Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Το έργο του Αγίου Πνεύματος στη διατύπωση των δογμάτων


counter

– Μητροπ. Περγάμου και καθηγητού του Α.Π.Θ. Ιωάννου Ζηζιούλα.


list of 6 items
• Παρούσα και μέλλουσα διάσταση
• Οι κατανοήσεις της ενεργείας του Αγ. Πνεύματος
• Ποιος μπορεί να θεολογεί;
• Εκκλησιολογική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος
• Οι χαρισματούχοι της Εκκλησίας
• Αγάπη και ποικιλία «εν τη Εκκλησία»
list end
Η Θεοφάνεια ως Χριστοφάνεια, που αποτελεί τη βάση του δόγματος, εμπεριέχει δύο βασικά προβλήματα. Το ένα είναι ότι πρέπει να καλυφθεί ο χρόνος που χωρίζει τον ιστορικό Ιησού και την εποχή του (Αποστολική εποχή) από τις επόμενες γενεές – εποχές, στις οποίες διατυπώνεται το δόγμα:
Με ποιον τρόπο είναι δυνατή η γεφύρωση του χρονικού αυτού χάσματος;
Το δεύτερο είναι ότι μέσα στην ίδια την ιστορική θεοφάνεια εν Χριστώ, υπάρχει η διάσταση του «ήδη και όχι ακόμα»: στον ιστορικό Χριστό και την εμπειρία των πρώτων αποστόλων έχομε την αποκάλυψη του Θεού «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» και όχι «πρόσωπον προς πρόσωπον». Η πλήρης «πρόσωπον προς πρόσωπον» αποκάλυψις είναι εσχατολογική πραγματικότητα. Ο Χριστός φέρει μια προεικόνιση και πρόγευση της Βασιλείας, της πλήρους δηλαδή και αμέσου προσωπικής γνώσεως του Θεού.
Μέχρις ότου έλθει η «εσχάτη ημέρα», κανείς προφήτης ή άγιος δεν έχει πλήρη γνώση του Θεού σε μια σταθερή και αμετάβλητη μορφή. Πώς είναι δυνατόν η πρόγευση αυτή του παραδείσου, της πλήρους γνώσεως του Θεού να πραγματοποιηθεί από τώρα με πλήρη βεβαιότητα ότι το κηρυττόμενο δόγμα εκφράζει αυτή την προεικόνιση και προσφέρει αυτή την πρόγευση με πιστότητα και ακρίβεια;
Με άλλα λόγια το δόγμα ως πιστή εικόνα του Χριστού, που αποκαλύπτει τον Θεό, πρέπει να είναι πιστή ως προς δύο διαστάσεις:
Α. Πιστή εικόνα του ιστορικού Χριστού (= παρελθόν), και
Β. Πιστή εικόνα του μέλλοντος, εσχατολογικού Χριστού και της Βασιλείας Του. (Πρβλ. Βυζαντινή εικόνα: Δεν αρκείται στην ιστορική αναπαράσταση, αλλά εικονίζει τη μελλοντική κατάσταση. Π.χ. εικόνα Πεντηκοστής). Το έργο αυτό της γεφυρώσεως του παρόντος (= δόγμα) με το παρελθόν (ιστορική Χριστοφάνεια) και το μέλλον (= Δευτέρα Παρουσία) είναι το κατ’ εξοχήν έργο του Αγίου Πνεύματος στη θεία Οικονομία.
«Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξεις 15/ιε΄ κεφ.), είναι η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου. Αποτελεί πάγια πεποίθηση της Εκκλησίας ότι τα δόγματα είναι κατ’ έμπνευσιν του Αγ. Πνεύματος, όπως και η Γραφή («πάσα γραφή θεόπνευστος…» Β΄ Τιμ. 3/γ΄ 16). Αλλά αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί μπορεί να νοηθεί κατά διαφόρους τρόπους. Έτσι:
list of 3 items
1. Η παρουσία του Αγ. Πνεύματος και η ενέργειά Του είναι δυνατόν να νοηθεί ως ένα είδος μαγικής και μηχανικής επεμβάσεως του Θεού. Αυτό θυμίζει την «θεοπνευστία» των αρχαίων Ελλήνων (Μαντεία, χρησμοί κλπ). Δηλαδή η προσωπική ελευθερία αφαιρείται: οι συγγραφείς της Βίβλου και οι Πατέρες των Συνόδων ήταν άβουλα όργανα του Πνεύματος. Αυτό είναι μια αντίληψη που επικράτησε στη Δύση (από όπου προήλθε) με τη μορφή του λεγομένου Fundamentalismus.
2. Η παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος είναι δυνατόν να νοηθεί ως αποτέλεσμα ηθικών μεταβολών στον άνθρωπο. Όταν λέμε: «Ηθικές μεταβολές» εννοούμε ευρύτερα κάθε βελτίωση του ανθρώπου οφειλόμενη στη δική του προσπάθεια (π.χ. κάθαρση από τα πάθη, αρετές κλπ).
3. Η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατόν να νοηθεί ως αποτέλεσμα ενός γεγονότος κοινωνίας, τόσο με κατακόρυφες όσο και με οριζόντιες διαστάσεις, δηλαδή ως αποτέλεσμα της κοινωνίας της εκκλησιαστικής κοινότητας.
list end
Από τις δυνατότητες αυτές, η πρώτη πρέπει να αποκλεισθεί εντελώς: Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα ελευθερίας» και δεν βιάζει τον άνθρωπο. Εξ άλλου το γεγονός του Χριστού, η ίδια η φύση της Χριστοφάνειας είναι τέτοια, ώστε να σέβεται πλήρως την ελευθερία του ανθρώπου.
Η δεύτερη δυνατότητα έχει περισσότερη αξία και βαρύτητα και ταιριάζει στις προϋποθέσεις της ασκητικής εμπειρίας, που όπως είδαμε πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπ’ όψιν: Χωρίς κάθαρση από τα πάθη δεν είναι δυνατόν να δει κανείς το Θεό (π.χ. όποιος μισεί τον αδελφό του δεν μπορεί να δει τον Θεό. Πρβλ. Α΄ Ιωάννου).
Με το ίδιο πνεύμα ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος αποκρούει τους Ευνομιανούς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μια εντελώς διανοητική θεολογία που επέτρεπε στον καθένα να «θεολογεί», ακόμη «και μετά τους ιππικούς και τα άσματα και την γαστέρα… οις και τούτο (η θεολογία) μέρος τρυφής…», τονίζοντας ότι «ου παντός… το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός», αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον». Αν όμως η άσκηση ληφθεί ως μεμονωμένη και αυτάρκης προϋπόθεση, τότε πάσχει από δύο σοβαρά ελαττώματα: Του ατομικισμού και του ηθικισμού. Δηλαδή κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι ο Θεός αποκαλύπτεται σε άτομα μεμονωμένα και υπό προϋποθέσεις ανθρώπινων επιτευγμάτων.
Γι’ αυτό η δεύτερη αυτή δυνατότητα πρέπει οπωσδήποτε να συνδυασθεί με την τρίτη που είναι η εκκλησιολογική μορφή ενεργείας του Αγ. Πνεύματος.
Για να κατανοηθεί αυτό θα πρέπει πριν από όλα να απαλλαγούμε από μια εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί επί μεμονωμένων ατόμων. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο διαδεδομένη ώστε να ξενίζει ίσως το ότι την αποκαλούμε εδώ «εσφαλμένη». Όσοι την υποστηρίζουν παραγνωρίζουν μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της ενεργείας του Αγ. Πνεύματος στην Παλαιά Διαθήκη και εκείνης στην Καινή Διαθήκη. Στην Π.Δ. το Πνεύμα δίδεται σε ορισμένα άτομα (προφήτες, βασιλείς κλπ) και όχι στο σύνολο του λαού του Ισραήλ. Στη Μεσσιανική όμως εποχή που εισάγεται στην Κ.Δ. με την έλευση του Μεσσία, το Πνεύμα αναμενόταν να δοθεί σε όλο το λαό του Θεού. Γι’ αυτό στην εξιστόρηση της Πεντηκοστής, ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη φράση του προφήτη Ιωήλ: «εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα… λέγει Κύριος Παντοκράτωρ»
Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι στην Κ.Δ. όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί εθεωρούντο ως έχοντες το Άγιο Πνεύμα και ως διαθέτοντες διάφορα χαρίσματα. Αν μελετήσουμε προσεκτικά το κεφ. 12/ιβ΄ της Α΄ Κορινθίους θα δούμε ότι για τον Απ. Παύλο το να είσαι μέλος της Εκκλησίας, ισοδυναμεί με το να έχεις κάποιο χάρισμα του Πνεύματος. Επειδή οι Κορίνθιοι είχαν την αντίληψη ότι μερικοί είναι πιο χαρισματούχοι από τους άλλους, ο Παύλος αποκρούει έντονα την αντίληψη αυτή και τονίζει ότι όλοι έχουν κάποιο χάρισμα, ακόμα και αυτοί που ασκούν απλό έργο διακυβερνήσεως κλπ. Εκεί κτυπάει ο Παύλος αλύπητα κάθε μορφή πνευματικού «ελιτισμού» και τονίζει ότι ακόμα και αν έχει κανείς γνώση ή πίστη ώστε «όρη μεθιστάνειν» μπορεί να μη είναι τίποτε αν δεν έχει «αγάπην».
Τι σημαίνει «αγάπην» εδώ; Αν δούμε το κείμενο στο σύνολό του (κεφ. 11 – 14) και όχι σε μεμονωμένα χωρία, θα δούμε ότι «αγάπη» εκεί για τον Παύλο σημαίνει την κοινωνία που δημιουργεί η κοινότητα της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για κάποιο συναίσθημα του ατόμου (καλή πρόθεση κλπ), αλλά για την αλληλοεξάρτηση των μελών της εκκλησίας σε ένα σώμα. «Αγάπη» θα πει να μη λες ότι εγώ είμαι η κεφαλή και δεν χρειάζομαι τα πόδια κλπ – αυτό τονίζει εκεί ο Παύλος. Δηλαδή την αλληλοεξάρτηση των χαρισμάτων.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Παύλος καταλήγει στην επιστολή να ονομάσει το Άγιο Πνεύμα «κοινωνία». Στη Β΄ Κορινθίους 13/ιγ΄ 13 μάλιστα, φαίνεται ότι πρόκειται για μια έκφραση που υπάρχει προ του Παύλου στη λειτουργική χρήση των πρώτων Εκκλησιών και που παραμένει έκτοτε βασικό στοιχείο της Θείας Ευχαριστίας. Το Πνεύμα όπου πνέει δημιουργεί κοινωνία, και καταστρέφει τον ατομισμό. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουμε καλά. Την αντίληψη αυτή περί Αγ. Πνεύματος είχαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Θα μπορούσε κανείς να προσκομίσει πολλά χωρία από τους Πατέρες των πρώτων αιώνων, όπως ο άγιος Ειρηναίος κ.ά. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα την προσωπική «θεωρία», και γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος, με τον οποίο αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα. Στο 12ο Λόγο του, συγκρίνει τον πόθο της θεωρίας με το Πνεύμα ως εξής: από το ένα μέρος υπάρχει ο πόθος της θεωρίας, δηλαδή η τάση προς την ησυχίαν, την κάθαρση του νοός και τη θεωρία. Αυτό όμως δεν είναι εκεί που οδηγεί το Πνεύμα. Το Πνεύμα φέρει «εις μέσον (= σύναξη εκκλησίας) άγειν και καρποφορείν τω κοινώ (= εκκλησιαστική κοινότης) βούλεται και τούτο ωφελείσθαι, το ωφελείν αλλήλοις και δημοσιεύειν την έλλαμψιν». Γι’ αυτό η
εκκλησία «κατηρτισμένη» (= εν συνάξει) είναι για τον άγιο Γρηγόριο τόσο ανώτερη από την εμπειρία της θεωρίας όσο ο ουρανός από ένα άστρο, ή ο κήπος από ένα φυτό, ή το σώμα από ένα μέλος. Αυτό για τους Πατέρες είναι το κύριο έργο του Πνεύματος, να οδηγεί στην Εκκλησία και όχι σε μεμονωμένες απλώς προσωπικές εμπειρίες.
Συνεπώς όλα τα χαρίσματα της Εκκλησίας είναι απαραίτητα για την Αποκάλυψη του Θεού – όχι μόνο μερικά και μεμονωμένα. Και τούτο γιατί κανένα χάρισμα δεν είναι νοητό χωρίς αλληλοεξάρτηση από τα άλλα. Η Εκκλησία έχει ποικιλία χαρισμάτων – δεν έχουν όλοι «γνώση», όλοι ιαματικές ικανότητες, όλοι γλωσσολαλία, όλοι διοικητικές ικανότητες κλπ. Δεν είναι όλοι «θεόπτες» με τον ίδιο τρόπο. Κανείς πάντως δεν μπορεί να δει το Θεό μόνος του και ανεξάρτητα από τα άλλα χαρίσματα. Το Πνεύμα ενεργεί ως κοινωνία και αυτό σημαίνει: στο σώμα της Εκκλησίας.
Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα και ως προς τα δόγματα, ότι η αποκάλυψη της αληθείας προϋποθέτει πάντοτε την κοινωνία και κοινότητα της Εκκλησίας για να είναι ένα δόγμα αλήθεια. Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα;
Η/Υ ΠΗΓΗ
oodegr.com
Από το βιβλίο: Χριστιανική Δογματική
Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής
Σημειώσεις από τις παραδόσεις τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 – 85. Δημοσιεύονται με την άδεια και την ευλογία του σεβασμιωτάτου.
Εκδόθηκε με την ευθύνη και τη φροντίδα τών φοιτητών για χρήση κατά τις εξετάσεις.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Έκδοση: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΣΕ EΘNH ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ


counter
  






Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄.
Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα.

Όταν (στον πύργο της Βαβέλ) κατέβηκε ο Θεός και δημιούργησε σύγχυση στις γλώσσες των ανθρώπων, τότε χώριζε τα έθνη ο Ύψιστος. Και τώρα που μοιράζει τις πύρινες γλώσσες του Αγίου Πνεύματος, καλεί όλους σε ενότητα. Και έτσι  όλοι, με μια φωνή, δοξάζουμε το Πανάγιο Πνεύμα.


Σε μια πεδιάδα της Ανατολής οι άνθρωποι θέλησαν να δημιουργήσουν ένα μνημείο που θα θύμιζε τις μεγάλες κατακτήσεις τους στη γνώση και που θα τους δόξαζε σ' όλη τη γη. 


Έτσι, αξιοποιώντας την τεχνολογία τους στην κατασκευή οικοδομημάτων, άρχιζαν να χτίζουν έναν πανύψηλο πύργο. Όσο ανέβαινε ο πύργος, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι πίστευαν πως θα μπορούσαν μόνοι τους, με τις δικές τους δυνάμεις να πετύχουν οτιδήποτε στη ζωή τους. Αυτό τους γέμισε υπερηφάνεια και εγωισμό.


Ο Θεός τότε τους προκάλεσε σύγχυση στην επικοινωνία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην τελειώσει ο πύργος και οι άνθρωποι να χωριστούν σε ξεχωριστές ομάδες, φυλές και έθνη, που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Ο τόπος αυτός ονομάστηκε "Βαβέλ", που σημαίνει "σύγχυση γλωσσών".

Αυτή την σύγχυση την έφερε ο Θεός και στην συνέχεια προχώρησε στη δημιουργία των εθνών, για να συμμαζέψει την ανθρωπότητα που είχε αφηνιάσει και διακατεχόταν από έναν αχαλίνωτο εγωισμό, θέλοντας να φτάσει με τον πύργο στον ουρανό και να εξομοιωθεί με τον Δημιουργό του.

Και πράγματι μέσα από την δημιουργία των εθνών ήρθε σε κάποια ισορροπία η ανθρωπότητα. Παρά τους πολέμους μεταξύ των εθνών, οι ειρηνικές περίοδοι ήταν πολύ δημιουργικές και κρατούσαν μακριά την ανθρωπότητα από τις επικίνδυνες γι αυτήν θεωρήσεις της εκβιαστικής εξομοίωσης του ανθρώπου με τον Θεό.

Παράλληλα ο Θεός στέλνοντας το Πανάγιο Πνεύμα καλεί τους ανθρώπους σε μια ενότητα που είναι ασφαλής γιατί είναι εν Χριστώ ενότητα, χωρίς διεκδικήσεις από τον Θεό αλλά με μοναδική διεκδίκηση του ανθρώπου, αυτήν της άρρηκτης σχέσης του με τον Θεό!

Τώρα όμως η νέα τάξη θέλει να καταργήσει τα έθνη για να φέρει ξανά την ανθρωπότητα στην ανισορροπία και το χάος, γιατί έτσι οι λαοί θα είναι ευκολότερο να ελέγχονται και να κατεξουσιάζονται από την τραπεζοπιστωτική ελίτ που ελέγχει και εκδίδει το παγκόσμιο χρήμα...

Ο πόθος της νέας τάξης για την αναβίωση του παλαιού εγωϊσμού και την εκβιαστική διεκδίκηση της θεότητας, φαίνεται από την κατασκευή του κτιρίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιου "κατ΄εικόνα και ομοίωση" του μοντέλου του πύργου της Βαβέλ...




Η "Βαβέλ" του Pieter Brueghel και η ομοιότητα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Μπορεί να είναι προφανές ότι χρηματοπιστωτικά συμφέρει τις ελίτ η κατάργηση των εθνών και ταυτόχρονα διευκολύνει την επιβολή της παγκόσμιας δικτατορίας, αλλά ο στόχος της νέας τάξης είναι βαθύτερος και δαιμονιώδης!

Η ενότητα αυτή θα είναι χρωματισμένη από τον εγωϊσμό και την θλίψη του ανθρώπου, θα είναι αδιέξοδη και καταστροφική, θα είναι ενότητα χωρίς Θεό, ενότητα στραμμένη προς τον όλεθρο!
Η Βαβέλ το εγγυάται αυτό και έτσι έγινε το πρώτυπο των νεοταξιτών...

Οι λαοί λοιπόν πρέπει να αφυπνιστούν και να πολεμήσεουν για την ύπαρξή τους, για το θεόσδοτο αγαθό της Ελευθερία τους, για την εθνική τους ταυτότητα και την εν Αγίω Πνεύματι ενότητα της οικουμένης που θα αποτελέσει και το προστάδιο του ανθρώπου στο δρόμο του προς την Θέωση!
ΠΗΓΗ.ΟΙΜΟΣ -ΑΘΗΝΑ

Ο Τριαδικός Θεός: Η μόνη ελπίδα του ανθρώπου


counter

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
O άνθρωπος είναι το «κατ' εικόνα» του Θεού και επομένως η ζωή του, για να ανταποκριθεί στην αληθινή του φύση, πρέπει να είναι μικρογραφία της ζωής του Θεού. Επειδή ο Θεός είναι Τριαδικός, και ο άνθρωπος καλείται να γίνει «Τριαδικός», ζώντας «Τριαδικά», δηλαδή τη ζωή της πλήρους ενότητας και της ολοκληρωτικής αγάπης. Σε μια τέτοια ζωή καλεί τον άνθρωπο ο Τριαδικός Θεός που είναι το αρχέτυπο του άνθρωπου. Η ζωή της αγάπης δεν ανταποκρίνεται μόνο στην αληθινή φύση του ανθρωπου, αλλα οδηγεί τον άνθρωπο και στην αληθινή Θεογνωσία.

«Όποιος δεν αγαπά, δεν εγνώρισε τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη. Με τούτο εφανερώθη η αγάπη του Θεού σ' εμάς: ότι τον Υιόν Του τον μονογενή έστειλε ο Θεός εις τον κόσμο, δια να ζήσωμε δι' αυτού. Εις τούτο συνίσταται η αγάπη, όχι εις το ότι εμείς αγαπήσαμε τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιόν Του ως ιλασμόν δια τας αμαρτίας μας. . . Με τούτο ξέρομεν ότι μένομεν εν αυτώ και αυτός εν ημίν, διότι μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 813).

Η μεγάλη ελπίδα του ανθρώπου, το νόημα της ζωής του, είναι η κοινωνία της αγάπης, που δεν περιλαμβάνει μόνο στους συνανθρώπους, αλλά αποτελεί ενότητα και αρμονία με τον ίδιο τον εαυτό μας και με τον Θεό, που είναι η ζωή! Αυτή η Θεοκοινωνία (Β' Πέτρ. α' 4), κατά την οποία ο άνθρωπος «μένει εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ίω. δ' 16 Πρβλ. Ίω. ιζ' 2026) εξασφαλίζεται με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος του Θεού (Α' Ίω. δ' 13), με το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος (Α' Ίω. β' 2027), που είναι η σφραγίδα του Θεού (Αποκ. Θ' 4).
Εάν ο Υιός, που εστάλη από τον Πατέρα, «δια να ζήσωμεν δι' αυτού» ή το Άγιο Πνεύμα ήσαν κτίσματα, τότε δεν θα μπορούσαμε δι' αυτών να έχουμε καμμία κοινωνία με τον Θεό «θα ηνωνόμεθα απλώς με κάποιο κτίσμα και θα ήμεθα αποξενωμένοι από τη θεία φύση, αφού τίποτα δεν θα μας ήνωνε με αυτήν. Τώρα δε, που λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού και μέτοχοι του Θεού, φαίνεται ότι το εν ημίν χρίσμα και η σφραγίς δεν είναι εκ της φύσεως των δημιουργημάτων, αλλά εκ της φύσεως του Υιού, ο οποίος συνάπτει ημάς με τον Πατέρα δια του εν αυτώ Αγίου Πνεύματος» (Μ. Αθαν. Πρβλ. Έβρ. γ' 14, Ρωμ. η' 1417, Β' Πέτρ. α' 4).

Η πίστη στον Τριαδικό Θεό αποτελεί για τον άνθρωπο πραγματική ελπίδα. Αν ο άνθρωπος γνωρίσει ποιο είναι το αρχέτυπό του, πως είναι δηλαδή εικόνα της Αγίας Τριάδος, τότε θα πιστέψει πως είναι δυνατόν να ζήσει και αυτός τη ζωή της ενότητας και της αγάπης. Τότε ο άνθρωπος θα μπορέσει να βρει τη σωτηρία.
Τούτο δεν είναι δύσκολο να το εννοήσουμε, όταν σκεφθούμε πως ο άνθρωπος, ιδιαίτερα σήμερα, ζει εσωτερικά διεσπασμένος και εξωτερικά απομονωμένος. Αισθάνεται πως αποτελείται από πολλαπλά στοιχεία έχει σώμα, πνεύμα, βούληση, συναίσθημα κ. α. Ένας άνθρωπος διηρημένος εσωτερικά δεν μπορεί να πει ότι είναι λυτρωμένος• το ίδιο και όταν αισθάνεται ότι ζει σε πλήρη αποξένωση και μοναξιά ένας άνθρωπος που δεν διαθέτει τη δύναμη να αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει την εσωτερική του ισορροπία.

Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει πως δεν ανήκει στη φύση του η εσωτερική διάσπαση και η εξωτερική αποξένωση, αλλά η αρμονία και οι διαπροσωπικές σχέσεις γι' αυτό πρέπει να γνωρίσει τον Τριαδικό Θεό και να πιστέψει πως δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα» Του! Να βεβαιωθεί πως ο Θεός ζει στην πληρότητα, την ενότητα και την αγάπη και να πιστέψει πως σ' αυτό το σημείο βρίσκεται και ο δικός του τελικός προορισμός, το νόημα της δικής του ζωής (Β' Κορ. ε' 1721, Α' Ίω. γ' 23).

Αν ο άνθρωπος δεχθεί τον Τριαδικό Θεό και ανακαλύψει την προσωπική του ταυτότητα στην εικόνα του Τριαδικού Θεού, τότε μόνο μπορεί να βεβαιωθεί πως και ο ίδιος, από την φύση του, είναι δυνατόν να φθάσει στην πληρότητα της αρμονίας, της αγάπης, της κοινωνίας τότε αποκτά νόημα όχι μόνο η ζωή του, αλλά και ο αγώνας του. Ιδού γιατί είπαμε πως η αλήθεια του Τριαδικού Θεού, η πίστη στην Αγία Τριάδα, είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου. Μακριά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό και την ορθόδοξη διδασκαλία για το τι είναι ο άνθρωπος, δεν μπορούμε να θέσουμε ως νόημα της ύπαρξής μας την κοινωνία και τη βίωση της αγάπης• αναγκαστικά θα πέσουμε σε άκοπους υλοκρατικούς και υλιστικούς ή θα κινηθούμε σε επίπεδα πανθεϊστικής τάξης. Σε τέτοιους δρόμους οδηγούν επί παραδείγματι όλες οι ινδουιστικής προέλευσης ομάδες, που κηρύττουν πως ο Θεός δεν είναι προσωπικός και πως ο άνθρωπος δεν επλάσθη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν θεού», αλλά είναι μέρος της θείας ουσίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το νόημα της ζωής του ανθρώπου δεν είναι πλέον η ανάπτυξη σχέσεων κοινωνίας και αγάπης, αλλά αντίθετα η αποδέσμευση από οποιεσδήποτε «προσκολλήσεις» και η διάλυση της προσωπικότητας του άνθρωπου στη λεγόμενη «παγκόσμια συνειδητότητα».

Αυτό αποδεικνύει πόσο επιπόλαιο θα ήταν να θελήσουμε να συμβιβάσουμε τη χριστιανική μας υπόσταση με οποιαδήποτε συμμετοχή σε τεχνικές της γιόγκα, του διαλογισμού και σε παρόμοιες «πρακτικές», που βασίζονται σε εξωχριστιανικές θεολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ο ισχυρισμός ότι όλες οι θρησκείες αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό ή ότι με τις «τεχνικές» αυτές μπορεί κανείς να γίνει καλύτερος χριστιανός, αν δεν οφείλεται σε άγνοια των βασικών χριστιανικών θέσεων ή σε αποκρυφιστική ερμηνεία του χριστιανικού μηνύματος, αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση της χριστιανικής πίστης και ελπίδας, επικίνδυνη αλλοίωση της έννοιας του χριστιανικού νοήματος της ζωής, επιβουλή της σωτηρίας του ορθοδόξου πιστού.
Υπογραμμίζουμε πως η θεία αποκάλυψη, δηλαδή η συγκατάβαση του Θεού, πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, προσαρμοζόμενη στην πνευματική κατάσταση του άνθρωπου της πτώσης.

Η αποκάλυψη αυτή ολοκληρώθηκε με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και αναφέρεται στον Ένα και Τριαδικό Θεό. Ο Θεός δεν μας αποκάλυψε τα πάντα για τον Εαυτό Του, αλλά όσα ήσαν απαραίτητα για τη σωτηρία μας. Οι δογματικοί όροι της Εκκλησίας δεν αποδίδουν αυτό που στην ουσία Του είναι ο Θεός, αλλά «οριοθετούν» την πίστη και περιφρουρούν το περιεχόμενο της έναντι της αιρετικής απειλής.
Πιστεύουμε σε Ένα Θεό, που είναι Τριαδικός, δηλαδή κοινωνία προσώπων. Υπάρχει μόνο μία Θεία ουσία, γι' αυτό κάνουμε λόγο για ένα Θεό. Όμως αυτής της Θείας ουσίας μετέχουν όχι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό και ο Ένας Θεός είναι ταυτόχρονα και Τριαδικός. Ο Πατήρ, ως μοναδική Αρχή και Πηγή, μεταδίδει τη Θεία ύπαρξη στον Υιό με προαιώνια γέννηση και στο Άγιο Πνεύμα με προαιώνια εκπόρευση.

Αλλά μέσα στο χρόνο για τη σωτηρία του κόσμου, τα πάντα συντελούνται «Τριαδικά», από τον Πατέρα δια του Υιού «εν Αγίω Πνεύματι». Γι' αυτό και αναφέρεται ότι το Άγιο Πνεύμα «πέμπεται» δια του Υιού. Και τα τρία Θεία πρόσωπα έχουν μία θέληση και μία ενέργεια, είναι μεταξύ τους ενωμένα αδιαιρέτως.
Ο άνθρωπος, έχοντας σαν αρχέτυπό του τον Τριαδικό Θεό, είναι από τη φύση του («κατ' εικόνα») ενότητα, αρμονία, αγάπη. Αν όμως απορρίψουμε την πίστη στην Αγία Τριάδα, εκλάβουμε τον Υιό ή το Άγιο Πνεύμα ως κτίσμα, εάν εισαγάγουμε «σύγχυση» στις σχέσεις των θείων προσώπων, τότε και ο άνθρωπος ως το «κατ' εικόνα» αυτού του Θεού, από τη φύση του δε θα είναι ενότητα και αγάπη, αλλά διάσπαση, δυσαρμονία ή σύγχυση. Γι' αυτό λέμε πως η πίστη στον Τριαδικό Θεό είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου.

Αρχιμανδρίτη Δανιήλ Γούβαλη: Η Γλωσσολαλιά και τα "πνευματικά"


counter




Η Γλωσσολαλιά και τα "πνευματικά"
Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη
(απόσπασμα από το βιβλίο: ΝΕΦΕΛΑΙ ΑΝΥΔΡΟΙ)
Στις Πεντηκοστιανές ομάδες δίδεται μεγάλη έμφασις στα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς και της προφητείας. Επειδή αυτά υπήρχαν στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, σε αφθονία, συμπεραίνουν ότι και σήμερα πρέπει να συμβαίνη το ίδιο.

Δηλαδή σε όποια θρησκευτική ομάδα σήμερα παρατηρούνται προφητείες, γλωσσολαλιές, ενύπνια, οράματα, εκστατικά φαινόμενα κ.τ.τ., σ' αυτήν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, αυτή θεωρείται Αποστολική Εκκλησία. Αυτή αποτελεί συνέχεια της πρώτης Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή.
Αφού, λένε, στην αρχή έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι πρέπει να είναι και τώρα. Ο συλλογισμός τους όμως είναι επιπόλαιος. Στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης με τον Μωϋσή και τον Ιησού του Ναυή και στην αρχή της Χριστιανικής Εκκλησίας με την Πεντηκοστή και τους Αποστόλους λαμβάνουν χώρα έκτακτα, υπερφυή, καταπληκτικά φαινόμενα, τα οποία όμως δεν επαναλαμβάνονται στους επόμενους αιώνες. Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, βλέπουμε ότι οι Απόστολοι μετά την Πεντηκοστή παρουσίαζαν πρωτοφανείς υπερφυσικές εκδηλώσεις. Αλλά το ίδιο συνέβαινε ακόμη και με τους επτά βοηθούς των, όπως λ.χ. με τον Στέφανο και τον Φίλιππο (πρβλ. στ' 8, 15, 55, η' 13, 38). Τότε στην αρχή, στο ξεκίνημα της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης χρειάζονταν αυτά τα μεγάλα έξοχα γεγονότα.

Επίσης στην αρχή τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης έπεφταν φοβερές τιμωρίες, για να εδραιωθούν οι ηθικοί νόμοι πού προέβαλλε ο Θεός στον λαό. Θα σταθούμε λίγο σ' αυτό το σημείο. Θα υπενθυμίσουμε την σκληρή τιμωρία του κλέφτη Άχαρ (Π. Διαθήκη) καθώς και την παρόμοια τιμωρία του ζεύγους Ανανία και Σάπφειρας (Κ. Διαθήκη).
Σήμερα στις μεγάλες εορτές κοινωνούν πολλοί Χριστιανοί. Παρά ταύτα, δεν βλέπουμε να παθαίνουν κάτι κακό όσοι κοινωνούν αναξίως.
Στις πρώτες όμως ημέρες της χριστιανικής Εκκλησίας όποιος προσερχόταν αναξίως στη Θεία Ευχαριστία, ετιμωρείτο παραδειγματικά. Και αυτό, για να συνειδητοποιήσουν οι πρώτοι Χριστιανοί το μέγεθος της αμαρτίας. Όχι μόνο με αρρώστιες, αλλά και με θάνατο. Στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται ότι εκείνοι πού έτρωγαν τον άρτο της Ευχαριστίας και έπιναν από το ποτήριο του Κυρίου αναξίως και χωρίς να διακρίνουν σ' αυτά το σώμα και το αίμα του Κυρίου ετιμωρούντο με αρρώστιες καθώς και με θανάτους - «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (ια' 30). «Κοιμώνται ικανοί» θα πη «αρκετοί πεθαίνουν»

Βλέπουμε λοιπόν, ότι στην αρχή γίνονται κάποια πράγματα πολύ διαφορετικά.
Η ίδια κατάστασις επικρατεί αντίστοιχα και στην Π. Διαθήκη. Στις πρώτες ημέρες της Συναγωγής, στα χρόνια του Μωϋσή και του Ιησού του Ναυή, τότε πού δόθηκε ο Νόμος και η Γη της Επαγγελίας, όποιος παραβίαζε κάποια εντολή υφίστατο παραδειγματική τιμωρία.
Προηγουμένως κάναμε μνεία της τιμωρίας κάποιου κλέφτη. Ας δούμε το περιστατικό με λεπτομέρειες. Η εντολή του Ιησού του Ναυή ήταν να μην απλώση Ισραηλίτης χέρι σε αντικείμενα από την κυριευθείσα Ιεριχώ πού αφιερώθηκαν στον Θεό. Ας διαβάσουμε λίγο στο 7ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιησού του Ναυή.

«Και είπε ο Ιησούς προς τον Άχαρ (ή Αχάν): Παιδί μου δώσε τώρα δόξα στον Κύριο τον Θεό του Ισραήλ και εξομολογήσου σ' αυτόν και πες μου τώρα τι έπραξες. Μη μου το κρύψης. Και αποκρίθηκε ο Άχαρ προς τον Ιησούν και είπε: Αληθινά, εγώ αμάρτησα στον Κύριο τον Θεό του Ισραήλ και έπραξα ως εξής· είδα ανάμεσα στα λάφυρα μία καλή βαβυλωνιακή στολή και διακόσιους σίκλους ασήμι και χρυσό έλασμα πενήντα σίκλων, τα επεθύμησα και τα πήρα- και να, είναι κρυμμένα στην γη, στην μέση της σκηνής μου- και το ασήμι από κάτω από αυτά.

»Και απέστειλε ο Ιησούς ανθρώπους και έτρεξαν στην σκηνή, και να, ήταν κρυμμένα στην σκηνή του και το ασήμι από κάτω. Τα πήραν από την σκηνή και τα έφεραν στον Ιησού και σε όλους τους Ισραηλίτες και τα τοποθέτησαν ενώπιον του Κυρίου.
»Τότε ο Ιησούς και όλοι οι Ισραηλίτες έπιασαν τον Άχαρ τον γιο του Ζερά και το ασήμι και την στολή και το χρυσό έλασμα και τους γυιούς του και τις θυγατέρες του και τα βόδια του και τους όνους του και τα πρόβατά του και την σκηνή του και όλα όσα είχε, και τους ωδήγησαν στην κοιλάδα Αχώρ. Και είπε ο Ιησούς: «Γιατί μας κατετάραξες; Ο Κύριος αυτή την ήμερα θα σε καταταράξη». Και ολόκληρος ο Ισραηλιτικός λαός τον λιθοβόλησε. Και τους κατέκαυσαν μέ φωτιά- και τους λιθοβόλησαν. Και πάνω του έφτιαξαν ένα σωρό από μεγάλες πέτρες, ό οποίος παραμένει μέχρι σήμερα» (Ίησοϋς τοϋ Ναυή, ζ' 19-26).

Είδατε πόσο σκληρά τιμωρήθηκε μία κλοπή! Γιατί; Διότι τότε στην αρχή, μόλις οι Ισραηλίτες έμπαιναν στην Γη της Επαγγελίας, ίσχυαν άλλα μέτρα. Μήπως λιγώτερο τιμωρήθηκαν τρία άτομα, ο Κορέ, ο Δαθάν και ο Αβειρών πού σήκωσαν μπαϊράκι εναντίον του Μωυσή; Άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Και μάλιστα μαζί με τις οικογένειες τους και τις περιουσίες τους (Πρβλ. 16ο κέφ. Αριθμών).

Στην αρχή λοιπόν, στις πρώτες ημέρες του λαού της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και του λαού της Καινής Διαθήκης όλα έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα. Όχι μόνο οι ευλογίες είναι πρωτοφανείς, αλλά και οι τιμωρίες. Ασυνήθιστα θαύματα. Πρωτάκουστες επεμβάσεις της ευλογούσης αλλά και της τιμωρούσης δεξιάς του Θεού.

Όταν αυτή η αλήθεια κατανοηθή καλά από τους Χριστιανούς, τότε θα φανή πόσο λανθασμένη είναι η θέσις των Πεντηκοστιανών, οι οποίοι νοσούν ότι κάποια έκτακτα και υπερφυσικά σημεία πού εμφανίσθηκαν στο ξεκίνημα της χριστιανικής Εκκλησίας, στις πρώτες ημέρες της, στις πρώτες δεκαετίες της μπορούν να συνεχίζωνται μέσα σ' ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό χώρο δηλαδή στον χώρο των δικών τους συνάξεων.

Όταν λοιπόν ένας Πεντηκοστιανός κηρύττη ότι πρέπει στην θρησκευτική σύναξι να υπάρχη γλωσσολαλιά, διότι έτσι γινόταν στην αρχή του Χριστιανισμού, δεν σκέπτεται σωστά. Αν ήταν σωστό αυτό, θα έπρεπε σήμερα στις εκκλησιαστικές συνάξεις όσοι κοινωνούν αναξίως να πέφτουν βαρειά άρρωστοι ή και να πεθαίνουν. Θα έπρεπε όποιος πει ψέματα στον ποιμένα της Εκκλησίας, σαν τον Ανανία και την Σάπφειρα, να πέφτη κάτω νεκρός.

Να σημειώσουμε ότι τα βιβλία της Κ. Διαθήκης πού γράφτηκαν στην δεκαετία του 60 μ.Χ. ή του 70 ή αργότερα δεν κάνουν την παραμικρή μνεία γλωσσολαλιάς.

Στα τέλη του 1ου, στον 2ο, στον 3ο και στους επόμενους αιώνες δεν υπήρχε στην Εκκλησία χάρισμα γλωσσολαλιάς. Μόνο σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, όταν μεταδιδόταν ο Χριστιανισμός σε χώρες βάρβαρες, σε χώρες πού επί αιώνες επικρατούσε ειδωλολατρία, γινόταν κάποια εξαίρεσις του κανόνος.

Κάτι τέτοιο σημειώνει ο άγιος Ειρηναίος, ομιλώντας για την διάδοσι του Χριστιανισμού στους βαρβάρους της περιοχής της Γαλλίας.

Και σήμερα στην Ορθόδοξο Ιεραποστολή της Κορέας, υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις κατά τις οποίες νεοφώτιστοι μετά την λήψι του χρίσματος παρουσίασαν γλωσσολαλιά. Επίσης άγιοι Γέροντες της Ορθοδοξίας, όπως ο αγιορείτης π. Ιλαρίων ο Ίβηρ (ΙΘ' μ.Χ. αι.) όπως ο γνωστός π. Παΐσιος, όπως ο π. Πορφύριος έτυχε να συνομιλήσουν με ξενόγλωσσους ανθρώπους και να συνεννοηθούν μαζί τους, παρ' όλο πού δεν γνώριζαν την γλώσσα τους. Αυτά βέβαια είναι σπάνια περιστατικά και συμβαίνουν μόνο στον χώρο της αληθινής Εκκλησίας και όχι των αιρέσεων.

Το ότι στα πρώτα βήματα του Χριστιανισμού εμφανίσθηκε, και μάλιστα σε έντασι και αφθονία το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, είχε τότε κάποιο λόγο. Έφερε ένα μήνυμα. Ποιο; Ότι ο Θεός με την έναρξι τής Κ. Διαθήκης δέχεται στις αγκάλες του όλα τα έθνη. Όλες οι γλώσσες είναι ευλογημένες, όχι μόνο αυτή πού μιλούσαν οι Εβραίοι. Αποτελούσε ακόμη μία εντυπωσιακή παρουσία της θείας Χάριτος, η οποία χρειαζόταν τότε, διότι οι διάνοιες των ανθρώπων είχαν παχυνθή από την ειδωλολατρία αιώνων.

Πάνω σ' αυτό το θέμα, ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει τα εξής:

«Για ποιόν λοιπόν λόγο αυτή η χάρις (δηλ. η γλωσσολαλιά) περιωρίσθηκε κι εξαφανίσθηκε τώρα από τους ανθρώπους; Αυτό έγινε, όχι γιατί ο Θεός μας περιφρόνησε, αλλα γιατί μας τίμησε υπερβολικά. Πώς; Θα σάς το πω. Οι άνθρωποι τότε ήταν πιο ανόητοι, διότι μόλις απηλλάγησαν από την λατρεία των ειδώλων και το μυαλό τους ήταν ακόμη πιο παχύ και πιο αναίσθητο. Είχαν μεγάλη αδυναμία στα σωματικά και παραδίδονταν σ' αυτά και καθόλου δεν γνώριζαν τι ακριβώς είναι η νοητή και αόρατη χάρις, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο με την πίστι. Γι' αυτόν τον λόγο γίνονταν υπερφυσικά σημεία. Διότι άλλα από τα πνευματικά χαρίσματα είναι αόρατα και κατανοούνται μόνο με την πίστι και άλλα παρουσιάζουν κι ένα αισθητό σημάδι για να καταλάβουν κάτι οι άπιστοι.

»Ένα παράδειγμα. Η άφεσις των αμαρτιών είναι ένα πράγμα νοητό και αόρατο, διότι δεν βλέπουμε με τα σωματικά μάτια πώς καθαριζόμαστε από τις αμαρτίες. Γιατί έτσι; Διότι αυτή πού καθαρίζεται είναι η ψυχή, και η ψυχή βέβαια δεν βλέπεται με τα σωματικά μάτια. Λοιπόν, η κάθαρσις από τα αμαρτήματα είναι μία νοητή και πνευματική δωρεά, πού δεν μπορεί να γίνη αντιληπτή με τα σωματικά μάτια- αλλά η ομιλία ξένων γλωσσών, ενώ ανήκει και αυτή στην νοητή και αόρατη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, παρουσιάζει όμως και αισθητό σημάδι, εύκολα αντιληπτό και στους απίστους...
»Εγώ λοιπόν τώρα δεν έχω ανάγκη από υπερφυσικά σημεία. Γιατί; Διότι έμαθα να πιστεύω στον Δεσπότη Χριστό και χωρίς να μου δώση υπερφυσικό σημείο. Εκείνος βέβαια πού απιστεί, χρειάζεται ενέχυρο, ενώ εγώ πού πιστεύω δεν έχω ανάγκη ούτε από ενέχυρο ούτε από υπερφυσικό σημείο. Γνωρίζω ότι καθαρίσθηκα από τις αμαρτίες, και χωρίς να γλωσσολαλήσω. Εκείνοι όμως τότε δεν επίστευαν, εάν δεν τους εδίδετο υπερφυσικό σημείο».

Στην συνέχεια ο Χρυσορρήμων τονίζει ότι τότε πού υπήρχε άγνοια του Χριστιανισμού και απιστία, χρειαζόταν η γλωσσολαλιά προς βοήθειαν των απίστων. Παραπέμπει και σε σχετικό χωρίο της Α' προς Κορινθίους επιστολής (Πρβλ. ιδ' 22). Για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, οι χριστιανικές διδασκαλίες ήταν απρόσιτες. Για να γίνουν προσιτές χρειάζονταν ενέχυρα, εγγυήσεις, αποδείξεις και θαύματα. Όσα τους δίδασκαν οι Απόστολοι ήταν αόρατα και αφανή. Ο νέος Θεός ήταν άγνωστος και αφανής. «Εκείνοι ει μη έλαβον πρώτον σημείον και ενέχυρον, ουκ αν αύτω επίστευον περί των αφανών». Δηλαδή «εκείνοι αν δεν έπαιρναν πρώτα κάποιο σημάδι και κάποιο ενέχυρο, δεν θα επίστευαν στον Θεό, δεν θα επίστευαν σε πράγματα αόρατα». Και καταλήγει: «Εγώ και χωρίς αυτά παρουσιάζω τέλεια πίστι. Και γι' αυτόν τον λόγο δεν γίνονται σήμερα υπερφυσικά σημεία» (πρβλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Α' ομιλία εις την Πεντηκοστήν).

Υπογραμμίζουμε μία φράσι του αγίου Πατρός, «ουχί ατιμάζοντος ημάς Θεού, αλλά τιμώντος έστι το συστείλαι την των σημείων επίδειξιν». Συνεστάλη η επίδειξις σημείων. Δηλαδή περιωρίσθηκε η πληθώρα των πνευματικών χαρισμάτων, τα οποία υπήρχαν στην αρχέγονο Εκκλησία. Αυτή η ενέργεια του Θεού σημαίνει τιμή προς τους Χριστιανούς. Δεν τους θεωρεί πια ο Θεός τους Χριστιανούς νήπια πού χρειάζονται ένα σωρό δωράκια, παιγνιδάκια και αρκουδάκια πού γεμίζουν ολόκληρο δωμάτιο.

Τότε στην αρχή, τότε παλαιά χρειάζονταν τα πολλά δωράκια. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Παλαιά πολλοί προσεύχονταν σε ξένη γλώσσα... Περσικά ή λατινικά χωρίς ο νους τους να γνωρίζη αυτό πού λεγόταν στην ξένη γλώσσα» (ομιλία 35η στην Α' Κορινθίους). «Το παλαιόν», στα παλαιά χρόνια, στο ξεκίνημα του Χριστιανισμού, όχι τώρα.

Ο Ειρηναίος, ενώ σ' ένα σημείο αναφέρει γλωσσολαλιές, σε άλλο απαριθμώντας τα πνευματικά χαρίσματα, τις παραλείπει. Αυτό σημαίνει ότι στις ημέρες του άρχισε να εκλείπη το χάρισμα της γλωσσολαλιάς. «Άλλοι εκδιώκουν δαίμονες βέβαια και αληθινά, ώστε πολλές φορές αυτοί πού καθαρίσθηκαν από τα πονηρά πνεύματα να πιστέψουν και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Άλλοι έχουν το χάρισμα να προγνωρίζουν τα μέλλοντα, άλλοι να βλέπουν οπτασίες και άλλοι να εκφέρουν προφητικές ρήσεις. Άλλοι θεραπεύουν τους αρρώστους επιθέτοντας σ' αυτούς τα χέρια. Τους καθιστούν υγιείς. Ήδη, όπως το αναφέραμε, και νεκροί αναστήθηκαν και έμειναν κοντά μας αρκετά χρόνια...». (Έλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως, απόσπασμα 11). Εδώ βλέπουμε να αναφέρονται το κατά δαιμόνων χάρισμα, το προορατικό, των οπτασιών, των προφητικών εμπνεύσεων, το ιαματικό και το θαυματουργικό. Το χάρισμα της γλωσσολαλιάς απουσιάζει.

Εάν μελετήσουμε το έργο του Ιουστίνου, συγχρόνου του Ειρηναίου, «Διάλογος προς Τρύφωνα» θα ιδούμε διάφορα χαρίσματα, όχι όμως γλωσσολαλιά. Συγκεκριμένα γίνεται λόγος για το ιαματικό χάρισμα, για το προορατικό, για το διδακτικό (πρβλ. 39, 2), για το χάρισμα της προφητείας. Επειδή ο Τρύφων ήταν Ιουδαίος, ο Ιουστίνος του είπε ότι την πάλαιαν εποχή το φαινόμενο της προφητείας υπήρχε στον Ιουδαϊκό λαό, άλλα στην συνέχεια έφυγε από τους Ιουδαίους και ήλθε στους Χριστιανούς και διατηρείται μέχρι τώρα. Ας ιδούμε το κείμενο: «Παρά γαρ ημίν μέχρι και νυν προφητικά χαρίσματα έστιν, εξ ου και αυτοί συνιέναι οφείλετε, ότι το πάλαι εν τω γένει υμών οντά εις ημάς μετετέθη» (82, 1).

Δηλαδή στα χρόνια του Ιουστίνου δεν υπήρχε χάρισμα γλωσσολαλιάς. Αυτό το χάρισμα, το τόσο εντυπωσιακό, δεν το αναφέρει.

Να σημειώσουμε ότι ο Ιουστίνος γεννήθηκε γύρω στο 110 μ.Χ. Έζησε στην Παλαιστίνη, στην Κόρινθο, στην Αθήνα, ιδιαίτερα στην Ρώμη. Σ' αυτές τις περιοχές δεν συνάντησε χάρισμα γλωσσολαλιάς. Σ' αυτές τις περιοχές ο Χριστιανισμός είχε εδραιωθή και δεν χρειαζόταν γλωσσολαλιές. Εάν ο Ειρηναίος, πού σαν επίσκοπος Λυώνος (Νότιος Γαλλία) διαδίδοντας τον Χριστιανισμό σε βαρβάρους λαούς τής κοιλάδος του Ροδανού, στους Κέλτες και σε πιο μάκρυνες περιοχές, πληροφορήθηκε για ύπαρξι γλωσσολαλιάς και την ανέφερε, αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Οι βάρβαροι εκείνοι λαοί, πού δεν είχαν ούτε γραφή, βρίσκονταν σε νηπιακή ηλικία και χρειάζονταν κάποια εντυπωσιακά δωράκια. Ωστόσο, αργότερα πού εδραιώνεται κι εκεί ο Χριστιανισμός, ο Ειρηναίος, όπως το είπαμε απαριθμεί τα άλλα χαρίσματα, αλλά δεν κάνει λόγο για την γλωσσολαλιά.

Ας έλθουμε στον Ωριγένη (γεννήθηκε το 185 μ.Χ.). Στο σύγγραμμά του «Κατά Κέλσου», παρουσιάζονται οι κατηγορίες του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου εναντίον των χριστιανικών δογμάτων. Ελέγχονται και τα χαρίσματα των χριστιανών και αντιπαρατίθενται «χαρίσματα των εθνικών». Για γλωσσολαλιά δεν γίνεται λόγος. Εάν υπήρχε τότε, θα έδινε μεγάλη τροφή στον Κέλσο για περισσότερη κατηγορία.
Και ο Ωριγένης αναφέρεται σε διάφορα χαρίσματα των Χριστιανών της εποχής του, αλλά για γλωσσολαλιά όχι. Λ.χ. στην εποχή του υπήρχαν Χριστιανοί πού θεράπευαν ανθρώπους πού βασανίζονταν από δαιμονοκαταληψία. «Όχι λίγοι Χριστιανοί απομακρύνουν το γένος των δαιμόνων από τους πάσχοντες, χρησιμοποιώντας όχι κάποιο τρόπο παράδοξο, μαγικό, με φίλτρα φαρμακευτικά, αλλά μόνο με την προσευχή και με πολύ απλό εξορκισμό» (Κατά Κέλσου, ζ' 4). Για χάρισμα όμως γλωσσολαλιάς δεν αναφέρει.

Γνωρίζω ότι Πεντηκοστιανοί ερευνητές έχουν μελετήσει όλα τα έργα του Ωριγένους. Έχουν βρη ένα κατάλογο χαρισμάτων. Τον δημοσιεύουν στα έντυπά τους, αλλά το χάρισμα της γλωσσολαλιάς δεν το συνάντησαν. Στα μέρη όπου έδρασε ο Ωριγένης, Αίγυπτο και Παλαιστίνη, λίγο στην Αραβία και στην Νικομήδεια (επισκέφθηκε και την Ρώμη και την Αθήνα) ο Χριστιανισμός είχε εδραιωθή. Δεν βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία για να χρειάζεται δεκανίκια.

Μάλιστα ο Ωριγένης μας δίδει μία πολύ σημαντική μαρτυρία, την οποία φυσικά παραβλέπουν οι Πεντηκοστιανοί πού μελετούν τα έργα του. Μας λέει ότι στην αρχή πού εμφανίσθηκε σαν διδάσκαλος ο Ιησούς γίνονταν υπερφυσικά σημεία, θαύματα. Μετά την Ανάληψί του αυτά εμφάνισαν μεγάλη έξαρσι. Ύστερα όμως άρχισαν να ελαττώνονται, και στις ημέρες πού ζούσε ο Ωριγένης ήταν ελάχιστα. Τα είχαν λίγοι Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στον λόγο του Χριστού, που τηρούσαν πιστά τις εντολές του και είχαν καθαρισθή από τα πάθη. «Σημεία του Αγίου Πνεύματος, κατ' αρχάς μεν της Ιησού διδασκαλίας, μετά δε την ανάληψιν αυτού πλείονα εδείκνυντο, ύστερον δε ελάττονα- πλην και νυν έτι ίχνη εστίν αυτού παρ' ολίγοις, τας ψυχάς τω λόγω και ταίς κατ' αυτόν πράξεσι κεκαθαρμένοις» (Κατά Κέλσου, ζ' 8).

Ανάμεσα στά χαρίσματα πού μπορούσε κανείς να συνάντηση σε κάποιους αγιασμένους Χριστιανούς, ο Ωριγένης αναφέρει την εκδίωξι δαιμόνων, την θεραπεία ασθενών και την προόρασι -«εξεπάδουσι δαίμονας και πολλάς ιάσεις επιτελούσι και ορώσι τίνα κατά το βούλημα του λόγου περί μελλόντων». (Κατά Κέλσου, α' 46). Για γλωσσολαλιά δεν ομιλεί. Αυτό βέβαια δεν προξενεί χαρά στους Πεντηκοστιανούς, διότι δεν ενισχύει τις απόψεις τους.

Στην εν λόγω περικοπή ο Ωριγένης αναφέρει ότι ο Κύριος και οι Απόστολοι έκαναν πολλά υπερφυσικά. Και χρειαζόταν τότε να γίνη έτσι, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να απαγκιστρωθούν από την πατροπαράδοτη θρησκεία και ν' ακολουθήσουν μία καινούργια πίστι, η οποία μάλιστα τους εξέθετε και σε πολλούς κινδύνους, μέχρι και τον θάνατο.
«Χωρίς δυνάμεων και παραδόξων» δεν θα κατώρθωναν τίποτε. Τώρα όμως σημειώνει ο Αλεξανδρινός διδάσκαλος απουσιάζει η άφθονη υπερφυσική παρουσία. Σώζονται όμως κάποια ίχνη -«και έτι ίχνη του Αγίου εκείνου Πνεύματος, οφθέντος εν είδει περιστεράς, παρά Χριστιανοίς σώζεται».
Τότε όμως στην αρχή του Χριστιανισμού απαιτούντο πολλά. «Ουκ αν γαρ χωρίς δυνάμεων και παραδόξων εκίνουν τους καινών λόγων και καινών μαθημάτων ακούοντας προς το καταλιπείν μεν τα πάτρια, παραδέξασθαι δε μετά κινδύνων των μέχρι θανάτου τα τούτων μαθήματα».
Δηλαδή, ανεξάρτητα από τις γλωσσολαλιές, τα άλλα πνευματικά χαρίσματα πού αφθονούσαν και υπεραφθονούσαν στα πρώτα βήματα τού Χριστιανισμού, στον Β' και στον Γ' μ.Χ. αιώνα λιγόστευσαν τόσο, ώστε ο Ωριγένης να ομιλεί για «ίχνη σημείων τού Αγίου Πνεύματος».

Αυτό, όπως είδαμε, μας το είπε και ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος μάλιστα μας εξήγησε και για ποιόν λόγο έγινε.

Μερικοί Ορθόδοξοι, μόλις πλησιάσουν τους Πεντηκοστιανούς, εντυπωσιάζονται από την ομιλία ξένων γλωσσών. Νομίζουν ότι αυτό συνδέεται με το Άγιο Πνεύμα. Ας μάθουν όμως ότι η ξενογλωσσία μπορεί να είναι νερό πού προέρχεται από ακάθαρτη πηγή.

Ας ξεκινήσουμε με τον Μοντανισμό. Στην καταδικασμένη από την Εκκλησία «αίρεσι των Φρυγών» τού Β' μ.Χ. αιώνος πού ίδρυσε ο πρώην ιερεύς της Κυβέλης Μοντανός, άνθρωπος πολύ αλαφροΐσκιωτος, και την επεξέτεινε με την συνεργασία δύο «προφήτιδων» γυναικών, της Πρίσκιλλας και της Μαξιμίλλας, συνέβαιναν πολλά ενθουσιαστικά, εκστατικά και «προφητικά» φαινόμενα όμοια με των Πεντηκοστιανών. Παρετηρείτο και το «λαλείν εκφρόνως και ακαίρως και αλλοτριοτρόπως», και το «ξενοφωνείν» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία Ε' 7 και 9).
Δηλαδή μιλούσαν σαν τρελλοί, έβγαζαν περίεργες φωνές την ώρα πού δεν περίμενες, φώναζαν με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, και επί πλέον λαλούσαν και ξένες γλώσσες.
Και στον Πνευματισμό παρατηρείται ομιλία ξένων γλωσσών. Αναφέρονται μέντιουμ πού μιλούσαν δεκάδες γλωσσών, ακόμη και νεκρές γλώσσες αρχαίων λαών.
Γλωσσολαλιές συναντούνται και στο Ισλάμ, στους ορχούμενους δερβίσηδες, και σε δαιμονισμένους και σε παραθρησκευτικές ομάδες όπου είναι ανακατεμένη και η ινδουιστική θεολογία.

Αν θέλουμε να πάμε πολύ μακρυά και πολύ πίσω, θα συναντήσουμε ομιλία ξένων γλωσσών και στις Πυθίες της αρχαίας Ελλάδος.
Και αν θέλουμε να έλθουμε στις ημέρες μας και πολύ κοντά μας, θα πρέπει να πούμε ότι και εντός των μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχουν οι λεγόμενες «οραματίστριες» και «φωτισμένες», οι οποίες μέσα στα ενθουσιαστικά τους φαινόμενα έχουν και τις γλωσσολαλιές.

Μου έτυχε μία περίπτωσι, πού δεν πρόκειται να την ξεχάσω. Συνέβη στην Αθήνα. Συγκεκριμένα στο Γαλάτσι. Εκεί κάποτε σ' ένα σπίτι συζητούσαμε συνεχώς δογματικά θέματα με την Αγία Γραφή ανοιγμένη μπροστά μας. Γινόταν αγώνας προκειμένου μία Χριστιανή να αποβάλη από πάνω της ιεχωβιτικές επήρειες. Κάποια ημέρα βρέθηκε στην συνάντησι μία Πεντηκοστιανή και μία «φωτισμένη». Η πρώτη έλεγε ότι «εμείς έχουμε γνήσιες γλωσσολαλιές. Εσείς δέν έχετε διότι είσθε ειδωλολάτρες». Εννοούσε την τιμή προς τις ιερές εικόνες. Και η «φωτισμένη» με έντονο ύφος αντέτεινε, «εσείς δεν μπορεί να έχετε γλωσσολαλιές, διότι είσαστε αιρετικοί».

Στην δεκαετία του 1980 γνώρισα ένα νεαρό πού έμπλεξε με μία παραθρησκευτική ομάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν ένας Έλληνας πού παρίστανε τον μεγάλο διδάσκαλο και παιδαγωγό. Αυτός κατά καιρούς διωργάνωνε διάφορα σεμινάρια, επί πληρωμή, για να ανεβάση το πνευματικό επίπεδο των ακροατών του. Κάθε φορά, και διαφορετικό θέμα. Συχνά, το θέμα, «σεξουαλική αλχημεία», για το οποίο «αισχρόν έστι και λέγειν». Τότε ζούσε ένας μεγάλος Γέροντας και μου είπε, «Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ παλιάνθρωπος»!

Κάποια άλλη φορά διωργάνωνε το Σεμινάριο, «Τα δώρα του Πνεύματος». Στο πρόγραμμα προβλεπόταν μία τελετή, κατά την οποία, ο σοφός διδάσκαλος ακουμπούσε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι των μαθητευομένων και τους χορηγούσε δύναμι πνευματική και γλωσσολαλιά.

Έτυχε να γνωρίσω μία δαιμονισμένη, πού καταγόταν από την Πάτρα, η οποία όταν κατεχόταν από την δαιμονική ενέργεια μιλούσε ξένες γλώσσες. Κάποτε πού την επήγαν στα Ιεροσόλυμα, έλεγε σε διάφορους τουρίστες και προσκυνητές τις αμαρτίες πού έκαναν, στην γλώσσα τους.
Παλαιότερα στις αρχές του εικοστού αιώνος, στον Πειραιά, υπήρχε μία κοπέλλα η Αικατερίνη Κράκαρη πού την ώρα τής κρίσεως μιλούσε πολλές και διάφορες ξένες γλώσσες. Σ' έναν ορθολογιστή Ελληνοαιγύπτιο είπε στην αραβική ό,τι κακό και αμαρτωλό έκανε στην ζωή του. Αυτήν τελικά την εθεράπευσε ο Άγιος Νεκτάριος και έγινε μοναχή στην Μονή του στην Αίγινα με το όνομα Παρθενία. Διετέλεσε Γραμματέας του Μοναστηρίου. Ήξερε κάποια γράμματα. Γνώριζε και λίγα γαλλικά- αλλά όταν υπέφερε από την κατοχή του πονηρού πνεύματος μιλούσε όλες τις γλώσσες.

Τα πονηρά πνεύματα γνωρίζουν όλες τις ανθρώπινες γλώσσες. Σε κάθε άνθρωπο κάθε εθνότητος, μόλις του βάζουν μία κακή σκέψι στον νου, την λένε στην δική του γλώσσα.
Εκστατικές καταστάσεις και γλωσσολαλιές εμφανίσθηκαν παλαιότερα και στους Ουγενότους τον ΙΖ' αιώνα (πρόκειται για Προτεστάντες της Γαλλίας πού συγκρούονταν συνεχώς με τους Ρωμαιοκαθολικούς).
Ίδιες καταστάσεις παρατηρήθηκαν τον ΙΗ' αιώνα στους Ιανσενίτες (πρόκειται για κίνησι μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού με πολλούς οπαδούς από την γαλλική διανόησι. Ο Πάπας τους αποκήρυξε).

Οι γλωσσολαλιές είναι γνωστές και στους Κουάκερους και στους Μορμόνους. Όλοι τους βέβαια τις δέχονται ως προερχόμενες από το Άγιο Πνεύμα.

Οι Πεντηκοστιανοί βέβαια έχουν κι αυτοί την εντύπωσι ότι η γλωσσολαλιά τους οφείλεται στο Άγιο Πνεύμα. Αφού πάρουν πρώτα το βάπτισμα του ύδατος, λαμβάνουν κατόπιν το βάπτισμα του Πνεύματος. Τότε εμφανίζεται η γλωσσολαλιά.
Εμείς δεν δεχόμαστε ότι σε μία αίρεση δρα το Άγιο Πνεύμα και χαρίζει γλωσσολαλιές. Οι ίδιοι λένε ότι αυτά πού γίνονται στις συνάξεις τους, γίνονται στο όνομα του Κυρίου. Εφ' όσον πιστεύουν στον Κύριο και τον επικαλούνται, δεν μπορεί να προέρχωνται τα χαρίσματα τους από άλλη πηγή.
Κατ' αρχήν δεν πιστεύουν ορθά στον Κύριο. Έτυχε να συζητήσω με Πεντηκοστιανούς και η Χριστολογία τους έμοιαζε με των Νεστοριανών. Δεν πιστεύουν σωστά για τα Μυστήρια του Κυρίου, για την Μητέρα του, για τους Αγίους του, για τον ερχομό του στις έσχατες ήμερες. Δεν ερμηνεύουν σωστά τα λόγια του Κυρίου, λ.χ. ο Κύριος είπε ότι θα στείλω το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία και θα παραμένη πάντοτε, αιωνίως, σ' αυτήν. Έπ' αυτού οι Πεντηκοστιανοί λένε τα εντελώς αντίθετα.
Έπειτα, οι αιρετικοί αυτοί διακατέχονται από πρωτοφανή υπερηφάνεια. Κάποιος ποιμένας τους εδώ στην Ελλάδα έχει τέτοια ιδέα για το άτομο του, πού ούτε Πάπας της Ρώμης να ήταν... Περί της υπερηφάνειας τους όμως θα ομιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Όπου υπάρχει υπερηφάνεια, απουσιάζει η χάρις του Παρακλήτου. Τότε εμφανίζεται κάποιο άλλο πνεύμα πού παριστάνει το Άγιο Πνεύμα.

Ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία του είπε: «Ο καθένας πού λέγει «Κύριε, Κύριε» δεν θα εισέλθη στην βασιλεία των ουρανών, αλλά θα εισέλθη εκείνος πού εφαρμόζει το θέλημα του ουρανίου Πατρός μου. Πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα (της Κρίσεως), «Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν προφητέψαμε, και στο όνομά σου δεν βγάλαμε δαιμόνια και στο όνομά σου δεν επιτελέσαμε μεγάλα θαύματα»; Και τότε θα ομολογήσω σ' αυτούς, «ποτέ δεν σας εγνώρισα. Φύγετε μακρυά μου, οι εργάτες της ανομίας» (Ματθ. ζ' 21-23).

Οι Πεντηκοστιανοί πού καυχώνται ότι μελετούν την Αγία Γραφή, ας προσέξουν και κάτι πού αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, τον καιρό που δρούσε ο Απόστολος Παύλος στην Έφεσο. Κάποιοι περιοδεύοντες εξορκιστές χρησιμοποιούσαν το όνομα του Ιησού να θεραπεύσουν δαιμονισμένους. Όχι μόνο δεν τα κατάφεραν, αλλά όπως λέμε «έφαγαν το ξύλο της χρονιάς τους» (Πρβλ. Πράξ. ιθ' 13-17).

Επειδή έκαναν εξορκισμούς στο όνομα του Κυρίου, δεν εσήμαινε ότι συνεργάζονταν με το Άγιο Πνεύμα.
Πολλά αναφέρονται στην Αγία Γραφή γι' αυτό το θέμα. Στα βιβλία Γ' Βασιλειών και Β' Παραλειπομένων αναγράφεται μία πολεμική επιχείρησις του Βασιλέως Αχαάβ (9ος π.Χ. αι.) εναντίον των Σύρων. Τετρακόσιοι προφήτες, αναγνωρισμένοι από τον βασιλέα και ευνοούμενοι από αυτόν, συνιστούσαν να την κάνη την επιχείρησι. «Ο Κύριος το είπε. Να πολεμήσης στην Ραμώθ Γαλαάδ. Ο Κύριος θα σου την παραδώση». Τους άκουσε και καταστράφηκε. Παρόλο πού προφήτευαν στο όνομα του Κυρίου ήταν ψεύτικοι προφήτες κι έλεγαν ψευδοπροφητείες. (Για περισσότερα βλέπε Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη, Περίπατοι στην Αγία Γραφή, κεφ. «Ανάβαινε εις Ραμώθ Γαλαάδ»).

Όποιοι έτυχε να βρεθούν σε συνάξεις Πεντηκοστιανών και άκουσαν γλωσσολαλιές, κατάλαβαν ότι αυτές, μόνο με το Άγιο Πνεύμα δεν είχαν σχέσι. Κάτι αντίστοιχο με τον βασιλέα Ιωσαφάτ, σύμμαχο του Αχαάβ, ο οποίος βλέποντας τον τρόπο και το ύφος και τις φωνές και τις κινήσεις των τετρακοσίων προφητών του Αχαάβ, κατάλαβε ότι αυτοί δεν ήταν γνήσιοι προφήτες, έστω κι αν επεκαλούντο το όνομα του Κυρίου. Τους ωσφραινόταν ως ψευδοπροφήτες.
Όποιος έχει υγιή αισθητήρια, καταλαβαίνει. «Και γαρ η όψις δήλον ποιεί» το ποιόν ενός προσώπου ή ενός πράγματος.

Συνέβη, πολλοί ορθόδοξοι πού έμπλεξαν με την Πεντηκοστιανή αίρεση και πού έφθασαν στο σημείο να γλωσσολαλούν, να επιστρέψουν στην Εκκλησία.
Τους ερωτήσαμε τι ένοιωθαν την ώρα πού γλωσσολαλούσαν. Τους ερωτήσαμε για το ξεκίνημά τους στην γλωσσολαλιά. Μάθαμε ενδιαφέροντα πράγματα.

Προσέξετε.

Τον Μάρτιο του 2002 είχα καλέσει ένα πρώην Πεντηκοστιανό να κάνη ομιλία στα Νέα Παλάτια Ωρωπού, γιατί άρχισε να δημιουργήται εκεί μία εστία αυτών των αιρετικών. Ο ομιλητής είχε κάνει δώδεκα χρόνια κοντά τους και είχε αναπτύξει σπουδαία δράσι. Το μικρό του όνομα, Αναστάσιος.

Σε κάποιο σημείο της ομιλίας του, αναφέρθηκε στην πρώτη προσπάθεια πού κατέβαλε, σε μία πεντηκοστιανή σύναξι στην Καλαμάτα, για να γλωσσολαλήση. Ας τον ακούσουμε.
«Άφησε τον εαυτό σου», μου έλεγαν εκείνο το βράδυ. «Μη σκέπτεσαι τίποτα λογικά. Θα δοξάζης τον Θεό και θα λες συνέχεια, «δόξα, δόξα, δόξα», «αλληλούια, αλληλούια...». Εγώ επί μία ώρα φώναζα, φώναζα συνεχώς «δόξα» και «αλληλούια». Είχα ιδρώσει. Ήταν τότε και καλοκαίρι. Και κάποια στιγμή άρχισα να χάνωμαι. Εν τω μεταξύ δίπλα μου ήταν ένα ανδρόγυνο, ο άνδρας από το ένα μέρος και η γυναίκα από το άλλο. Και οι δυο τους λαλούσαν σε μία γλώσσα εντελώς ακαταλαβίστικη. Ούτε εκείνοι καταλάβαιναν τι έλεγαν ούτε εγώ. Σε μένα άρχισε να συμβαίνη κάτι σαν αυθυποβολή. Από αριστερά μου και δεξιά μου ακούονταν συνεχώς αυτά τα ακαταλαβίστικα λόγια. Ένοιωθα ότι με επηρέαζαν. Ήταν, για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα, σαν να είχαν τον ιό της γρίπης πού εύκολα μεταδίδεται στον διπλανό τους. Έτσι καθώς είχα αφήσει τον εαυτό μου ελεύθερο, άρχιζα να φωνάζω κι εγώ. Έλεγα, ό,τι μου κατέβαινε.
»Μάλιστα, έλεγα ό,τι μου κατέβαινε! Άλλωστε δεν μου είπαν να λέω κάτι συγκεκριμένο. «Ο,τι σου έρθη θα λες». Έτσι με συμβούλευαν. Μου έφεραν κι ένα λογικό επιχείρημα.
«Εμείς μοιάζουμε με τα νήπια. Είμαστε σαν τα μωρά. Είμαστε νήπιοι εν Χριστώ. Τα νήπια δεν καταλαβαίνουν τι λένε. Λοιπόν θα λες λογάκια, κι όσο αυξάνεις στην πνευματική ηλικία, θα αρχίζης να το καλλιεργής αυτό. Έτσι θα έρθη μία πιο ξεκάθαρη γλώσσα. Και στην συνέχεια ακόμη πιο ξεκάθαρη. Και θα αρχίσης να λαλής τα μεγαλεία του Θεού».
»Μου έβαλαν στο μυαλό την ιδέα πώς, ό,τι θ' αρχίσω να λέω, μου το βάζει στο στόμα ο Θεός, οπότε δεν έχει σημασία αν εγώ δεν το καταλαβαίνω. Εκείνο πού είναι το σπουδαίο είναι ότι ο Θεός μου τα δίνει αυτά τα λόγια».
Λοιπόν, ο ένας γλωσσολαλούσε αριστερά του, ο άλλος δεξιά του. Αυτός έφθασε στο σημείο να χάνη τον εαυτό του. Θα άφηνε ελεύθερο το στόμα του να βγάλη οποιοδήποτε φθόγγο. Όλα αυτά Δαν αποτελούν μία καλά μεθοδευμένη τεχνική; Έχουν την εντύπωσι οι Πεντηκοστιανοί ότι έτσι γλωσσολαλούσαν στην αρχαία Εκκλησία; Κάνουν μεγάλο λάθος.

Ας ακούσουμε και μία άλλη εμπειρία. Ομιλεί μία κυρία πού κατάγεται από την Κρήτη - το μικρό της όνομα Δέσποινα.
«Κάποια στιγμή άνοιξα, άφησα ελεύθερο το στόμα μου και άρχισα να λέω πράγματα ακαταλαβίστικα... Στις συνάξεις εγώ έλεγα αυτά τα ακαταλαβίστικα. Και οι άλλοι πάλι έλεγαν γλώσσες ακαταλαβίστικες. Και κανένας δεν καταλάβαινε κανένα. Εγώ όταν έλαβα αυτό πού έλαβα, ένοιωσα μέσα μου ένα βάρος ασήκωτο. Αμφέβαλλα ότι ήταν Πνεύμα Άγιο».

Αυτά μας είπε η Δέσποινα.
Συνέβη, πολλές φορές ν' ακούσω κασσέτες με ηχογραφημένες γλωσσολαλιές από Πεντηκοστιανές συνάξεις. Θεέ μου! Τι άκουσμα ήταν αυτό; Υστερικές κραυγές, ασυγκράτητο παραλήρημα, νευρικό ξέσπασμα, ξέφρενος ενθουσιασμός, ένα ξενόγλωσσο αλαλούμ ανακατεμένο και με λίγα ελληνικά, αγριεμένο ύφος, θρησκευτικές αναφωνήσεις με τεντωμένο λαρύγγι... Αν ήταν δυνατό να προέρχωνται όλα αυτά από το Άγιο Πνεύμα! Έτσι γλωσσολαλούσαν στην πρώτη Εκκλησία; Θεός φυλάξοι!

Έχω ένα φίλο γιατρό. Το μικρό του όνομα, Παναγιώτης. Και η γυναίκα του γιατρός. Αυτός για ένα διάστημα είχε επηρεασθή πολύ από τους Πεντηκοστιανούς. Έτυχε κάποιοι γιατροί να ανήκουν σ' αυτόν τον χώρο, και σαν συνάδελφο τον παρέσυραν. Αυτός προσπάθησε να οδηγήση εκεί και την γυναίκα του. Εκείνη πήγε μία φορά. Όταν άρχισαν οι ομαδικές προφητείες και γλωσσολαλιές με όλο τους το νευρωτικό και παραληρηματικό μεγαλείο, έφριξε. Αργότερα που κουβεντιάσαμε, μου είπε: «Μα πώς να με παρασύρουν; Τους γνώρισα από κοντά. Πρόκειται για παλαβούς»!

Ένας φίλος μου ερωτοτροπούσε με τους Πεντηκοστιανούς, παρακολουθούσε τις συνάξεις τους, τραγουδούσε τους ύμνους των, συμμετείχε στις προσευχές τους. Αυτό, στην δεκαετία του 1990. Ωρισμένες φορές έπειθε μερικούς φίλους του να τον συνοδεύουν στις Πεντηκοστιανές συνάξεις. Είχε καλή κοινωνική θέσι, και οι φίλοι του ήταν κι αυτοί επίσημοι.

Ακούστε τι συνέβη. Πήγε στην σύναξι παίρνοντας μαζί ένα φίλο του πού εργαζόταν στην κορεατική πρεσβεία των Αθηνών. Όταν ήλθε η ώρα των προφητειών και των γλωσσολαλιών, άκουε κάτι και έφριττε. Σκούντησε τον φίλο του. «Αυτός εκεί», λέει, «ομιλεί στην κορεατική. Και ξέρεις τι λέει; Βρίζει τον Χριστό στα κορεατικά»!
Ποιος μπορεί να ξέρη, τι λένε οι γλωσσολαλούντες Πεντηκοστιανοί, όταν χρησιμοποιούν τις διάφορες γλώσσες, γνωστές και άγνωστες!

Κάτι σαν προσωπική εξομολόγησι. Έτυχε να μου φέρουν ηχογραφημένες γλωσσολαλιές Πεντηκοστιανών καθώς και δικών μας φωτισμένων. Κατώρθωσα να ξεχωρίσω μερικές φράσεις. Τις κατέγραψα, όπως λ.χ. «Ραχάμπι οντού γιαχά αχάν χούμπζε γιαμπά αναχά κούμπα». Κατόπιν σκέφθηκα, «μήπως εδώ λέει κάτι άσχημο, κάτι βλάσφημο». Σ' αυτό επηρεάσθηκα από εκείνο πού αποκάλυψε ο υπάλληλος της κορεατικής πρεσβείας. Πάντως ο Θεός αυτόν τον άνθρωπο ήθελε να τον σώση, καθώς και τον φίλο του, ο όποιος δεν άργησε να απομακρυνθή από τους Πεντηκοστιανούς.

Με όσα είπαμε, κατατοπίσαμε τους αναγνώστες στο θέμα της γλωσσολαλιάς.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, θα επαναλάβουμε ότι τα έντονα και πλούσια πνευματικά χαρίσματα στις πρώτες ημέρες του Χριστιανισμού είχαν καιρικό χαρακτήρα. Ήταν μόνο για τότε. Τότε συνέβαιναν πράγματα πού ήταν μόνο για τότε.

Εκείνες τις ημέρες υπήρχε το Αποστολικό χάρισμα. Οι Απόστολοι, πού είχαν όλες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος πού είχαν συναναστραφή τον Χριστό, πού γέμισαν την ημέρα της Πεντηκοστής με Άγιο Πνεύμα και έγιναν πάνσοφοι, οι Απόστολοι ήταν μόνο για τότε. Δεν ξαναπαρουσιάσθηκαν. Στο όραμα της Άνω Ιερουσαλήμ αποτελούν τους δώδεκα θεμέλιους λίθους, τα δώδεκα πολύτιμα πετράδια του τείχους της θεοκατασκεύαστης πόλεως. Έχουν μοναδική θέσι. Είναι μοναδικοί και ανεπανάληπτοι.

Για τότε ήταν οι Απόστολοι. Για τότε ήταν και τα άφθονα και υπεράφθονα πνευματικά χαρίσματα.

Σ' ένα αντιαιρετικό βιβλίο του Δημ. Κόκκορη διαβάζουμε τα εξής:

«Κατά τα πρώτα βήματα του Χριστιανισμού έκτακτα, έντονα, ποικίλα και πληθωρικά τέρατα, σημεία και θαύματα επιτελούμενα υπό χαρισματικών συνόδευαν το κήρυγμα. Όταν εμπεδώθηκε και εξαπλώθηκε η πίστις και στερεώθηκε η Εκκλησία, και οι Χριστιανοί είχαν αγκαλιάσει και εβίωναν πλέον ως τρόπον ζωής την διδασκαλία του Ευαγγελίου, και μετά ζήλου ειργάζοντο για την διάδοσί της, και έως θανάτου έφθαναν υπέρ της πίστεως, τα χαρίσματα άρχισαν να ελαττώνονται βαθμιαία και σταδιακά -δεν είχαν ανάγκη πλέον από δεκανίκια θαυμάτων- μέχρις ενός σημείου πού το Άγιο Πνεύμα έκρινε σκόπιμο και αναγκαίο. Έτσι οι νεκραναστάσεις έπαυσαν, οι προφητείες περιωρίσθηκαν, η γλωσσολαλιά εξέλιπε».

Το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος


counter


ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Το γεγονός της Πεντηκοστής -Η γλωσσολαλία- Ιδιαίτερο πρόσωπο- Ομοούσιο και Ομόθρονο- Κύριος και Θεός- Οι μειωτικές εκφράσεις- Το έργο του Αγίου Πνεύματος- Πνεύμα υιοθεσίας- Πνευματική αναγέννηση- Άκτιστη χάρη- Οι αρνητές του Αγίου Πνεύματος
π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Με την ανάληψή Του ο Χριστός ανέβασε την ανθρώ­πινη φύση μέχρι το θρόνο της δόξης του Θεού και την πρόσφερε ως εκλεκτό δώρο για λογαριασμό μας. Έτσι η συμφιλίωση που πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του Χρι­στού ολοκληρώθηκε και ο Θεός, σαν επισφράγιση αυτής της συμφιλίωσης, αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα, πολύτι­μο δώρο στους ανθρώπους (πρθλ. Ιω. ζ' 37-39, ιστ' 7).

α) Το γεγονός της Πεντηκοστής

Ο Χριστός υποσχέθηκε στους μαθητές Του άλλον Παράκλητον (Ιω. ιδ' 16), ο οποίος θα απεκάλυπτε σ' αυτούς ολόκληρη την αλήθεια για το πρόσωπό Του (Ιω. ιδ' 26, ιε' 26, ιστ' 7-14), την οποία εκείνοι δεν μπορούσαν ακόμη να βαστάσουν (Ιω. ιστ' 12).

Βέβαια και πριν από τον Χριστό υπήρχε το Άγιο Πνεύμα, αλλά οι προφήτες και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορούσαν να μεταδώσουν σε άλλους αυτή τη χάρη· τούτο όμως έγινε μετά την πεντηκοστή (πρθλ. π.χ. Πράξ. ιθ' 1-6. Ιω. ζ' 37-39).

Τι ακριβώς συνέβη την ημέρα της πεντηκοστής;

Το σπίτι που ήσαν συναθροισμένοι οι μαθητές εγέμισε με βίαιη πνοή και πάνω στους μαθητές διαμοιράσθηκαν πύρινες γλώσσες, γλώσσες που έμοιαζαν με φωτιά (Πράξ. θ' 2-3). Τότε επλήσθησαν άπαντες Πνεύ­ματος Αγίου και άρχισαν το κήρυγμα της σωτηρίας (Πράξ. 6' 3-4).

ΟΙ γλώσσες αποτελούν συμβολικό σημείο του ότι οι μαθητές έπρεπε να πορευθούν σ' όλο τον κόσμο και να κηρύξουν σ' όλες τις γλώσσες το ευαγγέλιο. Το μήνυμα της σωτηρίας δεν απευθύνετο πλέον σε ένα λαό, αλλά στην ανθρωπότητα (Ματθ. κη' 18-19. Λουκ. κδ' 45-48. Πράξ. α' 8).

Αλλά το γεγονός αυτό αποτελεί και σημείο άλλης, νέας πραγματικότητας: της επιστροφής στην ενότητα της ανθρωπότητας, που είχε ολοκληρωτικά διασπασθεί με τη σύγχυση των γλωσσών (Γέν. ια' 1 -9).

β) Η γλωσσολαλία

Οι απόστολοι μιλούσαν την ημέρα της Πεντηκοστής σε ξένες γλώσσες. Πρόκειται πράγματι για μεγάλο θαύμα. Ποια ήταν ακριβώς η έννοια του; Η γλωσσολαλία των πρώτων χριστιανικών χρόνων αποτελούσε χωρίς αμφιβολία σημείον, αλλά σημείον για τους απίστους και όχι δια τους πιστούς, για να αποτε­λέσει κατήγορο των απίστων (Γρηγ. Θεολ.)· με ανθρώ­πους ετερογλώσσους και με χείλη ξένα θα μιλήσω εις τον λαόν τούτον, άλλ' ούτε κατ' αυτόν τον τρόπον θα με α­κούσουν, λέγει Κύριος (Α' Κορ. ιδ' 21. Ησ. κη' 11).

Πράγματι η αγία Γραφή υπογραμμίζει: Ώστε αι γλωσσολαλιαί είναι σημείον όχι δι' εκείνους που πι­στεύουν, αλλά για τους απίστους. Η προφητεία όμως εί­ναι όχι δια τους απίστους, αλλά δι' εκείνους που πιστεύ­ουν (Α' Κορ. ιδ' 22). Το να διερμηνεύει κανείς το θέλη­μα του Θεού, αυτό είναι για τους πιστούς, όχι η γλωσσο­λαλία!

Στην πρώτη Εκκλησία υπήρχε αυτό το φαινόμενο. Γιατί το ίδιο φαινόμενο δεν υπάρχει και σήμερα; Την ε­ρώτηση αυτή την έκανε και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος για την Εκκλησία της εποχής του. Μήπως ο Θεός δεν μας τιμά στον ίδιο βαθμό, όπως τους χριστια­νούς των αποστολικών χρόνων;

Αντίθετα, απαντά ο Χρυσόστομος, όχι επειδή δεν μας τιμά ο Θεός, άλλ' επειδή ακριβώς μας τιμά πάρα πο­λύ. Πως; Εγώ θα σάς το πω. Οι άνθρωποι τότε συμπεριφέρονταν πιο ανόητα, επειδή λίγο πιο πριν είχαν εγκατα­λείψει τα είδωλα, και το μυαλό τους ήταν ακόμη κατώτε­ρο πνευματικά, και πιο αναίσθητο και τρόμαζαν και έμε­ναν μ' ανοιχτό το στόμα μπροστά σ' όλα τα υλικά πράγ­ματα· δεν είχαν ακόμη καμιά γνώση για τα πνευματικά χαρίσματα, ούτε γνώριζαν τι ακριβώς είναι η πνευματική χάρη, που μόνο με την πίστη μπορούσε να την κατανοή­σει κανείς.

Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που τότε υπήρχε απόλυτη ανάγκη για θαύματα και εντυπωσιακά γεγονότα. Βέβαια τα πνευματικά χαρίσματα διακρίνονται σε δύο είδη. Άλ­λα παρουσιάζουν κάποιο αισθητό σημάδι, για να τα δουν οι άπιστοι, όπως τότε η γλωσσολαλία. Αλλά όμως είναι αόρατα και κατανοούνται μόνο με την πίστη. Ένα τέτοιο αόρατο χάρισμα είναι η συγχώρηση των αμαρτιών.

Κανείς δεν βλέπει με τα μάτια του σώματος, πως καθα­ρίζεται η ψυχή από τις αμαρτίες· όμως αυτό το γεγονός είναι πολύ μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο που γίνε­ται αντιληπτό σαν θαύμα με τα υλικά μας μάτια. Γι' αυτό και ο Χριστός είπε στους πονηρούς γραμματείς πως η θε­ραπεία του παραλυτικού ήταν πολύ ασήμαντο γεγονός μπροστά στη συγχώρηση των αμαρτιών (Ματθ. θ' 4-6) και σε άλλη περίπτωση τόνισε: μη χαιρόσαστε γι' αυτό, για το ότι δηλαδή τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται σε σάς, αλλά να χαιρόσαστε, γιατί τα ονόματα σας έχουν γραφεί στους ουρανούς (Λουκ. Γ 20).

Είναι δυνατόν ακόμη και ένας που έκανε θαύματα να έχει σαρκικό φρόνημα και όχι πνευματικό επειδή πολ­λές φορές τα θαύματα δεν γίνονται για όσους ενεργούν, αλλά χάριν άλλων, μπορεί ο Θεός να ενεργήσει ακόμη και δι' αναξίων. Γι' αυτό ο Κύριος θα πει σε μερικούς που θά ισχυρισθούν πως στο όνομα Του εξέβαλαν δαίμονες κι ανέστησαν και νεκρούς: φύγετε μακριά από εμέ, σεις που πράττετε την ανομία· δεν σάς γνωρίζω (Ματθ. ζ' 23).

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από την αποβολή της αμαρτίας, γιατί έτσι απέκοψες τα νεύρα του διαβόλου, του έσπασες την κεφαλήν του, συνέτριψες εξ ολοκλήρου όλην την δύναμίν του, διέσπασες το στρατόπεδόν του και επέδειξες θαύμα μεγαλύτερον από όλα τα θαύματα (Χρυσόστ.).

Διότι, είπε μου, τι θα επροτιμούσες, αν κάποιος σου επρότεινε να κάνεις τον χόρτον χρυσάφι ή να κατορθώ­σεις και να περιφρονήσεις όλα τα χρήματα ωσάν να ήσαν χόρτο; Δεν θα επροτιμούσες πολύ περισσότερο το δεύτε­ρο; Και βέβαια κατά πολύ φυσικόν λόγον, καθόσον αυτό 0ά προσέλκυε περισσότερον την προσοχήν. Διότι εάν έ­βλεπαν το χόρτον να μεταβάλλεται εις χρυσόν, θα επιθυ­μούσαν και αυτοί να αποκτήσουν αυτή την δύναμιν, όπως ακριβώς ο Σίμων (Πράξ. η' 9-24) και θα ηύξανε ο πόθος των δια τα χρήματα· εάν όμως έβλεπαν όλους να περιφρο­νούν τον χρυσόν ωσάν χόρτον και να μην τον προσέχουν, θα είχαν απαλλαγεί προ πολλού από αυτήν την ασθέ­νεια, δηλαδή από την φιλοχρηματία.

Τέτοια θαύματα υπογραμμίζονται ιδιαίτερα στην αγία Γραφή: είναι ο Τελώνης που έγινε απόστολος, ο διώκτης Παύλος που έγινε κήρυκας της οικουμένης, οι μάγοι που έγιναν διδάσκαλοι των Ιουδαίων, ο ληστής που έγινε πο­λίτης του παραδείσου, η πόρνη που επαινέθηκε για τη με­γάλη της πίστη, η Χαναναία, η Σαμαρείτις...

Το να λαλεί βέβαια κανείς διάφορες γλώσσες, αυτό είναι ένα πνευματικό χάρισμα, που συνοδεύεται με αισθητό σημάδι, που μπορούν εύκολα να το δουν οι άπιστοι και να το κατανοήσουν τους πείθει το θαύμα˙ γι' αυτό και θεωρείται κάτι πολύ σπουδαίο. Και φαίνεται πως στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από τέτοια σημεία.

Το ότι λοιπόν σήμερα δεν επαναλαμβάνονται μερικά θαυμαστά γεγονότα της τότε εποχής, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως και τότε δεν συνέβαιναν. Ούτε πάλι, επειδή τότε είχαμε τέτοιου είδους ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, συνοδευόμενες δηλαδή με εξωτε­ρικά σημεία (γλωσσολαλία κ.ο.κ.), πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε και σήμερα. Διότι και τότε δια ωφέλειαν έγι­ναν και τώρα δια ωφέλειαν δεν γίνονται. Επειδή πείθεται κανείς μόνον με τον λόγον, αυτό δεν αναγκάζει τώρα το κήρυγμα να γίνεται με κοσμικήν σοφίαν (Χρυσόστ.). /   

Εγώ λοιπόν δεν έχω ανάγκη από θαύματα. Για ποιο λόγο; γιατί έχω μάθει να πιστεύω στον Κύριο και χωρίς να μού δώσει κάποιος αποδείξεις. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει, χρειάζεται εγγύηση, εγώ όμως που πιστεύω δεν χρειάζομαι εγγύηση, ούτε θαύματα, αλλά και αν δεν μι­λήσω ξένη γλώσσα, γνωρίζω ότι καθαρίστηκα από τις α­μαρτίες. Εκείνοι όμως τότε, δηλαδή στην εποχή των α­ποστόλων, δεν πίστευαν, αν δεν είχαν κάποια απόδειξη... Συνεπώς τους έδινε τις αποδείξεις όχι γιατί ήταν πιστοί, αλλά γιατί ήταν άπιστοι, ώστε να γίνουν πιστοί (Χρυσόστ.).

Για την Εκκλησία στην εποχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου η μεγάλη απόδειξη για την παρουσία και τη δράση του Αγ. Πνεύματος δεν είναι η γλωσσολα­λία ή τα υλικά θαύματα, αλλά η ελευθερία από τα πάθη και από την αμαρτία. Αυτός είναι ο Λόγος για τον όποιο σήμερα δεν χρειάζεται το χάρισμα της γλωσσολαλίας.

γ) Ιδιαίτερο πρόσωπο

Το Άγιο Πνεύμα είναι ιδιαίτερο πρόσωπο˙ Το τρίτο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού.

Είναι όμως αύτη η διδασκαλία της αγίας Γραφής και της Εκκλησίας του Χριστού; Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί με προσοχή, γιατί πολλές ομάδες χρησιμοποι­ούν τον όρο Άγιο Πνεύμα, για να δηλώσουν μια απρόσω­πη δύναμη η ενέργεια ή και τυφλή δύναμη ή συνειδητότητα, υποστηρίζοντας πως αυτή είναι η διδαχή της α­γίας Γραφής και της πρώτης Εκκλησίας!

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που συνοψίζει τη διδασκαλία των πριν από αυτόν πατέρων της Εκκλησίας δίνει σ' αυτό το θέμα την ακόλουθη απάντηση:

Όπως ακριβώς όταν ηκούσαμεν δια τον Λόγο του Θεού, δεν τον εθεωρήσαμε ότι είναι χωρίς προσωπική ύ­παρξη, ούτε αποκτάται με την εκμάθηση, ούτε ότι προσ­φέρεται με τη φωνή, ούτε ότι διασκορπίζεται, άλλ' ότι υ­πάρχει κατ' ουσίαν και ότι έχει ελευθέρα βούληση και ε­νέργεια και παντοδυναμία, έτσι και όταν εδιδάχθημεν δια το Πνεύμα του θεού, το οποίον συνοδεύει το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά Του, δεν θεωρούμε ότι είναι κά­ποια πνοή χωρίς προσωπική ύπαρξη, διότι η μεγαλοπρέ­πεια της θείας φύσεως θα εξευτελίζετο, αν θεωρείτο ότι το Πνεύμα που έχει, είναι όμοιο με το ιδικό μας πνεύμα.

Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν έχει προσωπική ύπαρξη, εί­ναι ο άλλος Παράκλητος (Ιω. ιδ' 16) σε σχέση με τον Λόγο του Θεού (Α' Ιω. β 1), που έχει επίσης προσωπική ύπαρξη και δεν είναι απρόσωπη δύναμη η σοφία (πρβλ. Α' Κορ. α' 24). Με το να πει άλλον, δείχνει τη διαφορά του προσώπου, ενώ με το να πει Παράκλητον δείχνει την συγγένεια της ουσίας (Χρυσόστ.). Δεν είναι δυνα­τόν να είναι η απρόσωπη δύναμη του Πατρός, γιατί πέμ­πεται στο όνομα του Υιού (Ιω. ιδ' 26) και ονομάζεται και Πνεύμα Χριστού (Ρωμ. η' 9. Α' Πέτρ. α' 11).

Στην Αγία Γραφή διακρίνεται κατηγορηματικά το Άγιο Πνεύμα από τη δύναμη του Θεού. Ας αναφέρουμε ένα από τα πολλά εδάφια: Σαν υπηρέται του Θεού συσταίνουμε τους εαυτούς μας σε όλα... με αγνότητα, σύνεσιν, μακροθυμίαν και καλωσύνην, με Πνεύμα Άγιον, με αγάπην ανυπόκριτον, με το κήρυγμα της αληθείας και με δύναμιν Θεού (Β' Κορ. στ' 4-7). Άλλο λοιπόν Πνεύμα Άγιον και άλλο δύναμις Θεού (πρβλ. και Μιχ. γ' 8. Πράξ. ι'38.Α'Κορ. β'4. Ρωμ ιε' 13. Α'Θεσ. α'5). Αλλά και αν ακόμη χαρακτηρίσουμε το Άγιο Πνεύμα δύνα­μη του Θεού (πρθλ. Κριταί ια' 29, ιδ' 6. Ης. ια' 2), τότε, εάν πράγματι δεν πρόκειται για τη θεία ενέργεια, πρέπει να το εκλάβουμε ως δύναμη ενυπόστατη, όπως ακριβώς και τον Υιό, ο οποίος χαρακτηρίζεται δύναμις του Θεού (Α' Κορ. α' 12).

Εάν το Πνεύμα το Άγιο ήταν μόνο ενέργεια, όχι και πρόσωπο, τότε πρέπει να συμπεράνουμε πως τίθεται σε ε­νέργεια, δεν θέτει κάτι άλλο σε ενέργεια. Και φυσικά θα παύσει να υπάρχει μόλις τελειώσει την αποστολή του.

Όμως το Πνεύμα το Άγιο ακούει (Ιω. ιστ' 13), λαλεί (Ιεζ. ια' 5. Ματθ. ι' 20. Ιω. ιστ' 13. Πράξ. α'16,η' 29, κα' 11, κη'25), μαρτυρεί (Ιω. ιε'26. Πράξ. ε' 32 η'23. Ρωμ. η ' 16. Έβρ. θ'8,ι' 15), αναγγέλλει (Ιω. ιστ' 13-15), διδάσκει (Ίεζ. ια'5. Ιω. ιδ'26. Αουκ. ιβ' 12), έρευνα (Α ' Κορ. β' 10-11), αποκαλύπτει (Αουκ. β' 26. Α' Πέτρ. α' 11), προφητεύει (Πράξ. α' 16 κα' 11), οδηγεί στην αλή­θεια (Ιω. ιστ' 13). προτρέπει (Πράξ. Γ 19-20, ια' 12), βοηθεί (Ρωμ. η ' 14. Γαλ. ε' 18), ελέγχει (Ιω. ιστ' 8), εμ­ποδίζει (Πράξ. ιστ' 6), κρίνει (Πράξ. ιε' 28), διατάσσει (Πράξ. η 29, ιγ'2), συνετίζει (Νεεμ. θ'20).

Το άγιο Πνεύμα έχει ακόμη προσωπική βούληση (Ης. ια' 2. Α' Κορ. ιβ' 11) και προσωπικό συναίσθημα. Μια απρόσωπη δύναμη δε μπορεί ποτέ να συνοδεύεται από προσωπική θέληση, δεν αγαπά ποτέ, ούτε λυπείται, δεν έχει συναίσθημα. Όμως το Άγιο Πνεύμα αγαπά (Ρωμ. ιε' 30), λυπείται (Εφεσ. δ' 30. Ρωμ. η '26), επιποθεί (Ιάκ. δ' 5), παρηγορεί (Πράξ. θ' 31), παροργίζεται (Ης.ξγ' 10, Μιχ.β'7).

Το Άγιο Πνεύμα έχει αυτοσυνειδησία· έχει συναί­σθηση της ύπαρξής Του και μπορεί να πει: Εγώ απέ­στειλα αυτούς (Πράξ. ι' 20)· ξεχωρίσατε μου τον Βαρνάβαν και τον Παύλον (Πράξ. ιγ' 2).

Έτσι το Άγιο Πνεύμα έχει προσωπική υπόσταση, είναι πρόσωπο και γι' αυτό το λόγο η θεία του ενέργεια φθάνει σε μας και ζεσταίνει την ύπαρξή μας, μας ανυψώ­νει στη θεία αγάπη, που είναι η προσωπική σχέση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Όποιος πει λόγον εναντίον του Υιού του άνθρωπου, θα συγχωρηθεί· γι' αυτόν υπάρχει το Πνεύμα το Άγιο, που μπορεί με τη δική μας μετάνοια να μας οδηγήσει και πάλι στο Χριστό με τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας. Άλλ' εκείνος που θα βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος, δεν θα συγχωρηθεί (Λουκ. ιβ' 10. Πρβλ. Εβρ. Γ 29)· θα μείνει μόνος, ορφανός χωρίς το Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Ιω. ιδ' 18) και μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί.

Το Άγιο Πνεύμα είναι η μοναδική μας ελπίδα, είναι ζωής χορηγός· μεταδίδει σε μας τη δική Του ζωή και κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό, που είναι κοινωνία μεταξύ προσώπων. Έτσι ο άνθρωπος καταξιώνεται, γιατί η ζωή του γίνεται εικόνα της ζωής του Θεού, δηλαδή α­γάπη (πρβλ. Γέν. α' 26).

Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για τον άνθρωπο, γιατί το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται σε δράση και είναι πρόσωπο˙ δια­θέτει αυτοσυνείδηση, προσωπική βούληση και προ παν­τός αγάπη. Είναι πάντοτε ενωμένο με τον Πατέρα και τον Υιό σε κοινωνία πλήρους αγάπης, χωρίς σύγχυση, χωρίς εξουθένωση της προσωπικότητος· αυτό αποτελεί την εγ­γύηση της δικής μας σωτηρίας.

δ) Ομοούσιο και Ομόθρονο

Γιατί είναι απαραίτητη για τη σωτηρία μας η πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό;

Το Άγιο Πνεύμα χορηγεί σε μας τα πάντα, όλα τα χα­ρίσματα του Θεού (πρβλ. Α' Κορ. ιβ' 3-11), που αποβλέ­πουν φυσικά στο να κάνουν δικό μας κτήμα το δώρο του Θεού: το Σώμα του Χριστού (πρβλ. και Εφεσ. β' 19-22, δ' 11-16).

Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι κατώτερο και διαφορετι­κής ουσίας από τον Θεό Πατέρα, η ελπίδα και η παρηγο­ριά δεν προέρχονται από τον ίδιο τον Θεό, αλλά από κα­τώτερο ον και επομένως δε μπορούμε μέσω αυτού να οδη­γηθούμε σε αληθινή κοινωνία με τον Θεό. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να δώσουμε απάντηση στο βασικό ερώτημα, αν η ουσία του Αγίου Πνεύματος είναι κτιστή ή άκτιστη, αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιον προς τον Πατέρα.

Οι απόστολοι έπρεπε ν' αφήσουν κάθε δυσπιστία ως προς την ταυτότητα του Χριστού. Έπρεπε δηλαδή πρώτα να πεισθούν για το πιο καταπληκτικό γεγονός της σωτη­ρίας μας, για το ότι πράγματι ο Χριστός είναι Κύριος (Ρωμ. ν' 9), ο Κύριος και ο Θεός (πρβλ. Ψαλμ. ξζ' 19 σε συσχετισμό με το Εφεσ. δ' 7-11. Ιω. κ' 28). Μόνο τότε μπορούσαν να δεχθούν και την εκπλήρωση της υπόσχε­σής Του (Ιω. ιστ' 7-14) και να διακηρύξουν την Θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

Έτσι ο απόστολος διακηρύττει: Είναι δε διαιρέσεις χαρισμάτων, αλλά το Πνεύμα είναι το ίδιο, υπάρχουν και ποικιλίαι διακονιών, ο Κύριος όμως είναι ο αυτός· υπάρ­χουν και διάφορα είδη ενεργειών, άλλ' ο Θεός είναι ο ί­διος, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι (Α' Κορ. ιβ' 4-6). Αν τα πάντα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, τότε το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι.

Εδώ δεν πρόκειται για σύγχυση των θείων προσώ­πων, για άλλο Θεό. Πρόκειται για τα ονόματα Θεός και Κύριος, που είναι κοινά και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, γιατί μετέχουν στην κοινή θεία ουσία, η οποία μεταδίδεται από τον Πατέρα στον Υιό με τη γέννη­ση και στο Άγιο Πνεύμα με την προαιώνια εκπόρευση. Γι' αυτό πιστεύουμε πως και τα τρία θεία πρόσωπα είναι ομοούσια.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε εξετάζοντας την ομολογία της αναγέννησης, δηλαδή το βάπτισμα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος (Ματθ. κη' 19), όπως υπογραμμίζουν οι πατέρες της Εκκλησίας (Α' Τιμ. γ' 15). Γιατί βάπτισμα και πίστη συμβαδίζουν βαπτιζόμαστε εις το όνομα του Θεού στο οποίον πιστεύουμε· και το κοινό όνομα του Θεού στο οποίο βαπτιζόμεθα δεν ανήκει μόνο εις τον Πατέρα και εις τον Υιό, αλλά και εις το Άγιο Πνεύμα.

Ώστε το να μην αποδίδει κανείς τιμή εις ένα εκ των τριών ή να τα χωρίζει, είναι ατίμωση της ομολογίας δη­λαδή της αναγέννησης άφ' ενός και της Θεότητας άφ' ετέρου, της θέωσης άφ' ενός και της ελπίδας άφ' ετέρου (Γρηγ. Θεολ.).

Βλέπετε τι μας χαρίζει το Πνεύμα, όταν το θεωρούμε ως Θεόν και τι χάνομε, όταν το στερούμε από την θεότη­τα. Διότι παραλείπω να αναφέρω τον φόβο και την οργή, η οποία απειλεί όχι εκείνους οι οποίοι το τιμούν, αλλά ε­κείνους οι οποίοι του αποστερούν την τιμή. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν το Άγιον Πνεύμα να είναι άλλης φύ­σεως ή άλλος θεός η κτίσμα˙ σ' Αυτό ανήκει το κοινό όνομα του Τριαδικού Θεού (Ματθ. κη' 19).

Αλλά η θεία φύση του Αγίου Πνεύματος φαίνεται και από το γεγονός ότι ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού, τα οποία ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα του Θεού (Α' Κορ. θ' 10-11). Πώς λοιπόν Αυτό που γνωρίζει τα απόρρητα του Θεού, δύναται να είναι ξένον και άλλότριον του Θεού;· και αν η Γραφή λέγει πως ο Θεός δια του Πνεύματος κατοικεί μέσα μας, δεν είναι φανερά ασέ­βεια να λέγει κανείς ότι αυτό το Πνεύμα δεν μετέχει της Θεότητος; (Μ. Βασιλ., πρβλ. Α' Κορ. γ' 16, στ' 19. Εφεσ. θ'22).

Δίκαια η Εκκλησία μας διακηρύσσει το Πνεύμα το Άγιο ως ομοούσιο και ομόθρονο, δηλαδή της αυτής ου­σίας και της ίδιας τιμής με τα άλλα δύο πρόσωπα της Α­γίας Τριάδος (πρβλ. Β' Βασιλ. κγ' 2-3. Ψαλμ. ρλη' 7. Άγγ. β'4-5. Ης. μη' 16, ξγ' 14. Ιω. ε'24. Πράξ. ι'20).

ε) Κύριος και Θεός

Υπάρχουν σαφείς αποδείξεις στην αγία Γραφή, που να φανερώνουν πως όντως ο Παράκλητος φέρει τα κοινά ονόματα του Θεού, Κύριος και Θεός;

Ο ψαλμωδός δοξολογεί τον Κύριο (Γιαχβέ) διότι Θεός μέγας είναι ο Κύριος και βασιλεύς μέγας σε όλη τη γη· στα χέρια Του βρίσκονται τα πέρατα της γης˙ και τα ύψη των βουνών είναι δικά Του˙διότι δική Του είναι η θάλασσα και Αυτός την εδημιούργησε, και την ξηρά τα χέρια Του την έπλασαν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και ας κλαύσωμεν ενώπιον του Κυρίου που μας έπλασε, διότι Αυτός είναι ο Θεός μας και εμείς λαός της βοσκής Του και πρόβατα χειρός Του. Σήμερον, εάν ακούσετε την φωνήν Του, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως κατά την ανταρσία (παραπικρασμός), την ημέρα της δοκιμασίας εις την έρημον, όπου επείρασάν με οι πατέρες υμών... (Ψαλμ. 94, 3-9). Ο απόστολος αναφέρεται στον ψαλμό αυτό και υπογραμμίζει πως ο Κύριος (Γιαχβέ), ο οποίος ομιλεί εδώ εί­ναι το Πνεύμα το Άγιον (Εβρ. γ' 7-9. Πρβλ. Πράξ. ζ' 51).

Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε, εάν συγκρί­νουμε το εδάφιο Ης. στ' 1-10 με το Πράξ. κη' 25-27 Καλώς το Άγιον Πνεύμα ελάλησε δια Ησαΐου του προφήτου προς τους πατέρας ημών.... Ας δούμε ακόμη μια προφητεία του Ιερεμία:

Ιδού έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος (Γιαχβέ), και θά συνάψω με τον οίκο Ισραήλ και τον οίκο Ιούδα διαθήκη νέαν...θα δώσω οπωσδήποτε νόμους στην διάνοιά των και θα τους χαράξω στην καρδιάν τους· και έσομαι αυτοίς εις Θεόν και θα είμαι σ' αυτούς Θεός, και αυτοί θα μού γίνουν λαός... και δεν θα θυμηθώ πλέον τις αμαρτίες των (Ιερεμ. λη' 31-34· Εβραϊκό κείμενο: λα ' 31-34).

Και αυτό το εδάφιο ο απόστολος το αναφέρει στο Άγιο Πνεύμα· Αυτό είναι ο Κύριος (Γιαχβέ) και ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης (Εβρ. Γ 15-17). Την ίδια μαρτυρία βλέπουμε στον προφήτη Ιεζεκιήλ: Και ήλθεν έπ' εμέ Πνεύμα και με έστησεν εις τα πόδια μου, και μού ελάλησε και μού είπε: - Είσελθε και κλείσου εις την οικία σου, και όταν θα σού ομιλήσω, θα ανοίξω το στόμα σου και θα πεις προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος (Γιαχβέ)· όποιος θέλει να ακούσει, ας ακούσει και όποιος θέλει να απειθήσει, ας απειθήσει, διότι είσθε λαός που με εξοργίζει (Ιεζ. γ' 24-27. Πρβλ. Ψαλμ. ρθ' 1-5. Ης. μη' 16, νθ' 15-20 κατά το εβραϊκό κείμενο).

Αυτά τα εδάφια φανερώνουν πως τα ονόματα, που αναφέρονται στην κοινή θεία φύση (Κύριος, Θεός) ανή­κουν και στο Άγιο Πνεύμα. Η αλήθεια αυτή υπάρχει ή­δη στην Παλαιά Διαθήκη και φανερώνεται στο φως της Καινής Διαθήκης (Ιω. ιστ' 13).

Για τους αποστόλους και τους μαθητές του Χριστού δεν υπήρχε αμφιβολία σχετικά με τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. ε' 3-4, 9, ιγ' 2. Α' Κορ. γ' 16, ε' 3-4, ιβ'4-11. Β' Κορ. γ' 17-18, Εφεσ. β'22, Β' Θεσ. γ'5).

Γι' αυτόν που εμπιστεύεται στη θεία αποκάλυψη και όχι στις δικές του δυνατότητες και προϋποθέσεις, το Πνεύμα το Άγιο είναι κοινωνό της μιας Θείας ουσίας που μεταδίδεται εις Αυτό προαιωνίως από τον Πατέρα με την εκπόρευση (Ιω. ιδ' 26, ιε' 26). Γι' αυτό και ονομάζε­ται Κύριος και Θεός.

στ) Οι μειωτικές εκφράσεις

Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενούνται σε μία θεότητα με βάση την μία ουσία και διακρίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο η κοινή ουσία μεταδίδεται προαι­ώνιος από τον Πατέρα, που είναι η μόνη αιτία και πηγή της Θεότητος, στον Υιό (γέννηση) και στο Άγιο Πνεύμα (εκπόρευση).

Στην αγία Γραφή υπάρχουν εδάφια που αναφέρονται στη μία φύση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (ομοούσιο) και επομένως στη μία Θεότητα· άλλα εδάφια αναφέρονται στη Θεότητα του καθενός προ­σώπου της Αγίας Τριάδος· άλλα τέλος αναφέρονται στην πρώτη αιτία, ώστε να δηλώνεται ο Πατήρ του Υι­ού και η πηγή της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.

Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ολόκληρη η αλή­θεια περί Θεού: ενότης ουσίας, διάκριση υποστάσεων εις Θεός, τρία πρόσωπα. Έτσι δεν κινδυνεύουμε να πέσουμε στην πολυθεΐα, με το να εισάγομε διάκριση στην ουσία ούτε στην αίρεση του Σαβαλλίου, με το να συγχέομε τα πρόσωπα ή στον αρειανισμό, με το να διαχωρίζουμε τις φύσεις.

Μ' αύτη τη βάση ο ορθόδοξος χριστιανός δεν κινδυ­νεύει να παρερμηνεύσει τις φράσεις της αγίας Γραφής που αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα:

Ο Πατήρ ο εξ ουρανού δώσει Πνεύμα αγαθόν τοις αιτούσιν αυτόν (Λουκ. ια' 13)' αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου (Λουκ. κδ' 49) και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός (Πράξ. θ' 3). Επίσης γίνεται λόγος για χαρίσματα (Α' Κορ. ιβ' 30), δωρεάς (Πράξ. η' 20) καθώς και για εμφύσημα, με το οποίο μετεδόθη το Πνεύμα το Άγιο (Ιω. κ' 22) ή και για μεσιτεία του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. η' 26).

Αυτές οι εκφράσεις πρέπει να αναφερθούν στην πρώτη αιτία ώστε να δηλώνεται η Πηγή της εκπόρευ­σης του Αγίου Πνεύματος και να ασφαλίζεται η ορθόδο­ξη πίστη, με την υπογράμμιση της μιας αιτίας και πηγής στην Τριαδική Θεότητα και όχι πολλών, πράγμα που θα οδηγούσε στην πολυθεΐα. Οι εκφράσεις αυτές δεν είναι μειωτικές για το Άγιο Πνεύμα.

ζ) Το έργο του Αγίου Πνεύματος

Ποιο είναι το έργο του Παρακλήτου μέσα στη δη­μιουργία και την αναδημιουργία του κόσμου;

Στην πρώτη δημιουργία το Άγιο Πνεύμα επεφέρετο επάνω του ύδατος (Γέν. α' 2), πράγμα που σημαίνει συνέθαλπε και εζωογόνει τη φύση του νερού, όπως το πτηνό κλωσσά τα αυγά του, δηλαδή ετοίμαζε τη φύση του νερού για να βγάλει ζωή (Εφραίμ ο Σύρος. Πρβλ. Ψαλμ. λβ'6. Ιώβ λγ'4).

Αλλά εν Αγίω Πνεύματι συντελείται και ολόκλη­ρη η αναδημιουργία και ανακαίνιση του ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (πρβλ. Ψαλμ. ργ' 30)· το Άγιο Πνεύμα πεπλήρωκε την οικουμένην, συνέχει τα πάν­τα και έχει γνώσιν φωνής (Σοφ. Σολ. α' 7. Πρβλ. ιβ'1. Πράξ. θ'2).Ποια είναι τα δώρα του Θεού μετά από την εκλεκτή προσφορά που πραγματοποίησε ο Χριστός με την ανάλη­ψή Του;

Το δώρο αυτό της ανθρωπότητας, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, δεν το κράτησε ο Θεός, αλλά το αντιπροσφέρει σε μας με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Ταλμ. ξζ' 19. Έφεσ. δ' 8):

Και αυτός έδωκε άλλους μεν αποστόλους, άλλους προφήτας, άλλους ευαγγελιστάς, άλλους ποιμένας και δι­δασκάλους, με σκοπό τον καταρτισμό των αγίων, δια έρ­γον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού μέχρι να φθάσωμε όλοι εις την ενότητα της πίστεως και της πλήρους γνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χρι­στού (Εφεσ. δ' 11-13).

Κεντρικός λοιπόν σκοπός του Αγίου Πνεύματος εί­ναι να μας  εγκεντρίσει με το άγιο βάπτισμα στο Σώμα του Χριστού (Ρωμ. ια' 19-24. Α' Κορ. ιβ' 3,13. Εφεσ. β' 18, δ' 4), να προσφέρει δηλαδή σε μας το μεγάλο δώρο του Θεού, να μας χαρίζει με τη θεία Κοινωνία τη ζωή του Χριστού (Ιω. στ' 53). Γι' αυτό και η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) εύχεται στον Θεό Πατέρα:

Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα. Και ποίησον τον μεν άρτον τουτον τίμιον Σώμα του Χριστού Σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον Αίμα του Χριστού Σου-μεταβολών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω (επίκληση θ. λει­τουργίας).

Το τίμιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού· αυτά είναι τα μεγάλα δώρα που μας έστειλε ο Θεός μετά την α­νάληψη του Κυρίου· αυτά μας εξασφαλίζει η παρουσία του Παρακλήτου στην Εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα δια­νέμει στους πιστούς κάθε χάρισμα (Α' Κορ. ιθ' 4-11. Εφεσ. δ' 4-13) και συγκροτεί ολόκληρο το θεσμό της Εκ­κλησίας (πρβλ. Α' Κορ. ιθ' 27, ιδ' 4).

Την αλήθεια αυτή εκφράζει και το γνωστό στιχηρό από τον εσπερινό της Κυριακής της πεντηκοστής:

Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τέλειοι,

αγράμματους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν,

όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας.

Ομοούσιε και ομόθρονε τω Πατρί και τω Υιώ,

Παράκλητε, δόξα Σοι (πρβλ. Α' Κορ. ιβ' 4-11).

Με άλλα λόγια, το Άγιο Πνεύμα ενεργοποιεί για μας όλα τα αποτελέσματα του έργου του Ιησού Χριστού κά­νει δικά μας όλα τα δώρα, όλα τα χαρίσματα που εδωρήθηκαν στην ανθρώπινη φύση του Χριστού και έτσι μας μεταφέρει στο ύψος της δόξης του Τριαδικού Θεού (Φιλιπ. θ' 9-11, γ'20-21).

η) Πνεύμα υιοθεσίας

Το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί σε νέα σχέση με τον Τριαδικό Θεό, στην υιοθεσία. Ποιος όμως είναι ο δρόμος και ποιες οι συνέπειες;

Εάν ένας δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός Του. Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρόν δια την αμαρτία, αλλά το Πνεύμα σας είναι ζωή ένεκα της δικαίωσης σας. Εάν το Πνεύμα Εκείνου, ο οποίος ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, θα δώσει ζωήν και εις τα θνητά σώματα σας δια του Πνεύμα­τος Του, που κατοικεί μέσα σας... Διότι όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού. Δεν ελάβατε πνεύμα δουλείας, που να σάς φέρει πάλιν εις κατάστασιν φόβου, άλλ' ελάβατε Πνεύμα υιοθεσίας δια του οποίου κράζομεν Αββά, Πατέρα. Αυτό το Πνεύμα μαρτυρεί μαζί με το Πνεύμα μας ότι είμεθα παιδιά του Θεού. Εάν δε είμεθα παιδιά του, τότε είμεθα και κληρο­νόμοι- κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού, εάν βέβαια πάσχομε μαζί Του, δια να δοξασθούμε επίσης μαζί Του (Ρωμ. η' 9-17).

Το Άγιο Πνεύμα είναι πάντοτε ενωμένο μετά του Πα­τρός και του Υιού σε μία θεία φύση με μία θέληση και μία ενέργεια (πρβλ. Ματθ. κη ' 19. Ιω. ιδ'26, ιε 26, ιστ' 12-15. Α ' Κορ. β' 10-11,ιβ'3, Β' Κορ. γ 13. Α Πέτρ. α' 1-2). Έτσι η σωτηρία του ανθρώπου είναι καρπός της κοι­νής αυτής θέλησης και ενέργειας του Τριαδικού Θεού.

Με τη χάρη του Άγιου Πνεύματος (πρβλ. Α' Κορ. ιβ' 3) ο άνθρωπος οδηγείται δια του βαπτίσματος στην εν Χριστώ αναγέννηση (Ιω. γ' 3-5. Γαλ. γ' 27. Τίτ. 4-6) εγκεντρίζεται δηλαδή στο Σώμα του Χριστού (πρβλ. Ρωμ. ια' 19-24). Με αυτόν τον τρόπο η δική μας ανθρώπι­νη φύση μεταβάλλεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού επειδή όμως Εκείνη είναι ενωμένη ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως, αχωρίστως με τη θεία φύση στο ένα πρόσωπο του Χριστού, η σχέση του Υιού προς τον Πατέρα μεταφέρεται σε μας λόγω της ενσωμάτωσης μας στο Σώμα του Χριστού γινόμαστε δηλαδή τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26. Α' Ιω. γ' 2).

Βέβαια δεν μπορούμε να γίνουμε φυσικοί υιοί του Θεού, να κληρονομήσουμε δηλαδή τη θεία φύση, την ο­ποία ο Πατήρ μεταδίδει προαιωνίως στον Υιό (γέννησις) και στο Άγιο Πνεύμα (εκπόρευσις). Γινόμαστε όμως συγκληρονόμοι της ανθρώπινης φύσης του Χριστού (Ρωμ. η' 17).

Η σχέση του Υιού προς τον Πατέρα δεν είναι μόνο σχέση ουσίας, ενότητας θέλησης και ενέργειας, αλλά και κοινωνία αγάπης (πρβλ. Ρωμ. ε' 5, ιε' 30. Β' Τιμ. α' 7. Α' Ιω. δ' 8, 16). Αυτής λοιπόν της αγάπης γίνεται συγκλη­ρονόμος ο άνθρωπος. Διότι όταν μετέχωμε του Αγίου Πνεύματος, έχομεν την χάρη του Υιού και δι' Αυτού την αγάπην του Πατρός (Μ. Αθαν.).

Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος οδηγούμεθα στον Χριστό (Α' Κορ. ιβ' 3). Εισερχόμαστε στο περιβάλλον της αγάπης του Χριστού, στη χαρά και στην ευφροσύ­νη αυτής της αιώνιας κοινωνίας (Παροιμ. η' 30). Συναισθανόμαστε την αγάπη του Χριστού και την εγγύτητα του Πατρός, όπως ένα μικρό παιδί συναισθάνεται και χαίρεται την εγγύτητα του Πατέρα του (Ιω. ιδ' 23./ί' Κορ. ιγ' 16, στ' 19. Α' Ιω. β'24).

Όταν το Άγιο Πνεύμα ενώνεται με το δικό μας εγώ, δεν το εξουδετερώνει· όμως το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο δια του οποίου κράζομε: Αββά ο Πατήρ (Ρωμ. η 15. Γαλ. δ' 6). Αυτή η κραυγή είναι βασικά κραυγή του Αγίου Πνεύματος· όμως είναι και δική μας κραυγή, γιατί η παρουσία του Αγίου Πνεύματος δεν καταστρέφει τη δική μας προσωπικότητα, ούτε εξουδετερώνει το εγώ μας. Το Άγιο Πνεύμα δεν αντικαθιστά τη δική μας θέληση· ομιλεί μέσα μας και μας παρακινεί να κάνουμε και μείς το ίδιο. Αλλά πάντοτε έχουμε τη δυνατότητα να αρνηθούμε τη συνεργασία. Έτσι το Άγιο Πνεύμα συμμαρτυρεί όχι χωρίς το δικό μας πνεύμα, αλλά μαζί μ' αυτό, ότι είμεθα τέκνα Θεού (Ρωμ. η' 16).

Είναι η άκτιστη θεία ενέργεια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μας διοικεί (Ρωμ. η' 14), με αποτέλε­σμα να αισθανόμαστε την παρουσία του θείου προσώπου, να μεταβαίνουμε δηλαδή και πέρα από μια απλή αίσθηση της θείας χάρης: να κοινωνούμε μέσω αυτής με το ίδιο το πρόσωπο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε μία κοι­νωνία χάρης και αγάπης, μέσω της προσωπικής αγάπης του Υιού, που με την ενανθρώπισή Του άνοιξε την πόρτα της αγάπης του Θεού Πατρός.

Αυτή η νέα σχέση αγάπης που δημιουργείται με την ένωσή μας στο Σώμα του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει βέβαια μεγάλες συνέπειες για την καθη­μερινή μας ζωή:

Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρό δια την αμαρτία, αλλά το πνεύμα σας εί­ναι ζωή ένεκα της δικαιώσεώς σας... Άρα λοιπόν, αδελ­φοί, είμεθα χρεώσται όχι εις την σάρκα, δια να ζώμεν υπό την εξουσίαν της σαρκός, διότι εάν ζήτε κατά σάρκα, τό­τε θα πεθάνετε, αλλά εάν δια του Πνεύματος θανατώνετε τας πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε. Επειδή όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί Θεού (Ρωμ. η' 10-14).

Αυτός είναι λοιπόν ο δρόμος προς την υιοθεσία και αυτές οι συνέπειες της για τον άνθρωπο.

θ) Πνευματική αναγέννηση

Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος τα πάντα γί­νονται νέα. Μια καθολική αναγέννηση συμβαίνει στον άνθρωπο, αφού ο νους του, η καρδιά του, τα πάντα ανυ­ψώνονται και λειτουργούν καθαρότερα.

Οι απόστολοι δεν είχαν από την αρχή το Άγιο Πνεύ­μα γι' αυτό δεν μπορούσαν να δουν με καθαρότητα τον Χριστό, να τον αναγνωρίσουν αληθινά. Αποτέλεσμα ή­ταν να τον εγκαταλείψουν κατά το πάθος Του (Ματθ. κστ' 56). Ούτε και τις προειδοποιήσεις Του μπόρεσαν να κατανοήσουν, πως βαδίζει σταθερά προς το πάθος και την ανάσταση (Ματθ. ιστ'21, ιζ'22-23. κ' 18-19. Μάρκ. η' 31, θ' 31, ι' 33-34. Λουκ. θ'22,44, ιη' 31-33. Ιω. γ' 14-15): Η σημασία των λόγων του Ιησού ήταν γι' αυτούς κρυμμένη, δεν εννοούσαν τι έλεγε (Ιω. ιδ' 14, 26, ιε'267, Λουκ. κδ' 48. Πράξ. α' 8).

Όταν όμως οι μαθητές επλήσθησαν από Πνεύμα Άγιον, τότε το Πνεύμα τους έγινε καινούργιο, γιατί ενώθη­κε με το Πνεύμα το Άγιο, κι άρχισαν να κηρύττουν την εν Χριστώ σωτηρία με δύναμη (Πράξ. β' 1-41. Πρβλ. Ιωήλ γ' 1-5) κι έτσι εκπληρώθηκε πλήρως η προφητεία:

Θα δώσω σε σάς νέαν καρδίαν, καινούργιο πνεύμα...

θα δώσω το Πνεύμα μου σε σάς και θα σάς κάμω να βαδίζετε σύμφωνα

με τας εντολάς μου, να φυλάξετε και να τηρήσετε τα προστάγματα μου

(Ιεζ. λστ' 26-27).

Το Πνεύμα το Άγιο δεν οδηγεί απλώς στην κατανόη­ση των λόγων του Χριστού (Ιω. ιε' 26, ιστ' 13-14), αλλά στον ίδιο τον Χριστό (Α ' Κορ. ιβ' 3, 11-18), και την αλη­θινή ζωή (Ιω. ιδ' 6), μέσω των ιερών μυστηρίων της Εκ­κλησίας και ιδιαίτερα του βαπτίσματος, που πραγματο­ποιεί την πνευματική μας γέννηση (Ιω. γ'3-5. Α ' Ιω. ιβ' 13. Γαλ. δ'26-27. Τι'τ. γ'4-6), και της θείας ευχαριστίας (Ιω. στ' 53).

Όταν μιλάμε για πνευματική αναγέννηση, εννοούμε το ίδιο πράγμα με την υιοθεσία, μέσω της σχέσης μας με τον Ιησού Χριστό, που είναι αληθινός Υιός του Θεού του ζώντος. Η παρουσία του Πνεύματος μέσα μας εξα­σφαλίζει και την παρουσία του Χριστού κι έτσι γινόμα­στε ναός του Αγίου Πνεύματος (Α' Κορ. στ' 19), τό­πος κατοικίας του Θεού (πρβλ. Εφεσ. 6' 18-22), άνθρω­ποι πνευματικοί, όχι πλέον σαρκικοί.

Πνευματικός λοιπόν άνθρωπος είναι εκείνος που έλαβε το δώρο του Αγίου Πνεύματος και καθαρίστηκε από κάθε κηλίδα:

Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας,

 ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν

και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.

Όπως τα λαμπερά και διαφανή σώματα, όταν πέσει επάνω τους κάποια ακτίνα, λάμπουν περισσότερο και αν­τανακλούν μεγαλύτερη λάμψη, έτσι και οι ψυχές που εί­ναι πνευματοφόρες και οι ίδιες γίνονται φωτεινές και αν­τανακλούν στους άλλους τη χάρη.

Εδώ οφείλεται η πρόγνωσις των μελλόντων, η κατανόησις των μυστηρίων, η γνώσις των απόκρυφων, η δια­νομή των χαρισμάτων, η ουράνιος ζωή, η μετά των αγγέ­λων συμβίωσις, η ατέλειωτος ευφροσύνη, η μετά του Θεού διαμονή, η ομοίωσις προς τον Θεόν, και το ανώτερον από όσα ημπορεί κανείς να επιθυμήσει, το να γίνει Θεός (Μ. Βασιλ.).

Και ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ προσθέτει πως η χάρη αναπτύσσεται σε εκείνον που θα γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και γίνεται ένα με την ουσία του, όπως το προζύμι με το ζυμάρι.

Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη Τριαδική Μονάδι, ιεροκρυφίως, δηλαδή κάθε ψυχή αποκτά με το Άγιο Πνεύμα ζωή, ανυ­ψώνεται με την κάθαρση και λαμπρύνεται μυστικά με την έλλαμψη του φωτός της Άγιας Τριάδος.

Με το Άγιο Πνεύμα, τα πάντα γίνονται στον άνθρωπο καινούργια. Τα δώρα που έλαβε η ανθρώπινη φύση του Χριστού γίνονται δικά μας δώρα ο άνθρωπος αναγεννάται ολόκληρος.

ι) Άκτιστη χάρη

Οι ορθόδοξοι πιστεύουμε πως άκτιστος δεν είναι μόνο ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, αλλά και η ενέργειά Του, η χάρη που φθάνει σε μας. Και πάλι εδώ δεν πρόκει­ται για θεωρητική απασχόληση˙ η θέση που θα πάρουμε στο θέμα αυτό άφορα τη σωτηρία μας.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενωθεί με τον Θεό κατά φύσιν· γίνεται κοινωνός μόνο της θείας ενέργειας του Θεού, της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως στην Πεντηκοστή δεν ήταν παρόν προσω­πικώς το Πνεύμα το Άγιο ή δεν κατήλθε προσωπικώς για να μείνει στην Εκκλησία (Ιω. ιδ' 16). Άλλωστε η Θεότητα δεν προσδιορίζεται τοπικά, ο Θεός είναι πάντο­τε και πανταχού παρών και δεν έχει ανάγκη να κατέλ­θει.

Αυτό που μεταδόθηκε στους μαθητές δεν ήταν το πρόσωπο, αλλά η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η χάρη δεν ήταν κάτι που δημιούργησε ο Θεός εκείνη τη στιγμή, για να το προσφέρει, όπως κάποιος τεχνίτης δη­μιουργεί κάτι, για να το προσφέρει σε αγαπώμενο πρόσω­πο. Η θεία ενέργεια δεν προήρχετο έξω από την ουσία του Θεού, αλλά από μέσα, από την ίδια τη θεία ουσία, ή­ταν συνεπώς άκτιστη και αιώνια.

Επειδή ήταν άκτιστη και προήρχετο από την ίδια την ουσία του Θεού, η ένωση του ανθρώπου μέσω αυτής δεν ήταν ένωση με κάποιο κτίσμα, αλλά πραγματική κοι­νωνία με τον Θεό˙ όχι βέβαια κοινωνία ουσίας, αλλά κα­τά χάριν, δηλαδή με βάση τη θεία ενέργεια. Γι' αυτό λέ­με πως γινόμαστε υιοί του Θεού, όχι κατά φύση, αλλά κα­τά χάρη, με βάση την θεία ενέργεια του Θεού που είναι άκτιστη.

Η Ορθοδοξία εξασφαλίζει πραγματική κοινωνία με τον Θεό, απαλλαγμένη από κάθε πανθεϊστική και ινδουιστική αντίληψη. Σ' αυτή την πραγματική κοινωνία ο άνθρωπος διατηρεί το δικό του εγώ και έρχεται σε προ­σωπική σχέση με το Συ του Θεού χωρίς να συγχω­νεύεται με τη θεία ουσία ή και να συγχέεται με αυτήν χωρίς η ανθρώπινη φύση να μετατρέπεται σε θεία φύση. Ο άνθρωπος διατηρεί την προσωπικότητα του και χαίρε­ται την κοινωνία του Θεού.

Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού αποκτά για τον ορθόδοξο χριστιανό σωτηριολογική σημασία. Με αυτόν τον τρόπο ξεχωρίζει την πίστη του από τις μη χριστιανικές θρησκείες- βεβαιώνεται πως ο Θεός σέβεται την προσωπικότητα του άνθρωπου και ταυτόχρονα τον αγαπά και γι' αυτό του δίνει τη δυνατότη­τα, εάν και ο άνθρωπος το θελήσει, να υψωθεί μέχρι το ε­πίπεδο της προσωπικής σχέσης και αληθινής κοινωνίας με τον Δημιουργό. Ακόμα και σ' αυτή την κοινωνία, παρ' όλον ότι ο άνθρωπος πυρακτούται και γίνεται ο ί­διος θεός, μένει αυτό που τώρα είναι, άνθρωπος, πλημμυ­ρισμένος από τη δόξα του Θεού, δηλαδή από τη θεία χά­ρη.

Γι' αυτό λέμε πως η πίστη μας στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας (χάρης) και στην άκτιστη χάρη του Θεού, έχει πρωταρχική σημασία για τη σωτηρία μας.

ια) Οι αρνητές του Αγίου Πνεύματος

Εάν η ορθή πίστη στο Άγιο Πνεύμα είναι απαραίτη­τη για τη σωτηρία μας (Ιω. η' 32, ιστ' 13. Πρβλ. Μάρκ. γ' 29), είναι βασικό να γνωρίζουμε πως θα φθάσουμε στην πίστη αυτή.

Η αγία Γραφή μας πληροφορεί πως πρέπει γι' αυτό να έχουμε τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος (Α' Κορ. θ' 4). Βέβαια το Πνεύμα όπου θέλει πνεί (Ιω. γ' 8), δεν μπορούμε να του βάλουμε περιορισμούς (Α' Κορ. ιβ' 11). Αλλά δεν μπορούμε να φθάσουμε στο Άγιο Πνεύμα έξω και μακράν του Σώματος του Χριστού.

Για να έλθει κανείς στον Πατέρα πρέπει να τον υψώ­σει ο Υιός (Ιω. ιδ' 6)· για να αναγνωρίσει κανείς τον Χριστόν ως Κύριον, πρέπει να έχει την συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος (Α' Κορ. ιθ' 3. Πρβλ. Ιω. ιε' 26) Όμως το Άγιο Πνεύμα αποστέλλεται από τον Πατέρα στο όνομα του Χριστού (Ιω. ιδ' 26). Ετσι δεν μπορεί να είναι ο στόχος μας η κατοχή του Αγίου Πνεύματος έξω και μακράν του Χριστού, έξω από το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία (Γαλ. γ' 27. Α' Κορ. ιθ' 12-27. Εφεσ. ε' 23).

Το Πνεύμα το Άγιο δε δρα ανεξάρτητα από τον Υιό, ούτε βέβαια ανεξάρτητα και από τον Πατέρα· μεταξύ των τριών προσώπων υπάρχει ενότητα θέλησης και ενότητα ενέργειας (πρβλ. Ιω. η '28-29, ιστ' 12-15, 23-24, 26-28. Α ' Κορ. β' 4-6). Γι' αυτό άλλωστε και το Άγιο Πνεύμα δεν χαρακτηρίζεται μόνο ως το Πνεύμα του Θεού (Ματθ. γ' 16. Α΄ Κορ. θ' 10-14), αλλά και Πνεύμα του Υιού (Γαλ. δ' 6) ή ακόμη Πνεύμα του Χριστού (Ρωμ. η' 9) και νους Χριστού (Α' Κορ. β' 16). Αν θέλουμε λοιπόν να φθάσουμε στην επίγνωση του Πνεύματος, πρέπει να επιθυμήσουμε την αγάπη του Χριστού και την ένωσή μας με το Σώμα Του, την Εκκλησία.

Κλείνοντας συνοψίζουμε πως με την Παρουσία του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται η αλήθεια για το πρό­σωπο του Χριστού και η σωτηρία που συντελέσθηκε, γί­νεται κτήμα του καθενός πιστού.

Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της πεν­τηκοστής συνοδεύθηκε με το σημείο των γλωσσών, που ήταν σημείο για τους απίστους και σύμβολο της οι­κουμενικότητας του ευαγγελίου του Χριστού.

Για τους πιστούς δεν υπάρχει σήμερα αναγκαιότητα τέτοιου σημείου, που προξενεί εντύπωση στα μάτια των απίστων τα πνευματικά χαρίσματα είναι για τους πι­στούς ανώτερα από τα θαύματα. Έτσι η συγχώρηση των αμαρτιών είναι μεγαλύτερο πράγμα από τη θεραπεία ενός παραλυτικού.

Το Άγιο Πνεύμα ήταν συνεργό στη δημιουργία του κόσμου και ολοκληρώνει την ανακαίνιση του. Εντάσσει και εγκεντρίζει τους πιστούς στο σώμα του Χριστού και τους καθιστά μετόχους της ζωής του Χριστού. Όλα τα αποτελέσματα του έργου του Χριστού ενεργοποιούν­ται για τον κάθε πιστό με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα ο κάθε πιστός να γίνεται τέ­κνο Θεού κατά χάρη και μέτοχος της αγάπης του Θεού προς τον μονογενή Του Υιό, τον ένσαρκο Λόγο.

Αυτή η αγάπη του Πατέρα δεν αναιρεί την ανθρώπινη θέληση, γιατί το Άγιο Πνεύμα, που μας παρακινεί μέσα μας να ανοίξουμε σ' αυτή τη Θεϊκή αγάπη, δε μας εκ­βιάζει και εμείς μπορούμε σε κάθε στιγμή να αρνηθούμε τη συνεργασία.

Το Άγιο Πνεύμα οδηγεί όχι απλώς στην κατανόηση των λόγων του Χριστού, αλλά στον ίδιο τον Χριστό, δρώντας με τα ίερά μυστήρια της Εκκλησίας μας. Με τα ιερά μυστήρια ο πιστός γίνεται τόπος κατοικίας του Θεού, πνευματικός άνθρωπος, που αντανακλά τη χάρη του Αγίου Πνεύματος γύρω του.

Το Πνεύμα του Θεού δεν είναι σαν το δικό μας πνεύ­μα˙ έχει ιδιαίτερη υπόσταση, δηλαδή προσωπική ύπαρ­ξη. Είναι Παράκλητος, όπως και ο Υιός και Λόγος του Θεού, δηλαδή της ίδιας ουσίας. Όμως είναι άλλος Πα­ράκλητος, δηλαδή διαφορετικό πρόσωπο, που πέμπε­ται δια του Ιησού Χριστού γι' αυτό και ονομάζεται Πνεύμα Χριστού. Είναι η δύναμη του Θεού, όμως όχι τυφλή δύναμη, αλλά ενυπόστατη. Γι' αυτό και δεν τίθε­ται σε ενέργεια, αλλά θέτει σε ενέργεια, όπως συμβαίνει με κάθε πρόσωπο· έχει βούληση, συναίσθημα (αγαπά, λυ­πάται, παρηγορεί), αυτοσυνειδησία. Επειδή είναι πρό­σωπο, η χάρη Του, δηλαδή η θεία Του ενέργεια που φθά­νει σε μας, μας χαρίζει την αγάπη του Θεού.

Χωρίς το Άγιο Πνεύμα, ο άνθρωπος μένει μόνος, χω­ρίς ελπίδα. Γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι ζωής χορηγός, μεταδίδει την κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό, εν­τάσσοντας τον πιστό στο Σώμα του Χριστού. Τα δώρα που μας χαρίζει το Άγιο Πνεύμα σ' αυτό αποβλέπουν: στην ένταξη μας στο σώμα του Χριστού, στη μετοχή μας στη ζωή του Χριστού.

Ο λόγος της Γραφής μας βεβαιώνει πως το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο και ομόθρονο του Πατρός και του Υιού και μέτοχο των κοινών θείων ονομάτων Κύριος και Θεός. Τυχόν μειωτικές εκφράσεις στην άγια Γραφή α­ναφέρονται σε σχέση με την πρώτη πηγή και αίτια από την οποία προαιώνια εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ολόκληρη η αλήθεια· δη­λαδή η ενότητα της ουσίας και η διάκριση των προσώ­πων, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η αίρεση, που απει­λεί τη σωτηρία του άνθρωπου.

Μέσα στην ενότητα του ενός Σώματος ο καθένας πι­στός συνεχίζει να είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο· δεν απορροφάται από το όλον. Γι' αυτό και στη θεία λα­τρεία και στη μυστηριακή ζωή μνημονεύεται ο καθένας με το όνομα του. Έλαβε από το Άγιο Πνεύμα το δικό του χάρισμα και καλείται να το χρησιμοποιήσει όχι εγωιστι­κά, αλλά για την οικοδομή των άλλων μελών και για την αύξηση του όλου σώματος, μαζί με τη δική του, πνευματι­κή αύξηση εν Χριστώ.

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει: στον καθένα δίδε­ται η φανέρωση του Πνεύματος για το συμφέρον στον ένα δίδεται δια του Πνεύματος λόγος σοφίας, στον άλλο λόγος γνώσεως κατά το αυτό πνεύμα, στον άλλον δε πίστις δια του αυτού πνεύματος· στον άλλο χαρίσματα θε­ραπείας δια του αυτού πνεύματος, στον άλλον ενεργήμα­τα δυνάμεων, στον άλλον προφητεία, στον άλλον δια­κρίσεις πνευμάτων, σε άλλον γένη γλωσσών, σε άλλον ερμηνεία γλωσσών. Όλα αυτά ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, το οποίον τα διανέμει εις τον καθένα, όπως αυτό θέλει.

Όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα, αλλά έχει πολλά μέλη, όλα δε τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα έτσι και ο Χριστός. Διότι εις ένα Πνεύμα όλοι εμείς βαπτισθήκαμε και γίναμε ένα σώμα... Σεις είσθε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους (Α' Κορ. ιβ'7-27).

Η θεία ενέργεια δεν έχει την πηγή της έξω από τη φύση του Αγίου Πνεύματος· είναι άκτιστη και εγγυάται την κατά χάρη κοινωνία με τον Θεό. Διακρίνεται από την Θεία Ουσία και μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο της σύγχυσης και της εξουδετέρωσης της δικής μας προσω­πικότητας, αφού δεν είναι κοινωνία Ουσίας.

Τα δώρα του Πνεύματος δεν εξαναγκάζονται· προσ­φέρονται με βάση τη θεία βούληση (Ιω. γ' 8, Α' Κορ. ιβ' 11. 'Εβρ. β' 4), όχι με ανθρώπινες μεθοδεύσεις. Αν τα χαρίσματα αυτά ήσαν αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπά­θειας, θα ήσαν κτιστής τάξης, δεν θα αποτελούσαν πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αυτό μας βοηθεί να κα­τανοήσουμε γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει ιδιαίτε­ρη σημασία στη διδαχή της άκτιστης χάρης, ενώ ταυ­τόχρονα διακρίνει τη θεία χάρη από τη Θεία Ουσία.

Αν η χάρη είναι κτιστή, δεν οδηγεί στη σωτηρία, γιατί η κοινωνία με κάτι κτιστό δεν μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην υπέρβαση της κτιστής του πραγματι­κότητας και στην ένωση του με τον άκτιστο Θεό. Αν πάλι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην Ουσία και στη Χάρη του Θεού, τότε η κοινωνία με τη θεία Ουσία θα εξα­φάνιζε το πρόσωπο του άνθρωπου. Υπάρχει λοιπόν διά­κριση ανάμεσα στην Ουσία και στη Χάρη του Θεού, που είναι άκτιστη, όχι κτιστή (δεν προέρχεται έξω από τη Θεία Ουσία), γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δια­σώζονται και τα δύο: και η αληθινή Θεο-κοινωνία, και το ανθρώπινο πρόσωπο.

Αλλά η Θεία Χάρη δεν προσφέρεται χωρίς την ενεργό συμμετοχή του άνθρωπου. Τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας δεν είναι πράξεις μαγικές· προϋποθέτουν τη συμ­μετοχή του κάθε πιστού. Ο άγγελος του Κυρίου ανήγγει­λε στην Παρθένο Μαρία: Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι· όμως και εκείνη έπρεπε να πει το γένοιτο! (Λουκ. α' 35-38).

Η Ορθόδοξη πίστη στον Τριαδικό Θεό απομακρύνει τον πιστό από την κακοδοξία και την πλάνη και περι­φρουρεί το μυστήριο της σωτηρίας του άνθρωπου. Όμως για να φθάσει ο άνθρωπος στην επίγνωση αυτής της σωτήριας αλήθειας, πρέπει να δεχθεί την πνοή του Άγιου Πνεύματος. Σ' αυτή τη Θεία πνοή δε μπορούμε να βάλου­με περιορισμούς, γιατί συντελείται σύμφωνα με τη Θεία βουλή. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να φθάσουμε στη χάρη του Αγίου Πνεύματος ανεξάρτητα από το πρόσωπο του Υιού. Το Πνεύμα το Άγιο οδηγεί τον άνθρωπο στην επί­γνωση του Υιού, τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού, που είναι για τον άνθρωπο σωτηρία.