Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Αιρέσεις περί Αγίου Πνεύματος


counter
1ο Μέρος
Υποδομή Αρειανικών αιρέσεων
Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
Ομιλία Νο 122
Αυτό είναι το πρώτο μέρος μίας σειράς ομιλιών που εμβαθύνουν στην αναίρεση διαφόρων αιρετικών θεωρήσεων σχετικά με το Άγιο Πνεύμα, οι οποίες θεωρήσεις ταλαιπώρησαν για αιώνες την Εκκλησία, και εξακολουθούν και σήμερα να παρασύρουν άπειρους και απληροφόρητους ανθρώπους, που δεν έχουν σωστή Χριστιανική παιδεία. Η εκτενής αυτή σειρά ομιλιών, ολοκληρώνεται σε 22 ομιλίες, τις οποίες μπορείτε ήδη να τις ακούσετε σε ηχητική μορφή, στον ανωτέρω δεσμό.
(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 8-9-1995).
1. Η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος στην πρώτη Εκκλησία
πίστη στη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος διακηρύσσεται σε πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ωστόσο πολλοί στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς και σήμερα,  κακόδοξα αρνούνται την θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος. Αλλά, πότε όμως και για ποιόν λόγο συνέβη να αρχίσουν κάποιοι να αρνούνται τη θεότητα, κατ’ αρχήν του Χριστού και κατά δεύτερον του Αγίου Πνεύματος;
Οι πιστοί των πρώτων μεταχριστιανικών γενεών δεν προβληματίστηκαν πάνω σε αυτά τα ζητήματα, αλλά η πίστις ήταν αμιγής και ενιαία. Το κεντρικό μήνυμα, ακόμα και στα αποστολικά κείμενα και τα κείμενα των αποστολικών Πατέρων, ήταν το λυτρωτικό μήνυμα, το μήνυμα της σωτηρίας. Σημασία κατ’ αρχήν δεν είχε η κατανόηση των αληθειών της πίστεως με τη λογική, αλλά η βίωση της προσφερομένης σωτηρίας και η απόλαυση των προσφερομένων αγαθών μέσα στην εκκλησία, όπου κατά έναν παράδοξο τρόπο και μυστήριο, θα λέγαμε, συνετελείτο μια ανακαίνιση, μια αλλαγή της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή η αλλαγή ήταν η εμπειρία του θείου, η βίωσις της θεοποιούσης δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος.. Και θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν μια αναψηλάφηση του Ιησού Χριστού, κατά το πρότυπο του Αποστόλου Θωμά. Ο Κύριος, ο οποίος είχε αναστηθεί, ήταν έντονα παρών στην Εκκλήσία και κάθε πιστός ζούσε αυτό το θαύμα της μεταμορφώσεως Του και μπορούσε και αυτός μαζί  με τον Απόστολο Θωμά να επαναλάβει: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Δεν υπήρχε λοιπόν καμία αμφισβήτησις, όσον αφορά την θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού.
Όλη αυτή η πορεία διενεργείτο εν Πνεύματι Αγίω, δια του Παρακλήτου, τον οποίο είχε υποσχεθεί ο Κύριος μας στους αποστόλους προ της Αναλήψεως Του· και εφόσον αυτός ο αγιασμός των μελών της Εκκλησίας εγίνετο με τη χάρη και τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος, κανείς  δεν μπορούσε να μιλήσει για ανυπαρξία του Αγίου Πνεύματος, για μη προσωπική ύπαρξη Του ή για, όπως έγινε αργότερα, την κατάταξή Του ανάμεσα στα υπόλοιπα κτίσματα.

2. Η ανάγκη και ο κίνδυνος της Απολογητικής
Όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν εισήλθε στην Εκκλησία ο πειρασμός της γνώσεως·  και τον ονομάζουμε έτσι, γιατί μοιάζει με τον πειρασμό, στον οποίο υπέκυψαν στην Εδέμ οι προπάτορες Αδάμ και Εύα, όταν ο διάβολος έξωθεν τους υποσχέθηκε ψευδώς: «Διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γιγνώσκοντες καλόν και πονηρόν».
Η διανοητική λοιπόν αυτή προσέγγιση της γνώσης, η οποία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την επίγνωση που έρχεται μέσα από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, δεν άργησε να εισβάλλει και στην πρώτη Εκκλησία. Οι πρώτοι χριστιανοί κηρύττοντας τον Λόγο, διδάσκοντας το Ευαγγέλιο, ήρθαν σε επαφή με τους έξωθεν σοφούς.   Χρειάστηκε λοιπόν να δώσουν λογικές απαντήσεις περί της πίστεως την οποία εβίωναν και σιγά-σιγά αναπτύχθηκε η απολογητική. Οι απολογητές προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην πίστη και στην γνώση και έτσι μπαίνουν οι βάσεις της θεολογήσεως, εφόσον η θρησκευτική εμπειρία διερευνάται πλέον δια του λόγου, με τη λογική και οι αλήθειες της πίστεως γίνεται αντικείμενο έρευνας. Η διδασκαλία των απολογητών σαν προσπάθεια να γνωρίσει τον Λόγον σε καθένα που το ζητά, «Του διδόναι Λόγον παντί τω αιτούντιι», όπως αναφέρεται στην Α΄ Πέτρου επιστολή, ήταν και γραφικώς δικαιολογημένη και δεν ήταν μακριά από τα πλαίσια που έθετε η θεία Αποκάλυψη. Όμως το στοιχείο της ύβρεως, της πλάνης, της κακοδοξίας, της αίρεσης, που με άλλα λόγια είναι η αυτόνομη προσπάθεια της κατανόησης και η δια του ανθρωπίνου λόγου μόνον ερμηνεία του περιεχομένου της πίστεως, εμφανίστηκε σαν ένα νέο είδος πτώσεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος, όπως και κατά την πτώση στον παράδεισο, αναλαμβάνει πλέον ο ίδιος να φτάσει στην γνώση, η οποία όμως δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο με τα δικά του μόνον μέσα, αλλά αποκαλύπτεται από τον Θεό σε όσους έχουν κατασταθεί άξιοι. Έτσι λοιπόν ορισμένοι δεν αρκέσθηκαν πλέον στην απλότητα της  ευαγγελικής πίστεως και στην παράδοση των Αποστόλων, αλλά υποκινούμενοι από τον Διάβολο, τον εχθρό της Αληθείας επιχειρούν να νοθεύσουν την καθαρότητα και απλότητα της διδασκαλίας του Πνεύματος στηριζόμενοι στην κοσμική σοφία και στις δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις. Μία λοιπόν από τις αλήθειες, η οποία νωρίς ετέθη υπό κρίση ήτο η θεότης του Λόγου, και αυτό δεν έγινε χωρίς αιτία. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στις ιδεολογικές και θεολογικές τάσεις της εποχής εκείνης.

3. Η προσέγγιση του Φίλωνα και οι "αιώνες" των Γνωστικών
Για τους Έλληνες, οι οποίοι φαντάζονταν τον Θεό εντελώς υπερβατικό, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση προς τον κόσμο, η πίστις ότι ο Θεός ενηνθρώπησε και ότι έδρασε μέσα στον κόσμο ήταν αδιανόητη. Αυτό το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου προσπάθησε να το γεφυρώσει ο Πλάτων, και γι’ αυτό εισάγει έναν δεύτερο Θεό, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον πρώτο. Σε αυτόν τον δεύτερο Θεό αποδίδει το έργο του Δημιουργού. Ετσι λοιπόν ο υπερβατικός Θεός παραμένει απροσπέλαστος μέσα στον κόσμο των ιδεών. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Πλάτων προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον άκτιστο Θεό και στον κτιστό κόσμο, διότι η λογική του τού υπεδείκνυε ότι δεν μπορεί να υπάρχει σχέση και ανάμειξη.
Η εξέλιξη των πλατωνικών ιδεών μας φέρνει στον ελληνιστή Ιουδαίο φιλόσοφο Φίλωνα, ο οποίος στην προσπάθεια του να συνθέσει την ιδέα περί Θεού, που επικρατούσε στην ελληνική σκέψη σαν μια υπερβατική και απρόσωπη αρχή και από την άλλη μεριά την βιβλική άποψη περί Θεού, ο οποίος ενεργεί και δρα εν τω κόσμω, διατηρεί το υπερβατικό του Θεού, αλλά συγχρόνως τον φέρει να έρχεται σε έμμεση επικοινωνία με τον κόσμο, με την παραδοχή ότι ο Θεός πλέον ενεργεί μέσα από μεσάζουσες δυνάμεις, η ύψιστη από τις οποίες είναι ο Λόγος. Έτσι λοιπόν, κατά τον Φίλωνα, ο οποίος προσπάθησε να παντρέψει, θα λέγαμε, τον Ελληνισμό και τον Ιουδαϊσμό, που ο μεν Ελληνισμός δεχόταν έναν απομεμακρυσμένο, υπερβατικό Θεό, χωρίς ανάμειξη με ό,τιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, και από την άλλη μεριά την ιουδαϊκή αντίληψη περί Θεού, ότι ο Θεός ενεργεί εν τω κόσμω, ο Φίλων υπέθεσε ότι οι ενέργειες του Θεού εκδηλώνονται έμμεσα μέσα από μεσάζουσες δυνάμεις, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι ο Λόγος.
Ανάλογες προσπάθειες έγιναν και στο χώρο του μέσου Πλατωνισμού και στα ποικίλα σχήματα των Γνωστικών. Οι Γνωστικοί, αυτές τις ενδιάμεσες, τις μεσάζουσες δυνάμεις, τις ονόμασαν αιώνες. Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε, για ποιόν λόγο ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε προσπάθεια από τους αιρετικούς να ενταχθεί ανάμεσα στα κτίσματα, μεταξύ δηλαδή των κτισμάτων και έτσι να κατακρημνισθεί από το αξίωμα του ως κατά φύση, κατ’  ουσίαν Θεός.

4. Από την ειδωλολατρική φιλοσοφία στον Άρειο
Είδαμε προηγουμένως ότι το κήρυγμα του χριστιανικού Ευαγγελίου είχε να αντιμετωπίσει τους σοφούς του κόσμου, αλλά και τα κρατούντα φιλοσοφικο-θρησκευτικά συστήματα. Έτσι λοιπόν στην προσπάθεια τους ορισμένοι να συμβιβάσουν το Ευαγγέλιο με την κοσμική σοφία και να το περιορίσουν στην ανθρώπινη διάνοια με τη δική τους την προσωπική λογική, το αλλοίωσαν. Είδαμε ότι οι δύο κυριαρχούσες τάσεις της εποχής εκείνης ήταν ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός. Ο Ελληνισμός είχε έναν θεό υπερβατικό, ο οποίος δεν μπορούσε να έχει καμία απολύτως σχέση με την δημιουργία του, δηλ. με τα κτίσματα, και υπήρχαν διάφορες φιλοσοφικές προσπάθειες γεφύρωσης αυτού του χάσματος, οι οποίες προέβλεπαν έναν ενδιάμεσο, όπως είπαμε και προηγουμένως, μια θεότητα κατώτερη από τον θεό που δέχονταν, και που ο Φίλων την ονόμασε Λόγο.
Οι απόπειρες αυτές της φιλοσοφίας για την επίλυση του προβλήματος των σχέσεων του θεού και του κόσμου, με το να ρίξουν το βάρος στην διαφύλαξη της υπερβατικότητας του θεού με την εισαγωγή των ενδιάμεσων όντων, τα οποία ήταν κατώτερα από τον θεό και δημιουργήθηκαν από αυτόν και τα οποία δημιούργησαν εν συνεχεία τον κόσμο, επηρέασαν σημαντικά όλες τις αιρετικές αυτές διδασκαλίες, οι οποίες υποτιμούν λίγο ή πολύ το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Τέτοιες είναι αυτές που αποδέχονται επί παραδείγματι το σύστημα της υποτάξεως του Θεού στον Πατέρα, μεταξύ των οποίων κατατάσσονται και σχετικές απόψεις ορισμένων απολογητών. Βέβαια, στους απολογητές αυτούς δεν έχουμε καμία άρνηση της θεότητος του Υιού, η οποία μάλιστα είναι ρητά εκπεφρασμένη. Οι απολογητές δηλαδή δέχονται ρητά την θεότητα του Υιού. Με την πάροδο του χρόνου έχουμε τις ιδέες αυτές να εξελίσσονται και φτάνουμε στον Άρειο, ο οποίος τράβηξε στα άκρα αυτού του είδους τις φιλοσοφικές αντιλήψεις και ο οποίος θεώρησε και κήρυξε ότι ο Υιός δεν είναι Θεός κατά φύση, αλλά είναι κτίσμα του Θεού Πατρός. Ο πρώτος λοιπόν στόχος των αιρετικών ήταν ο Υιός του Θεού.  Μαθητές θα λέγαμε του Αρείου, οι οποίοι ήταν και οι θεωρητικοί αποδέκτες και εξελικτές των θεωριών του αυτών, των κακοδοξιών και των αιρέσεων είναι, όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν, ο Αέτιος και ο Ευνόμιος.

5. Η Ιουδαϊκή αντίληψη
Το δεύτερο θρησκευτικό σύστημα της εποχής εκείνης, το οποίο είχε άμεση επίδραση στην διαμόρφωση των αιρετικών κακοδοξιών εναντίον της θεότητος του Υιού και αργότερα του Αγίου Πνεύματος είναι το Ιουδαϊκό σύστημα. Για τους Ιουδαίους, η θεολογία, έτσι όπως είχε εξελιχτεί, αποδεχόταν έναν αυστηρό μονοθεϊσμό. Έτσι, η τριαδικότητα του Θεού εσήμαινε γι’  αυτούς πολυθεΐα και ταυτόχρονα κατάργηση της μοναρχίας του Πατρός. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση των Ιουδαίων, που φαίνεται και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, κατά της θεότητος του Χριστού. Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο Έ κεφάλαιο στίχο 18, διαβάζουμε: «δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι ότι ου μόνον έλυε το Σάββατον, αλλά και Πατέραν ίδιον έλεγεν τον Θεόν ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ» (Γι’ αυτά τα λόγια λοιπόν οι Ιουδαίοι άρχοντες επιζητούσαν ακόμη περίσσότερο να τον σκοτώσουν, γιατί όχι μόνο παραβίαζε τους κανόνες για το Σάββατο, αλλά και έλεγε πατέρα δικό του τον Θεό και με αυτό τον τρόπο εξίσωνε ο Ιησούς τον εαυτό του με τον Θεό. Το ότι δηλαδή ο ο Ιησούς ονόμαζε τον εαυτό του Υιό του Θεού και με το δεδομένο ότι εννοιολογικά η υιότης αναφέρεται στην ίδια φύση του Υιού με τον Πατέρα, ήταν φανερό για τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς εξίσωνε τον εαυτό του με τον Θεό. Έλεγε δηλαδή, ότι είναι Υιός του Θεού Πατρός και κατά συνέπειαν κατά φύσιν Θεός. Αυτό το πράγμα δεν μπορούσαν ούτε να το αντιληφθούν ούτε να το αποδεχτούν οι Ιουδαίοι. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος, για τον οποίον τον οδήγησαν στον Σταυρό.
Κάτω λοιπόν από το πρίσμα αυτής της αυστηρής μονοθεΐας, η οποία εσφαλμένα ερμηνευόταν έτσι από τους Ιουδαίους μέσα από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, η θεώρηση του τριαδικού προβλήματος οδήγησε στην υποτίμηση του Υιού. Έχουμε λοιπόν υποτίμηση του Υιού από την πλευρά των Ελλήνων, για να προσαρμοστεί ο Υιός στην ελληνική φιλοσοφία, αλλά έχουμε και υποτίμηση του Υιού από την πλευρά των Ιουδαίων, έτσι ώστε το χριστιανικό κήρυγμα να προσαρμοστεί στην αυστηρή μονοθεϊστική αντίληψη που είχαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι εσφαλμένα ερμήνευαν την Παλαιά Διαθήκη. Διότι, όπως  και στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε, πολλές είναι οι αναφορές και στην Παλαιά Διαθήκη περί της τριαδικότητας του Θεού.

6. Μοναρχιανοί και Υιοθετιστές
Ήδη λοιπόν, ακόμα και λίγο πριν από τον Άρειο εμφανίστηκαν δύο αιρετικές κακοδοξίες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν και οι δύο με τον όρο μοναρχιανοί, από το ότι κατοχύρωναν  τη μοναρχία του Πατρός με την απόρριψη, κάθε μία με διαφορετικό τρόπο, της θεότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη ομάδα των μοναρχιανών, οι τροπικοί μοναρχιανοί, σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Σαβέλλιος, θεωρούν τα τρία μέλη της Τριάδος  απλώς σαν ιδιαίτερους τρόπους, εξ ου και τροπικοί, της φανερώσεως του Θεού μέσα στον κόσμο και όχι σαν ιδιαίτερες υποστάσεις μέσα στη θεότητα. Έλεγαν, δηλαδή, ότι ο ένας  Θεός εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατήρ, στην Καινή Διαθήκη ως Υιός και στην Εκκλησία ως Άγιον  Πνεύμα. Δεν δέχονταν λοιπόν ότι συνυπάρχουν στον τριαδικό Θεό, οι τρεις ξεχωριστές και ασύγχυτες μεταξύ τους υποστάσεις, τα τρία ξεχωριστά πρόσωπα.
Η άλλη μερίδα είναι οι δυναμικοί μοναρχιανοί, της οποίας ιδρυτής είναι ο Παύλος ο Σαμοσατέας και τελικός διαμορφωτής των απόψεων της ο Λουκιανός. Αυτοί εξελάμβαναν τον Υιό σαν απλή δύναμη του Θεού εξ’ ου και δυναμικοί. Δεν θεωρούν λοιπόν τον Υιό ως ξεχωριστή υπόσταση, ως ένα ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά ως μια άψυχη και άλογη δύναμη, η οποία ενοίκησε στον άνθρωπο Ιησού, που λόγω της ηθικής του προκοπής και τελείωσης, υιοθετήθηκε από τον Θεό και έγινε κατά Xάριν Υιός αυτού.
Αντίστοιχες αντιλήψεις έχουμε και περί του Αγίου Πνεύματος στη σημερινή εποχή. Πολλοί, όπως θα δούμε, ισχυρίζονται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ξεχωριστό πρόσωπο ή υπόσταση, αλλά απρόσωπη δύναμη. Επανερχόμενοι λοιπόν στους δυναμικούς μοναρχιανούς, εξαιτίας ότι αυτοί εδέχοντο ότι ο άνθρωπος Ιησούς, ο οποίος εδέχθη την δύναμη του Λόγου του Θεού μέσα Του, λόγω της ηθικής του τελείωσης, και ο οποίος υιοθετήθηκε από τον Θεό, εξαιτίας αυτής τους της αντίληψης ονομάζονται και υιοθετιστές.

7. Η εκ των έσω επίθεση στην Εκκλησία, δια των Αρειανικών αιρέσεων
Οι επιδράσεις αυτές που αναφέραμε της ελληνικής σκέψης και τoυ ιουδαϊσμού στην χριστιανική διδασκαλία θίγουν το ουσιαστικότερο στοιχείο του χριστιανικού μηνύματος, δηλαδή την δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου δια του ενανθρωπήσαντος Θεού. Ο Μέγας Αθανάσιος στον λόγο του κατά Αρειανών αναφέρει τα εξής: «Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονε Θεός, αλλά Θεός ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ίνα μάλλον ημάς θεοποιήσει. Αυτός είναι ο λόγος της σωτηρίας.» Αλλοιώνεται λοιπόν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας με αυτού του είδους τις αντιλήψεις. Αυτές οι επιδράσεις αποτέλεσαν και την δόλια αντεπίθεση των θρησκευτικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν ηττηθεί κατά κράτος από τον χριστιανισμό.
Ο κόσμος, αφού νικήθηκε στην ανοιχτή σύγκρουση με την Εκκλησία κατά τη διάρκεια των διωγμών, επιχειρεί τώρα κρυφά και με το πρόσχημα δήθεν του χριστιανισμού να λάβει εκδίκηση. Διότι, όπως βλέπουμε αλλοιώνεται τελείως το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας και του Ευαγγελίου. Έτσι, οι αιρέσεις αποτελούσαν και αποτελούν τον Δούρειο Ίππο του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού μέσα στην παράταξη της Εκκλησίας. Δεν είναι ένας εξωτερικός πόλεμος, αλλά είναι ένας πόλεμος, ο οποίος βρίσκεται μέσα από τα τείχη.
Για τούτο και οι Πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος και οι Καππαδόκες στη συνέχεια, επιχειρούν να αποκαλύψουν με σαφήνεια το αληθινό πρόσωπο του Αρειανισμού και των υποστηρικτών του, όπως επίσης και των θεωρητικών ακολούθων του. Ο Αρειανισμός και τα παρακλάδια που ξεφύτρωσαν από αυτόν, αποτελούν κληρονόμο της ασεβείας των Ελλήνων, των Ιουδαίων και των Μανιχαίων. Ο Μέγας Αθανάσιος λέγει: «Αλλ’ ουκ εστί τούτο της Εκκλησίας, του δε Σαμοσατέως εστί και των νυν Ιουδαίων το φρόνημα. Διατί ουν τα εκείνων φρονούντες ουχί και ως οι Ιουδαίοι περιτέμνονται, αλλ’ υποκρίνονται τον χριστιανισμόν και προς αυτόν έχουσιν την μάχην;». Είναι το ερώτημα που υποβάλαμε με απλούστερα λόγια προηγουμένως, ότι δηλαδή πολλοί αιρετικοί υποκρίνονται χριστιανισμό, ενώ στην ουσία η πίστη τους είναι των Ελλήνων το φρόνημα ή των Ιουδαίων.
Ο δε Μέγας Βασίλειος στον «κατά Σαβελλιανών λόγο», λέει πολύ χαρακτηριστικά τα εξής: «Επειδή γαρ είδεν ο σοφός του κακοποιήσαι διάβολος την προς Έλληνας και Ιουδαίους των χριστιανών αλλοτρίωσιν και  ότι ευθύς εκ των ονομάτων έχομεν προς αυτούς πολεμίως, το ημέτερον επιθείς εκατέροις όνομα ούτως επισάγειν επιχειρεί πάλιν την ιουδαϊκήν άρνησιν και την ελληνικήν πολυθεΐαν». Δηλαδή επειδή είδε ο σοφός στο να κακοποιεί διάβολος την αλλοτρίωση των χριστιανών προς τους Έλληνες και τους Ιουδαίους, και ότι αμέσως διακείμεθα με εχθρικό τρόπο απέναντι τους, εξαιτίας της διαφοράς των ονομάτων, άλλο δηλαδή οι χριστιανοί και άλλο οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες, αφού βάζει και στους δυο το ίδιο όνομα, δηλαδή σκεπάζει με το χριστιανικό κάλυμμα και όνομα τις ιουδαϊκές και ελληνικές κακοδοξίες, με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να επανεισαγάγει την ιουδαϊκή άρνηση και την ελληνική πολυθεΐα. Δηλαδή προσπαθεί ο διάβολος ντύνοντας με το όνομα του χριστιανού και της χριστιανικής διδασκαλίας τους αιρετικούς και τις κακοδοξίες τους, οι οποίες προέρχονται  και δεν είναι άλλες παρά οι ιουδαϊκές πλάνες και οι ελληνικές ειδωλολατρικές αντιλήψεις, να αλλοτριώσει και να αλώσει την χριστιανοσύνη.
Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκληθη το 325 στη Νίκαια, για να αντιμετωπίσει ακριβώς αυτήν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ως προς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Το ζήτημα περί του Αγίου Πνεύματος δεν είχε ακόμη προβληθεί και ως εκ τούτου η Ομολογία Πίστεως της Νικαίας διακήρυσσε μεν την πίστη στο Άγιο Πνεύμα, δεν έκανε όμως ιδιαίτερες και εκτεταμένες διασαφήσεις. Τούτο το έκανε η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 381 και η οποία συμπλήρωσε το περιεχόμενο της Συνόδου της Νικαίας με ειδική αναφορά στο περιεχόμενο της πίστεως περί του Αγίου Πνεύματος και έτσι ολοκλήρωσε την Τριαδική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτό έγινε διότι στο μεταξύ των δύο Συνόδων διάστημα εμφανίστηκαν διδασκαλίες οι οποίες υποτιμούσαν το Άγιο Πνεύμα και οι οποίες πήραν το όνομα πνευματομαχικαί. Αυτές προήρχοντο και πάλι από τον χώρο του Αρειανισμού, του αυστηρού και του μετριοπαθούς.
Ο Άρειος, αν και   ασχολήθηκε μόνο με το πρόβλημα του Υιού, μπορεί σαφώς να συναχθεί από τις προϋποθέσεις της διδασκαλίας του ότι ήταν και αυτός πνευματομάχος. Μόνος ο Πατήρ είναι κατά τον Άρειο αγέννητος και απολύτως υπερβατικό Όν ,όλα τα άλλα είναι κτίσματα. Μεταξύ των κτισμάτων κατέχει εξέχουσα θέση ο Υιός - αυτά ισχυρίζεται ο Άρειος - ο οποίος είναι το δημιουργούν Κτίσμα δηλ. το κτίσμα εκείνο το οποίο έκανε τη Δημιουργία. Και σε αυτό διαφέρει από τα άλλα κτίσματα, στο ότι δηλαδή δημιουργεί σαν όργανο όμως του Πατρός. Για τούτο και ο Μέγας Αθανάσιος θεωρεί συνεπή και εύλογη την πνευματομαχική στάση των οπαδών του Αρείου, των Αρειανών.
Με σαφήνεια όμως διακήρυξαν τις πνευματομαχικές τους απόψεις οι ακραίοι Αρειανοί, Αέτιος και Ευνόμιος. Και όπως αναφέρεται στον Μέγα Βασίλειο, κατά τον Ευνόμιο ο μεν Υιός είναι ποίημα του αγεννήτου Πατρός, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, είναι ποίημα του Μονογενούς Υιού, είναι κτίσμα δηλαδή, που δημιουργήθηκε κατά την κακοδοξία του Ευνομίου από τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η διαφορά του από τα άλλα κτίσματα έγκειται στο ότι είναι το πρώτο και μείζον ποίημα, δημιούργημα του Μονογενούς. Κάτω από τη γενική λοιπόν αυτή έννοια, πνευματομάχοι είναι όλοι οι Αρειανοί και αυτό φαίνεται και στις μέρες μας για όσους συγκεκαλυμμένα ίσως και για τους υπολοίπους οι οποίοι απροκάλυπτα υποστηρίζουν αρειανικές απόψεις και διδασκαλίες.  
Ειδικά όμως πνευματομάχοι απεκλήθησαν οι μετριοπαθείς Αρειανοί που ονομάστηκαν Ομοιουσιανοί αυτοί δεν δέχονταν το ομοούσιον του Υιού με τον Πατέρα και έλεγαν ότι ο Υιός δεν έχει την ίδια, αλλά όμοια ουσία, δηλαδή φύση, προς τον Πατέρα, απέκλειαν όμως ότι Αυτός ήταν κτίσμα. Για το Πνεύμα το Άγιον όμως αυτοί διακήρυτταν, όμοια με τους ανομοίους, δηλαδή τους οπαδούς του Ευνομίου, ότι Αυτό ήταν κτίσμα.

Απομαγνητοφώνηση: Ε. Δ.
Ο.Ο.Δ.Ε

Α΄ μέρος Επιστολής τού Αγίου Βασιλείου: "Περί τού Αγίου Πνεύματος"


counter

2ο Μέρος
"Εξ ού", "δι ού", "εν ώ".
Προθέσεις περί τού Αγίου Πνεύματος
Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
Ομιλία Νο 123
Η Εκκλησία δεν δογματίζει χωρίς αιτία. Και ο λόγος είναι, ότι το δόγμα τής Εκκλησίας, ΔΕΝ είναι μία θεωρητική "ιδεολογία", αλλά είναι πρωτίστως εκλογίκευση και καταγραφή τής αληθινής ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ τής θέασης τού Θεού. Ο πιστός καλείται, όχι να "μάθει", αλλά να "βιώσει" τον Ζώντα Θεό. Γι' αυτό και δεν ανήκει στις πρωτεραιότητες τής Εκκλησίας, μία συστηματική καταγραφή τού Χριστιανικού δόγματος. Όταν όμως οι αιρέσεις επιχειρούν να παραχαράξουν αυτό το δόγμα, η Εκκλησία κατ' ανάγκην υποχρεώνεται να καταγράψει την αληθή εν Χριστώ εμπειρία, ώστε να προστατέψει τα μέλη της από την πλάνη. Αυτός είναι και ο λόγος που έγραψε ο άγιος Βασίλειος την επιστολή αυτή που θα εξετάσουμε σήμερα, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιεύουμε το παρόν άρθρο. Επειδή "λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι τού ποιμνίου", διδάσκουν ψευδείς διδασκαλίες δήθεν ως Χριστιανικές, και παρασύρουν ανθρώπους στην απώλεια.
(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 15-9-1995).
1. Οι ειδωλολατρικές και Αρειανικές καταβολές τών Πνευματομαχητών
Όσοι προσπάθησαν να αντιταχθούν στη θεότητα του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποίησαν με εσφαλμένο παραπλανητικό τρόπο ορισμένες προθέσεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ας υπενθυμίσουμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιαστικό στο να αντιληφθούμε ότι η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο υπόστασης, και μάλιστα το τρίτο πρόσωπο του Ενός εν Τριάδι Θεού, είναι η αρχαιότερη διδασκαλία για την αλήθεια του Ευαγγελίου. Αντίθετα, οι αιρετικές απόψεις, οι οποίες αποτέλεσαν τον δογματικό πυρήνα των αιρέσεων, ήρθαν αρκετά αργότερα.
Ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός, ύστερα από την περίοδο  των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, προσπάθησαν να αλώσουν την Εκκλησία αλλοιώνοντας και διαστρέφοντας την ευαγγελική αλήθεια με τα διάφορα ειδωλολατρικά ή κακόδοξα πιστεύω τους. Έτσι λοιπόν, η πρώτη σημαντική αιρετική κίνηση έγινε από τον Άρειο, με  πρώτο στόχο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού που ενανθρώπησε, για να σώσει το ανθρώπινο Γένος και για τον οποίο οι αποδείξεις περί της θεότητάς Του, και μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και μέσα από τα κείμενα και ιδιαιτέρως την Αγία Γραφή, είναι αδιαμφισβήτητες.
Έτσι λοιπόν, ο Άρειος ακολουθώντας και τις ελληνιστικές, αλλά και τις ιουδαϊκές τάσεις, θεώρησε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι της ιδίας φύσεως με τον Πατέρα, αλλά είναι κτίσμα. Δεν έκανε λόγο καθόλου για το Άγιο Πνεύμα και έτσι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια κατηγορηματικά αναίρεσε τη διδασκαλία του Αρείου, ως αιρετική περί του Υιού, αλλά δεν έκανε εκτεταμένο λόγο περί του Αγίου Πνεύματος, γιατί απλούστατα δεν είχε εγερθεί αντίστοιχο ζήτημα. Όμως, αν και ο Άρειος δεν είχε ευθέως θέσει ζήτημα περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ωστόσο είχε θέσει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και στη συνέχεια ακραίοι Αρειανοί, όπως ο Αέτιος και ο Ευνόμιος διατύπωσαν με σαφήνεια αυτού του είδους την κακοδοξία: Ότι δηλαδή, όπως ποίημα, κατά την άποψη του Αρείου και τη δική τους, ήταν ο Υιός, ποίημα είναι και το Άγιο Πνεύμα, δηλ. κτίσμα, που σημαίνει ότι διαφέρει η φύση του από τη θεία φύση του Πατρός.
Είχε έρθει λοιπόν ένα καινούριο ζήτημα στην Εκκλησία και χρειάστηκε το 381 μ.Χ. να συγκληθεί δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, για να αναιρέσει αυτές τις πλάνες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι με την γενική έννοια είναι Πνευματομάχοι όλοι οι Αρειανοί, συμπεριλαμβανομένων και των οπαδών συγχρόνων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες ωστόσο ενστερνίζονται και πιστεύουν στις κακοδοξίες και τις πλάνες του Αρείου.

2. Γιατί ο άγιος Βασίλειος έγραψε την "περί Αγίου Πνεύματος" πραγματεία του
Κατά το χρονικό διάστημα μετά την καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, άρχισε να παίρνει μορφή η Πνευματομαχική διδασκαλία, δηλαδή η διδασκαλία των αιρετικών εκείνων οι οποίοι υποστήριζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ότι το Άγιο Πνεύμα διαφέρει κατά τη φύση από τον Θεό Πατέρα και ως εκ τούτου συγκαταλέγεται μεταξύ των κτισμάτων. Πολλοί από τους ποιμένες και πατέρες της Εκκλησίας χρειάστηκε να δώσουν αντίστοιχες μάχες για την περιφρούρηση της αληθείας τους Ευαγγελίου μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας. Και συγκεκριμένα, όταν ο γνωστός του Ευστάθιος Σεβαστείας άρχισε σιγά-σιγά να αποκλίνει από την Ορθόδοξη διδασκαλία και να ενστερνίζεται τις Πνευματομαχικές κακοδοξίες, ο Μέγας Βασίλειος προσπάθησε με οικονομία και με τρόπο πραγματικά ανάλογο χριστιανού ποιμένος να τον διορθώσει και να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Τελικά όμως ο Ευστάθιος Σεβαστείας τράβηξε τον δρόμο της αίρεσης και κατηγόρησε μάλιστα σε ορισμένα σημεία και τον Μέγα Βασίλειο ως προς τις θέσεις της Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, χρειάστηκε ο Μ. Βασίλειος να γράψει μια σπουδαιότατη πραγματεία, την «περί του Αγ. Πνεύματος» περίπου κατά το 375 μ.Χ., την οποία και απέστειλε στον μαθητή του, Επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο. Μέσα από αυτή την επιστολή, θα δούμε τις θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τις κακοδοξίες που ανεφύησαν εκείνη την εποχή περί του Αγίου Πνεύματος.

3. Η κατηγορία τών Πνευματομάχων κατά τού Αγίου Βασιλείου
Το πρώτο τμήμα της επιστολής αυτής αναφέρεται στο εξής ζήτημα: Ο Μέγας Βασίλειος, κατά τη διάρκεια των λατρευτικών συνάξεων, χρησιμοποιούσε εν γένει δύο δοξολογικούς  τύπους. Αφενός το: «Δόξα τω Θεώ και Πατρί μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω Αγίω» και αφετέρου το: «Δόξα τω Θεώ και Πατρί δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι.»
Πολλοί λοιπόν από τους Πνευματομάχους συμπεριλαμβανομένου και του Ευσταθίου Σεβαστείας, τον κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιεί με εσφαλμένο τρόπο τις συλλαβές, τις προθέσεις δηλαδή, και έτσι στο πρώτο μέρος της επιστολής που έστειλε προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου ο Μεγας Βασίλειος απαντά ακριβώς σε αυτό το ζήτημα. Εν περιλήψει, όπως θα δούμε πιο εκτεταμένα στη συνέχεια, το ζήτημα αυτό έχει ως εξής: Ο Αέτιος, ο μαθητής του Αρείου ισχυριζόταν, για να αποδείξει στην ουσία ότι η φύση του Πατρός είναι διαφορετική από τη φύση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ότι για μεν τον Πατέρα χρησιμοποιείται η πρόθεση «εκ», δηλαδή αντιστοιχούν και πρέπουν εκφράσεις, όπως το «εξ ου» (εκ του οποίου), για δε τον Υιό το «δι’ ου» (διά του οποίου), ενώ για το Πνεύμα το Άγιο πρέπει η έκφραση «εν o», (δηλαδή εν τω Αγίω Πνεύματι). Το δε διάφορο των προθέσεων σημαίνει, κατά τον Αέτιο, το διάφορον των φύσεων.
Επάνω σε αυτό ο Μέγας Βασίλειος, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κάνει μια εκτενή έρευνα. Τα επιχειρήματα που φέρνει έρχονται και από τον χώρο της κατά κόσμον σοφίας, αλλά και από πλείστα χωρία της Αγίας Γραφής. Η επιχειρηματολογία λοιπόν εναντίον αυτών των κακοδοξιών και των στρεβλών υποθέσεων των Πνευματομάχων και ιδιαιτέρως του Αετίου είναι το θέμα του πρώτου μέρους της επιστολής «Περί του Αγίου Πνεύματος», την οποία θα ξεκινήσουμε να μελετούμε στη συνέχεια. Ας εξετάσουμε συνεπώς αυτή την επιστολή, η οποία γράφτηκε περί το 375 μ.Χ. ενόψει των νεοφανεισών τότε Πνευματομαχικών αιρέσεων.

4. Η σημασία τών μικρών λέξεων στην αναζήτηση τής σοφίας
Ξεκινώντας στην εισαγωγή το γράμμα του αυτό ο Μέγας Βασίλειος επαινεί τον Αμφιλόχιο Ικονίου για τις ερωτήσεις που του έχει υποβάλλει λέγοντας τα εξής: «Αν εις τον ανόητον που ερωτά, αναγνωρίζεται σοφία» και εδώ παραθέτει από το κεφ. 17 και στίχο 28 του βιβλίου των Παροιμιών, που αναφέρει:  «ανοήτω επερωτήσαντι σοφίαν, σοφία λογισθήσεται». «Πόσον άξιον θα θεωρήσουμε τον συνετόν ακροατή, ο οποίος από τον προφήτη» - εννοεί τον Ησαΐα 3ο κεφάλαιο και στίχο 3 – «παραλληλίζεται με θαυμαστό σύμβουλο; Είναι πράγματι δίκαιο να αξιώσουμε κάθε έπαινο και να οδηγήσουμε σε μεγαλυτέρα πρόοδο αυτούς που συμμερίζονται τον ζήλο και συμπάσχουν σε όλα με αυτόν που κατευθύνεται προς την τελείωση. Το ότι δηλαδή ακούν τις λέξεις που έχουν θεολογικό περιεχόμενο όχι παρέργως, αλλά προσπαθούν να ανιχνεύσουν το νόημα των λέξεων που κρύβεται σε κάθε λέξη και κάθε συλλαβή, χαρακτηρίζει ανθρώπους ευσεβείς που γνωρίζουν τον σκοπό της κλήσεώς μας, ότι δηλαδή έχουμε επιλεχθεί να ομοιωθούμε προς τον Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό στην ανθρώπινη φύση. Η ομοίωσις όμως δεν επιτυγχάνεται χωρίς τη γνώση. Η δε γνώση δημιουργείται με τη διδασκαλία. Και αρχή της διδασκαλίας είναι ο λόγος. Μέρη δε του λόγου είναι οι συλλαβές και οι λέξεις. Ώστε δεν είναι έξω από τον σκοπό η εξέταση των συλλαβών.»
Φτάνει έτσι ο Μέγας Βασίλειος στο πρώτο θέμα, στο οποίο θα απαντήσει με την εν λόγω επιστολή, δηλαδή το θέμα των συλλαβών. Συγκεκριμένα των προθέσεων με τις οποίες προσφωνούνται ή χρησιμοποιούνται στους δοξολογικούς τύπους, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «το ότι είναι μικρά τα ερωτήματα, όπως θα νομίσει κάποιος, δε σημαίνει ότι πρέπει να τα παραβλέψουμε, αλλά επειδή η αλήθεια δύσκολα συλλαμβάνεται πρέπει από παντού να την εξιχνιάσουμε. Διότι, αν, όπως οι τέχνες, έτσι και η απόκτηση της ευσεβείας αυξάνεται με μικρές προσθήκες, τίποτε δεν πρέπει να παραβλέπουμε από όσα οδηγούν στη γνώση. Διότι, αν κάποιος παραβλέψει τα πρώτα στοιχεία σαν μικρά, ποτέ δεν θα επιτύχει την τελειότητα της σοφίας.»
Και στη συνέχεια φέρνει κάποια αντίστοιχα παραδείγματα. Λέγει: «Το ναι και το ου (δηλ. το όχι) είναι δύο συλλαβές, αλλά όμως το ύψιστο των αγαθών, δηλαδή η αλήθεια και το έσχατο όριο της πονηρίας, δηλαδή το ψεύδος, περιέχονται πολλές φορές μέσα στις μικρές αυτές λέξεις. Γιατί όμως τα λέγω αυτά; Ήδη και με το να νεύσει κανείς το κεφάλι του εις τα υπέρ του Χριστού μαρτύρια, θεωρείται ότι πέτυχε την πλήρη ευσέβεια. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, ποια από τις λέξεις με θεολογικό περιεχόμενο είναι τόσο ασήμαντη, ώστε και όταν είναι καλή ή το αντίθετο, να μην έχει μεγάλη επίδραση είτε θετική είτε αρνητική; Διότι, αν εκ του ευαγγελικού νόμου δεν πρόκειται να εκλείψει ούτε ένα « ι » , δηλ. ούτε ένα γράμμα, πώς θα ήταν ακίνδυνο για μας να προσπερνάμε και τα πλέον μικρά;»
 Με αυτή την εισαγωγή είναι έτοιμος πλέον να μπει στο θέμα της ερώτησης, για το οποίο και γράφηκε το πρώτο αυτό κομμάτι της επιστολής προς τον Αμφιλόχιο.  Λέγει λοιπόν: «Αυτά που εσύ ο ίδιος μου ζήτησες να διευκρινίσω είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Ως προς τη συντομία της προφοράς είναι μικρά, και γι’ αυτό τον λόγο ίσως να είναι ευκαταφρόνητα. Ως προς τη δύναμη όμως της σημασίας τους είναι μεγάλα. Όταν προ ολίγων ημερών επροσευχόμουν με τον λαό και προσέφερα δοξολογία εις τον Θεό Πατέρα κατά δύο τρόπους: Άλλοτε μεν μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω Αγίω, άλλοτε δε δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι εξηγέρθησαν εναντίον μου μερικοί από τους παρόντες, ισχυριζόμενοι ότι χρησιμοποιώ λέξεις που ξενίζουν, συγχρόνως δε που είναι αντίθετες μεταξύ τους». Εδώ αναφέρεται ο Άγιος Βασίλειος σε εκείνους που ήταν από την παράταξη των Πνευματομάχων ή είχαν επηρεαστεί από την διδασκαλία του Αετίου, ότι οι προθέσεις αυτές πρέπει η καθεμία να αποδίδεται μόνον στο ένα από τα πρόσωπα που προαναφέραμε, το «εκ» στον Πατέρα, το «διά» στον Υιό και το «εν» στο Άγιο Πνεύμα.
Συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Συ όμως, για την ιδική τους προ παντός ωφέλεια, αλλά και αν είναι παντελώς ανίατη, για την ασφάλεια αυτών που τους συναναστρέφονται ζήτησες να διατυπωθεί μια ευκρινής διδασκαλία περί της δυνάμεως που έχουν αυτές οι συλλαβές. Πρέπει λοιπόν να μιλήσω με συντομία και να δώσω στον λόγο μου μία αρχή αποδεκτή, κατά το δυνατόν από όλους.».

5. Η αίρεση τών Ανομοίων
Εξηγεί λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος στη συνέχεια, για ποιόν λόγο και με ποιόν τρόπο άρχισαν οι αιρετικοί να παρατηρούν τις συλλαβές. Λέγει: «Η σχολαστική ενασχόληση των ανθρώπων αυτών με τις συλλαβές και τις λέξεις δεν είναι τυχαία, όπως θα νόμιζε κανείς, ούτε οδηγεί σε μικρό κακό, αλλά έχει καταστρώσει ένα εμπεριστατωμένο και κεκαλυμμένο σχέδιο εναντίον της ορθής πίστεως. Επιχειρούν, δηλαδή, να δείξουν ότι ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόμαστε περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος είναι ανόμοιος, για να αποδείξουν έτσι εύκολα την διαφορά των φύσεων. Χρησιμοποιούν δηλαδή, ένα παλαιό σόφισμα που το εφεύρε ο Αέτιος, ο προστάτης αυτής της αίρεσης, ο οποίος γράφει κάπου στις επιστoλές του, ότι: "τα ανόμοια κατά την φύση εκφράζονται ανομοίως. Και αντιστρόφως τα ανομοίως εκφραζόμενα είναι ανόμοια κατά την φύση". Ως μάρτυρα δε των λεγομένων επικαλείται τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος λέγει: «...είς Θεός ο Πατήρ εξ ου (εκ του οποίου) τα πάντα και είς Κύριος Ιησούς Χριστός δι’ ου (διά του οποίου) τα πάντα...» (Α΄ προς Κορινθίους επιστολή κεφ. 8 στιχ. 6). Όποια σχέση έχουν οι συλλαβές μεταξύ τους αυτή τη φύση θα έχουν –λένε– και οι φύσεις που δηλούνται διά των λέξεων. Και είναι ανόμοιο το «εξ ου» προς το «δι’ ου». Επομένως, είναι ανόμοιος και ο Υιός προς τον Πατέρα.
Από αυτή λοιπόν την πλάνη προέρχεται η φλύαρος ενασχόληση αυτών των ανδρών με τις υπό συζήτηση λέξεις. Για τούτο, εις μεν τον Θεόν και Πατέρα αποδίδουν το «εξ ου», σαν ένα αποκλειστικό μερίδιο, για δε τον Υιό και Θεό ξεχώρισαν το «δι’ oυ» (δια του οποίου), για δε το Άγιο Πνεύμα, το «εν ω» (εν τω οποίω), και ισχυρίζονται ότι αυτή η χρήση των συλλαβών ποτέ δεν αλλάζει, ώστε, όπως είπα» - αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος - «μαζί με την διαφορά της εκφωνήσης να δηλώνεται και η διαφορά της φύσης. Δεν μπόρεσαν όμως να αποκρύψουν ότι με την λεπτολογία γύρω από τις λέξεις κατοχυρώνουν την ασεβή πίστη τους. Θέλουν δηλαδή το μεν «εξ ου» (εκ του οποίου) να σημαίνει τον Δημιουργό, το «δι’ oύ» (δια του οποίου) τον συνεργό ή το όργανο, το δε «εν ώ» (εν τω οποίω) να δηλώνει τον χρόνο ή τον τόπο, ώστε ο δημιουργός των όλων, Υιός, να μην θεωρείται κατ’ ουδέν σεμνότερος ενός οργάνου, το δε Άγιο Πνεύμα να εμφανίζεται ότι δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο εις τα όντα από τον τόπο ή τον χρόνο.
Σε αυτή την πλάνη τους οδήγησε και η παρατήρηση των θύραθεν σοφών, οι οποίοι απέδωσαν το «εξ oυ» και το «δι’ oυ» σε διάφορα κατά την φύση πράγματα. Πιστεύουν δηλαδή εκείνοι, οι κατά κόσμον σοφοί, ότι το μεν «εξ  ου» (εκ του οποίου) δηλώνει την ύλη, το δε «δι’ ου» (δια του οποίου) παριστά το όργανο ή γενικώς την προσφορά υπηρεσίας. Ή καλύτερα, διότι τί εμποδίζει, αφού αναφερθούμε σε ολόκληρη τη διδασκαλία τους, να ελέγξουμε εν συντομία και το άσχετο προς την αλήθεια και την ασυμφωνία αυτών των ανδρών προς τους ιδίους τους κοσμικούς σοφούς, αυτοί που ασχολήθηκαν με την μάταια κοσμική σοφία, όταν εξηγούν την φύση του αιτίου κατά πολλούς τρόπους και διαιρούν τούτο σε ιδιαίτερες σημασίες, λέγουν ότι άλλα μεν από τα αίτια είναι αρχικά, άλλα δε συνεργά ή συναίτια, άλλα δε έχουν τη θέση των αναγκαίων αιτίων. Το καθένα λοιπόν από αυτά εκφράζεται κατά ιδιάζοντα τρόπο, ώστε διαφορετικά να δηλώνεται ο Δημιουργός και διαφορετικά το όργανο.
 Στον δημιουργό δηλαδή νομίζουν ότι αρμόζει το «υφ’ oυ» (υπό του οποίου), διότι λέγουν ότι στην κυριολεξία λέγεται ότι το βάθρο κατασκευάστηκε υπέρ του τεχνήτου, στο όργανο όμως αρμόζει το «δι’ ου» (δια του οποίου), διότι λέγουν, ότι το βάθρου κατασκευάζεται διά του σκεπάρνου και του τρυπάνου. Κατά τον ίδιο τρόπο, δέχονται εκείνοι, ότι το «εξ ου» (εκ του οποίου) είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ύλης. Εκ ξύλου π.χ. είναι ένα κατασκεύασμα. Το «καθ’ ώ» (κατά το οποίο), επίσης, δηλώνει αυτό που ενθυμούμεθα ή το υπόδειγμα που είχε ως βάση ο τεχνίτης. Διότι ο τεχνίτης ή σχηματίζει προηγουμένως στη διάνοια του αυτό που κατασκευάζει και εν συνεχεία μετατρέπει τη φαντασία σε έργο, ή βλέπει ένα ήδη υπάρχον υπόδειγμα και καθ’ ομοίωσιν εκείνου κατευθύνει τις ενέργειες. Το δε «δι’ ο» (δια το οποίο) πιστεύουν ότι αρμόζει στον σκοπό. Διά τη χρήση των ανθρώπων π.χ. κατασκευάστηκε το βάθρο. Το δε «εν ο» (εν τω οποίω) παριστά τον χρόνο ή τον τόπο. Πότε επί παραδείγματι έγινε; Εν τώδε τω χρόνω (κατ’ αυτόν τον χρόνο) και πού; Εν τώδε τω τόπω (σε αυτόν τον τόπο). Αυτά, ο χρόνος και ο τόπος, αν και δεν υποβοηθούν σε τίποτε το δημιουργούμενο, όμως χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό να γίνει κάτι. Διότι αυτοί που ενεργούν έχουν ανάγκη του τόπου και του χρόνου.
Αυτές λοιπόν τις παρατηρήσεις της ματαίας και αδειανής σοφίας, αφού έμαθαν αυτοί, (δηλαδή οι αιρετικοί) και εθαύμασαν, τα μεταφέρουν και στην απλή και ατεχνολόγητη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, για να μειώσουν, αφ' ενός τον Θεό Λόγο και να καταργήσουν αφ' ετέρου το Άγιο Πνεύμα. Αυτή λοιπόν την έκφραση που οι θύραθεν σοφοί την έχουν ξεχωρίσει για τα άψυχα όργανα ή για τα ταπεινά και υπηρετικά του ανθρώπου ζώα, δηλ. την έκφραση δι’ ου (δια του οποίου), αυτοί δεν δίστασαν να την μεταφέρουν και εις τον δεσπότη των όλων  και δεν ντρέπονται οι δήθεν χριστιανοί να αποδίδουν στο Δημιουργό της κτίσεως χαρακτηρισμό που αρμόζει στο πριόνι ή το σφυρί.»

6. Μια πρώτη αναίρεση τού ισχυρισμού περί Ανομοίων
Ο Μέγας Βασίλειος, όπως είδαμε προηγουμένως, ξεκινάει από την υπόθεση που κάνουν οι αιρετικοί, οι Πνευματομάχοι, οι οποίοι, για να αποδείξουν ότι ο Υιός, αλλά και το Άγιο Πνεύμα είναι διαφορετικοί κατά την φύση από τον Θεό Πατέρα, στηρίχτηκαν στις διαφορετικές δήθεν συλλαβές που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή και συγκεκριμένα το χωρίο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής κεφ. 8, στιχ. 6, για να αναφερθεί στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Είδαμε λοιπόν, ότι ο Μέγας Βασίλειας κατ’ αρχήν παραθέτει τι λέγουν οι θύραθεν σοφοί, τους οποίους υποτίθεται ακολούθησαν με λεπτομέρεια οι αιρετικοί, για να υποστηρίξουν αυτή τους την υπόθεση.
Και οι κατά κόσμον σοφοί, όταν αναφέρονται σε αυτές τις συλλαβές, σε αυτές τις προθέσεις, τις χρησιμοποιούν, όπως λέγει, αναλυτικά και με παραδείγματα ο Μέγας Βασίλειος: Πρώτον, το «εξ ου» (εκ του οποίου), για να δηλώσουν την ύλη από την οποία προέρχεται ένα κατασκεύασμα, το «δι ου» (δια του οποίου), για να δηλώσουν το όργανο με το οποίο κατασκευάστηκε και το «εν ω», για να δηλώσουν το πότε ή πού κατασκευάστηκε. Και βεβαίως συμπεραίνει από αυτά, ότι προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους οι αιρετικοί δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βλάσφημες εκφράσεις, όπως επί παραδείγματι να ισχυριστούν ότι ο Δημιουργός του σύμπαντος είναι απλώς ένα όργανο με το οποίο εκτίσθησαν τα πάντα και μάλιστα ένα όργανο, όπως ακριβώς το σκεπάρνι ή το πριόνι που χρησιμοποιεί ένας ξυλουργός, για να κατασκευάσει ένα αντικείμενο
Ας δούμε όμως, τι λέγει ο Μέγας Βασίλειος στη συνέχεια για το ίδιο ακριβώς θέμα. Λέγει στην ουσία ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί χωρίς διάκριση αυτές τις συλλαβές. Ας δούμε όμως πώς το αναφέρει ακριβώς στην εν λόγω επιστολή του: «Περί του Αγίου Πνεύματος»  προς τον Αμφιλόχιο: «Εμείς, λέγει, βεβαίως δεχόμαστε ότι και ο αληθινός λόγος της Αγίας Γραφής χρησιμοποιεί συχνά αυτές τις εκφράσεις. Δεν δεχόμαστε όμως ότι η ελευθερία του Αγίου Πνεύματος υπόκειται κατ’ ανάγκη στην μικροπρέπεια των θύραθεν σοφών, αλλά κατά την εκάστοτε περίπτωση μεταβάλλει ανάλογα προς τις ανάγκες τις εκφράσεις. Δεν σημαίνει δηλαδή εξ άπαντος το εξ ου (εκ του οποίου) την ύλη, όπως νομίζουν εκείνοι, αλλά συνηθέστερα η Γραφή χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση, για να δηλώσει την ύψιστη αιτία, όπως επί παραδείγματι στο: «...εις Θεός ... εξ ου τα πάντα...» (Α’ Κορινθ. κεφ. 8, στιχ. 6) και πάλι: «... τα δε πάντα εκ του Θεού...» (Α΄ Κορ. κεφ. 11 στιχ 12).»
Είναι φανερό ότι εδώ το «εκ» και το «εξ ου», δηλαδή  η πρόθεση «εκ», δεν χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την ύλη από την οποία προήλθε κάτι, στην προκειμένη περίπτωση: τα πάντα· αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύψιστη αιτία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος και κατά συνέπεια αποδεικνύει άμεσα ότι είναι εσφαλμένη η υπόθεση που κάνουν οι αιρετικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν δήθεν την κοσμική σοφία για να στερεώσουν την επιχειρηματολογία τους και για να οδηγήσουν τους οπαδούς τους με ασφαλή τρόπο στην πλάνη. Και συνεχίζει ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας: «Βεβαίως πολλές φορές και η Γραφή χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση και για να δηλώσει την ύλη, όπως όταν λέγει: «...ποιήσεις την κιβωτόν εκ ξύλων  ασήπτων... » (Γεν. κεφ. 6, στιχ. 14) και: «...ποιήσεις την λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού...» (Έξοδ. κεφ. 25, στιχ. 30) και: «...ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός...» (Α΄ Κορ. κεφ. 15, στιχ. 47) και: «...εκ πηλού διήρτησέ σοι ως και εγώ» (Ιώβ, κεφ. 33, στιχ. 6), κατά τη μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Αυτοί όμως, δηλαδή οι αιρετικοί, για να παραστήσουν την διαφορά της φύσης καθόρισαν αυστηρά ότι μόνο στον Πατέρα αρμόζει αυτή η λέξη και στηρίχτηκαν μεν γι’ αυτές τους τις παρατηρήσεις στους θύραθεν σοφούς. Δεν τους ακολούθησαν όμως σε όλα με ακρίβεια, αλλά εις μεν τον Υιό, σύμφωνα με εκείνους προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό του οργάνου, εις δε το Άγιον Πνεύμα την ονομασία του τόπου. Διότι εν Πνεύματι λέγουν γίνεται η δημιουργία και δι’ Υιού. Στον Θεό Πατέρα όμως απέδωσαν την έκφραση "εξ ου" και δεν ακολουθούν εδώ τους θύραθεν σοφούς, όπως ισχυρίζονται, αλλά μεταβαίνουν εις την υπό των Αποστόλων χρησιμοποίηση της, όπου λέγεται: «εξ αυτού δε ημείς εστέ εν Χριστω Ιησού (Α΄ Κορ. κεφ. 1, στιχ. 30) και: «...τα δε πάντα εκ του Θεού...» (Α΄ Κορ. κεφ. 11, στιχ. 12).
Ποιο λοιπόν είναι το συμπέρασμα αυτής της τεχνολογήσεως; "Άλλη είναι η φύση του αιτίου, άλλη του οργάνου και άλλη του τόπου. Επομένως,  ο Υιός είναι ξένος κατά τη φύση προς τον Πατέρα, επειδή και το όργανο είναι ξένο προς τον τεχνίτη. Είναι δε ξένο και το Πνεύμα, διότι είναι κάτι διαφορετικό ο τόπος και χρόνος των οργάνων από τη φύση αυτών που τα μεταχειρίζονται.»
Αυτές είναι οι γνώμες των αιρετικών, οι οποίες όμως, όπως βλέπουμε, προσκρούουν και στους θύραθεν σοφούς, αλλά και στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όμως προσκρούουν και αντιβαίνουν και στον εαυτό τους.
Με τον τρόπο αυτό, ο Μέγας Βασίλειος αντιμετωπίζει το πρώτο σκέλος τής ερωτήσεως, το οποίο θα δούμε να ολοκληρώνεται στο επόμενο άρθρο αυτής της σειράς. Εκεί θα δούμε πολύ περισσότερα παραδείγματα από την Αγία Γραφή, όπου ο ισχυρισμός τών Πνευματομάχων καταπίπτει.

Απομαγνητοφώνηση: Ε. Δ.
Ο.Ο.Δ.Ε

Για το Άγιο Πνεύμα(Μ.Βασιλείου)


counter
Βασίλειος ο Μέγας


Πηγή: Επιστολές και άλλα κείμενα τού Μεγάλου Βασιλείου. Εισαγωγή: Στυλ. Παπαδόπουλος, Απόδοση: Βασ. ΜουστάκηςΑποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

[...]
Θ’
Προσδιοριστικές έννοιες για το Πνεύμα, σύμφωνες με τη διδασκαλία των Γραφών
22. Ας εξετάσουμε τώρα και τι λογής είναι οι κοινές μας έννοιες για το Πνεύμα, που τις συνάξαμε γι' αυτό από τις Γραφές και τις κληρονομήσαμε από την άγραφη παράδοση των πατέρων.

Πρώτα λοιπόν, ποιος είναι που, ακούοντας τις ονομασίες του Πνεύματος, δεν νιώθει τον ψυχικό του κόσμο να υψώνεται και δεν πετά η σκέψη του προς την ανώτατη φύση; Γιατί Πνεύμα Θεού έχει ειπωθεί και «Πνεύμα της αληθείας, που από τον Πατέρα εκπορεύεται»(1), «Πνεύμα ευθές»(2), «Πνεύμα ηγεμονικό»(3). «Πνεύμα άγιο»(4) είναι η κύρια και ξεχωριστή του ονομασία, που βέβαια ταιριάζει σαν ονομασία σε κάθε τι το ασώματο και καθαρά άϋλο κι αμέριστο. Έτσι κι ο Κύριος, διδάσκοντας τη γυναίκα που θαρρούσε το Θεό προσκυνητό σε κάποιο τόπο, ότι το ασώματο δεν περιέχεται, λέει: «Πνεύμα είναι ο Θεός»(5). Δεν είναι λοιπόν μπορετό, ακούοντας Πνεύμα, να τυπώσει κανείς μέσα στο νου του περιορισμένη φύση, που να υπόκειται σε μετατροπές κι αλλοιώσεις ή να είναι σε όλα όμοια με την κτίση. Αλλά, ανεβάζοντας πολύ ψηλά τους λογισμούς, είναι ανάγκη ν' αντιληφθεί κάποια ουσία νοερή, άπειρη σε δύναμη, απεριόριστη σε μέγεθος, αμέτρητη με χρόνους ή αιώνες, πάμπλουτη σε βιός αγαθών. Προς αυτό έχουν στραφεί όλα όσα χρειάζονται αγιασμό. Αυτό ποθούν όλα όσα ζουν με αρετή, σαν να ποτίζονται από την άνωθεν πνοή του και να βοηθούνται στο δικό τους και φυσικό σκοπό. Τελειοποιεί τα άλλα, το ίδιο όμως δεν έχει καμμιά έλλειψη. Δεν εξαρτά από πουθενά τη ζωή του, αλλά το ίδιο χορηγεί ζωή. Δεν μεγαλώνει με προσθήκες, αλλά είναι ανέκαθεν ολοκληρωμένο, στον εαυτό του θεμελιωμένο και παντού παρόν. Είναι η πηγή του αγιασμού, φως νοητό, παρέχοντας μες από τον εαυτό του σε κάθε λογικό ον ένα φως σαν άπλετο για την εύρεση της αλήθειας. Απρόσιτο κατά τη φύση. Αντιληπτό εξ αιτίας του ότι είναι αγαθό. Πλημμυρίζει τα πάντα με τη δύναμή του, αλλά μόνο οι άξιοι μετέχουν σ' αυτό. Και δεν μετέχουν κατά το ίδιο μέτρο, αλλά η ενέργειά του μοιράζεται ανάλογα προς την πίστη. Είναι απλό στην ουσία, ποικίλο όμως στις ενέργειες. Ολόκληρο είναι στον καθένα(6)κι ολόκληρο παντού είναι. Μερίζεται δίχως να παθαίνει τίποτα και μετέχει κανείς σ' αυτό ολότελα. Συμβαίνει όπως με το ηλιοφώς. Η χάρη του φαίνεται να είναι παρούσα μονάχα σ' αυτόν που το απολαμβάνει, όμως συνάμα και πάνω στη γη και τη θάλασσα λάμπει και με τον αέρα είναι ανακατωμένο. Έτσι λοιπόν και το Πνεύμα. Στο καθένα απ' αυτά που το δέχονται σαν να είναι μονάχα παρόν, αδιάκοπα αφήνει τη χάρη του ολόκληρη σε όλα. Όσα μετέχουν σ' αυτό, το απολαμβάνουν όσο τους επιτρέπει η φύση τους κι όχι όσο εκείνο μπορεί.

23. Οικείωση δε του Πνεύματος από την ψυχή δεν είναι η τοπική προσέγγισή του -γιατί, πώς θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε σωματικά το ασώματο;- αλλά ο χωρισμός από τα πάθη που, προσθεμένα στην ψυχή σαν συνέπειες της αγάπης προς τη σάρκα, την αποξένωσαν από την οικειότητα του Θεού. Ποιος λοιπόν είναι ο μοναδικός τρόπος για να πλησιάσει κανείς τον Παράκλητο; Αφού καθαρθεί από την αισχρότητα που ντύθηκε με την κακία και ξαναγυρίσει στο φυσικό κάλλος κι αποδώσει σαν σε εικόνα βασιλική την αρχαία μορφή μες από την κάθαρσή της. Κι εκείνος, σαν ήλιος, αφού παραλάβει καθαρισμένο μάτι, θα σου δείξει στον εαυτό του την εικόνα του αοράτου. Κι έτσι, στο μακάριο θέαμα της εικόνας, θα δεις την ανείπωτη ομορφιά του αρχετύπου. Χάρη στο Πνεύμα, οι καρδιές φτερώνονται, χειραγωγούνται οι αδύναμοι, φθάνουν στον τελικό τους σκοπό όσοι προκόβουν. Αυτό, φωτίζοντας τους καθαρισμένους από κάθε κηλίδα, τους κάνει πνευματικούς, χάρη στην κοινωνία τους μαζί του. Κι όπως τα λαμπερά και διάφανα σώματα, σαν πέσει πάνω τους κάποια αχτίνα, γίνονται και τα ίδια περίλαμπρα και πηγάζουν από τον εαυτό τους άλλη φωταύγεια, έτσι κι οι πνευματοφόρες ψυχές. Αφού φωτισθούν από το Πνεύμα, γίνονται κι οι ίδιες πνευματικές και σ' άλλους τη χάρη αχτινοβολούν. Από εδώ προέρχεται η πρόγνωση των όσων μέλλουν να συμβούν, η κατανόηση των μυστηρίων, η αντίληψη των απόκρυφων, τα μοιράσματα των χαρισμάτων, η ουράνια ζωή, η συγκαταρίθμηση με τους αγγέλους, η ανεξάντλητη ευφροσύνη, η διαμονή μαζί με το Θεό, η ομοίωση με το Θεό και το ακρότατο από τα ποθητά, το να γίνει κανείς θεός.

Αυτές λοιπόν είναι οι έννοιες μας για το Άγιο Πνεύμα, που διδαχθήκαμε από τα ίδια τα λόγια του Πνεύματος να πιστεύουμε σχετικά με τη μεγαλωσύνη του και την αξία του και τα ενεργήματά του, λίγες ανάμεσα στις πολλές που θα παραθέταμε.
 



Σημειώσεις

1. Ιω. 15,26.

2. Ψαλ. 50,12.

3. Ψαλ. 50,14.

4. Ψαλ. 50, 13.

5. Ιω. 4,24.

6. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άνθρωπος μετέχει στην ουσία, στη φύση του Θεού. Έχει το άγιο Πνεύμα καθόσον μετέχει στις ενέργειές του.

ΠΗΓΗ.Ο.Ο.Δ.Ε