς τὸ ἐπιζητοῦμε, λοιπόν, πάντοτε λέγοντας «Βασιλεῦ οὐράνιε, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», καὶ ἂς μὴν τὸ λυποῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸ χαροποιοῦμε μὲ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς πράξεις σωφροσύνης καὶ εὐποιΐας μας, γιὰ νὰ χαιρόμαστε καὶ ἐμεῖς μόνιμα κοντά Του.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας


counter

.                 Γνωρίζουμε ὅτι ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ὅτι ἱδρυτικὴ πράξη θεωρεῖται ἡ σταυρική Του θυσία. Νοεῖται μάλιστα ὡς σηµεῖο αὐτῆς τῆς ἱδρυτικῆς πράξης ἡ ἔκχυση ἀπὸ τὸ σῶµα τοῦ αἵµατος καὶ ὕδατος, ὅταν ὁ Ρωµαῖος στρατιώτης τοῦ τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὸ δόρυ του, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι εἶναι νεκρός: «Ἀλλ᾽ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷµα καὶ ὕδωρ» (Ἰω. ιθ´ 34). Κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρµηνεία, ἀναδύθηκαν τὰ δύο µυστήρια, ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸν Χριστό, τὸ Βάπτισµα καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. Αὐτὰ συνιστοῦν τὸ θεµελιῶδες κριτήριο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνήκουµε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γενέθλιος ἡµέρα της νοεῖται ἡ ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἐπεδήµησε τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραµείνει στὴν ἱστορία ὡς συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τῆς θείας Οἰκονοµίας ἐνεργουµένη ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴ ἡ παρουσία ἐγγυᾶται τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαφυλάττει ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσµα. Θὰ ἐξετάσουµε ἐδῶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος μὲ βάση τὶς καταθέσεις ποὺ ὑπάρχουν στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο.
.                 Ἡ πρώτη ἀναφορὰ γίνεται στὸ 3o κεφάλαιο, ὅπου ἐκτίθεται ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν Νικόδηµο, στὸν ὁποῖο ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει «ἄνωθεν» γέννηση «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύµατος». Στὸν στ. 8 προσδιορίζει ὅτι στοιχεῖο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος εἶναι ἡ ἐλευθερία: «Τὸ πνεῦµα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾽ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἔστι πᾶς ὁ γεγεννηµένος ἐκ τοῦ Πνεύµατος»..                 Μὲ τὴ λέξη «πνεῦµα» οἱ Ο´ μεταφράζουν τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «ρουὰχ» ἢ «νέφες», ποὺ σηµαίνει ἀέρας, ἀναπνοή, ἄνεµος (spiritus στὰ λατινικά). Ὀνοµάζουµε λοιπὸν Πνεῦμα τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς θεότητας, γιατί δὲν µποροῦµε νὰ προσδιορίσουµε τὴ δράση του. Ἔχει τέτοιου περιεχοµένου ἐλευθερία, ὥστε ποτὲ δὲν µπορεῖς νὰ προκαθορίσεις τὴν πορεία του. Μιλᾶµε ἑποµένως γιὰ ἐλευθερία χαοτική. Τὴν ἐλευθερία αὐτὴ προσδιορίζει μόνο ἡ σχέση, εἶναι ἐλευθερία ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σχέση καὶ ἀναπαύεται στὴ σχέση. Καθένας ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἔχει ἐλευθερία νὰ ἐνεργεῖ χωρὶς προσδιορισµοὺς καὶ προκαθορισµούς. Δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πάει ὁ ἅγιος, διότι εἶναι παρουσία ἐλευθερίας, καὶ ἐπειδὴ σχετίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα εἶναι παρουσία ἀγάπης. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη δὲν µπορεῖς νὰ τὴν προσδιορίσεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πάει, ὅταν εἶναι ἀγάπη βαθιά, πραγµατικὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὀνοµάζει καὶ Παράκλητο, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ συµπαραστάτη: «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦµα τὸ ἅγιον ὃ πέµψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόµατί µου, ἐκεῖνος ὑµᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑποµνήσει ὑµᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑµῖν» (Ἰω. ιδ´ 26).
.                 Στὸ 14ο κεφάλαιο ἐπανέρχεται τὸ εὐαγγέλιο ἀναλυτικότερα στὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος. Εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἀνάληψή του στὸν τόπο τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐµὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑµῖν, ἵνα μένει µεθ᾽ ὑµῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσµος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑµεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑµῖν μένει καὶ ἐν ὑµῖν ἔσται» (ιδ´ 15-17). Τώρα ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του τὴν παρουσία τοῦ Πνεύµατος εἰς τὸ διηνεκές, μετὰ τὴν Ἀνάληψή του. Ἄλλες τρεῖς φορές, ἐκτὸς αὐτῆς, συν­αντῶνται ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἅγ. Πνεῦµα: α) «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέµψω ὑµῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐµοῦ» (ιε´ 26) β) «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑµᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (ιϛ´ 13) γ) μετὰ τὴν Ἀνάσταση: «Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦµα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁµαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (κ´ 22-23). Μέσῳ αὐτῶν τῶν ἀναφορῶν περιγράφεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ γεννηθεῖ τὴν ἡµέρα τὴ μεγάλη τῆς Πεντηκοστῆς..                 Προϋπόθεση κοινωνίας μὲ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα τίθεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἡ βιοτὴ τῶν πιστῶν σύµφωνα μὲ τὶς ἐντολές του. Αὐτὴ ἡ προϋπόθεση ἐνιδρύει σχέση μὲ τὸν Χριστό, καὶ αὐτὴ ἡ σχέση ὑψώνεται σὲ θεία υἱοθεσία ἐξ αἰτίας τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος, ποὺ τὴν τρέφει καὶ τὴν διατηρεῖ. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διακρίνεται ἀπὸ ὅποιο ἄλλο πνεῦµα καθοδηγεῖ τὸν κόσµο («ὃ ὁ κόσµος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ» ιδ´17), ὅτι δηλαδὴ ἂν δὲν εἶσαι μὲ τὸν Θεό, δὲν µπορεῖς νὰ γνωρίσεις τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παραδοθεῖς στὶς δυνάµεις του καὶ στὶς ἐνέργειές του, καὶ μάλιστα μὲ ἐσωτερικὴ ἐµπειρία τῆς παρουσίας του («γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑµῖν μένει καὶ ἐν ὑµῖν ἔσται»). Ὁ ἀνθρώπινος πολιτισµὸς βρίθει ἰσχυρισµῶν, ὅτι ἕνα πνεῦµα καθοδηγεῖ καὶ ἐµπνέει μεγάλους µύστες, ποὺ ἱδρύουν θρησκεῖες ἢ φιλοσοφίες, ὅπως ὁ «δαίµων» τὸν Σωκράτη ἢ ὁ «φωτισµὸς» τὸν Βούδα. Ὁ Ἰωάννης διευκρινίζει στὴν Α´ Ἐπιστολή του ὅτι πρόκειται γιὰ «πνεῦµα πλάνης»: «Ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡµῶν· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡµῶν. Ἐκ τούτου γινώσκοµεν τὸ πνεῦµα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦµα τῆς πλάνης» (Α´ Ἰω. δ´6)..                 Στὸ 15ο κεφάλαιο ὁ Εὐαγγελιστὴς παραθέτει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅτι τὸ Πνεῦμα θὰ διδάξει καὶ θὰ ἑρµηνεύσει ὅσα ἐπὶ τρία χρόνια ἄκουγαν καὶ ἔβλεπαν οἱ μαθητές, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦµα τὸ ἅγιον, ὃ πέµψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόµατί µου, ἐκεῖνος ὑµᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑποµνήσει ὑµᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑµῖν» (ιε´ 26). Ἡ κατανόηση τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεων τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν αὐτονόητη γιὰ τοὺς μαθητές του, κυρίως τὸ ἀποκαλυπτικό τους στοιχεῖο, διότι, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ ρήση, «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦµα Ἅγιον» (ζ´ 39). Ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ κήρυγµα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μετὰ τὴν ἐπιδήµηση τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Τὸ περιεχόµενό του κατανόησαν ἄνθρωποι διαφορετικῶν γλωσσικῶν καὶ πολιτιστικῶν παραδόσεων. Ἐκείνη τὴν ἡµέρα μιλήθηκε ἡ γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς, στοὺς ἀντίποδες τῆς γλώσσας τῆς Βαβέλ..                 Τὸ «σχῆµα» ποὺ παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές του εἶναι: Θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, αὐτὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Αὐτὸς θὰ σᾶς πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια. Δὲν θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἀπὸ μόνος του, ἀλλὰ ἐκ μέρους µου, διότι ἡ ἀλήθεια εἶµαι ἐγώ. Οὐσιαστικὰ θὰ σᾶς συνδέσει µ᾽ ἐµένα. Δίνοντάς σας ἐµένα τὸ Πνεῦμα, σᾶς δίνει τὸν Πατέρα, γιατί ἐγὼ ὑπάρχω, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ἐγὼ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὰ ἔχω πάρει ὅλα. Μιλάει γιὰ τὸ µυστήριο τῆς υἱοθεσίας ἀναφερόµενος στὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως ἀναπτύσσεται στοὺς δύο τελευταίους στίχους τοῦ 15ου κεφαλαίου: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέµψω ὑµῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐµοῦ καὶ ὑµεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς µε᾽ ἐµοῦ ἐστε» (ιε´ 26-27). Ἀποκαλύπτονται δηλαδὴ οἱ σχέσεις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, Χριστοῦ καὶ μαθητῶν, μαθητῶν καὶ κόσµου, εἰσάγοντας τὴ δυναµικὴ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπαληθεύσει τὴ δύναµη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ ἐνδυναµώσει τοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς τους..                 Ὁ Χριστὸς ὀνοµάζει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀφηρηµένη ἔννοια ποὺ παραπέµπει ἁπλῶς σὲ ἀλήθεια ποὺ ἀντιτίθεται στὸ ψεῦδος. Προσδιορίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ δήλωσή του, ἄλλωστε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια («Ἐγώ εἰµι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» ιδ´6). Ἑποµένως τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν Χριστό, ποὺ μὲ τὴν Ἀνάληψή του βρίσκεται πλέον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὡς Θεάνθρωπος βέβαια, καὶ τὸν ξαναφέρνει δοξασµένο ἀναµεσά μας καὶ μᾶς συνδέει μὲ αὐτόν..                 Τὸ Ἅγ. Πνεῦμα τὸ λαµβάνουµε κατὰ τὸ βάπτισµά μας. Ὑπάρχει ἡ ὡραία προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ποὺ λέει: «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡµῖν». Τὸ λαµβάνουµε σηµαίνει ὅτι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἔρχεται ἐντός μας, ὅλο καὶ ὄχι ἁπλῶς οἱ δυνάµεις του ἢ οἱ δωρεές του. Ἔρχεται καὶ μᾶς «σφραγίζει», ὥστε νὰ θεραπευθεῖ ἡ φύση μας καὶ νὰ συνδεθοῦµε μὲ τὸν Υἱό, ποὺ θὰ μᾶς συνδέσει μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἔτσι νὰ πραγµατοποιηθεῖ τὸ µυστήριο τῆς θείας υἱοθεσίας.