Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Α. Ο ΑΛΛΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ( Ιωάν 14,16-17)


counter

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (33)


           
           IGNACE  DE LA POTTERIE, S. J.
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
                            ΤΟΜΟΣ  1ος
   Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
                         ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ :  Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΙΙ. Οι πέντε υποσχέσεις

Α. Ο ΑΛΛΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ( Ιωάν 14,16-17)
    
Ας προσεγγίσουμε αμέσως την πρώτη από τις πέντε υποσχέσεις: «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται» (14,16-17).
     Η σημασία αυτής της πρώτης υποσχέσεως είναι μέγιστη, διότι καθιερώνει την συνέχεια ανάμεσα στο έργο του Ιησού και το έργο του Πνεύματος της αληθείας. Αρκετές λεπτομέρειες αυτού του κείμενου υπήρξαν αμφιλεγόμενες. Προκειμένου να αποφύγουμε τις μονομέρειες, επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε κατά το πλείστον, μία από τις επικρατέστερες μεταφράσεις, αυτήν της Βίβλου της Ιερουσαλήμ έκδ. 2α.
1. Ένας άλλος Παράκλητος
     1. Ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές «έναν άλλο Παράκλητο»· κατ’ αυτόν τον τρόπου αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός είναι – ή υπήρξε – και ο ίδιος ένας  Παράκλητος. Με ποια έννοια όμως; Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν εδώ την 1η Επιστολή στην οποία ο δοξασμένος Χριστός αναφέρεται ως ο ουράνιος μεσσίας, ως ο μεσάζων παρά του Θεού· και επιπλέον υποστηρίζουν ότι στην αρχή της πρώτης υποσχέσεως ο Ιησούς εμφανίζεται ως αυτός που μεσιτεύει στον Πατέρα (στ. 16: καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα)· και επομένως είναι «μεσάζων». Αλλά αυτή η ερμηνεία είναι ασφαλώς ανακριβής, διότι σ’ αυτή την πρώτη ομιλία, και ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον νόημα του αποσπάσματος, η παράκληση που απευθύνει ο Ιησούς στον Πατέρα για τους μαθητές του, αφορά στο μέλλον (ἐρωτήσω)· σημαίνει δηλαδή ότι θα πραγματοποιηθεί αφού ο ίδιος δοξασθεί. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να εμφανισθεί ο Ιησούς ήδη από τον Μυστικό Δείπνο ως ένας Παράκλητος-μεσσίας; Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να έχει το νόημα μιας προφητικής αναδρομής· θα μπορούσε να εννοηθεί ότι αναγγέλλει στον παρόν την μελλοντική μεσολάβηση του Ιησού παρά του Πατρός. Αλλά και αυτή η εκδοχή αποκλείεται διότι ο «άλλος Παράκλητος» εμφανίζεται εδώ ως ένας συνεχιστής τουεπίγειου έργου του Ιησού· όπως και αυτή του Χριστού, η ενέργεια του Παράκλητου επιδρά άμεσα στους μαθητές, και δεν ασκείται στο επίπεδο του θείου. Όπως με εξαιρετική διάκριση διατυπώνει ο ADurand  «σε κανένα σημείο, ούτε ακόμη και στις Επιτολές του Παύλου, το Άγιο Πνεύμα δεν προσφέρεται ως μεσιτεύον· επαγγέλλεται και αποστέλλεται συνεχώς ως υποκατάστατο του Χριστού, και ως συμπαραστάτης των μαθητών.
     Η συνέχεια επομένως που υπάρχει ανάμεσα στο μελλοντικό έργο του Παρακλήτου, και του επί γης και προς του μαθητές έργου του Ιησού, υπογραμμίζεται με ένταση. Η συνέχεια αυτή αναδεικνύεται επίσης από την σύγκριση των αντίστοιχων ρόλων τους. Ο Ιησούς θα παρακαλέσει τον Πατέρα να στείλει το Πνεύμα-Παράκλητο «μεταξύ» των πιστών «εἰς τὸν αἰῶνα» (14,16)· αλλά σε όλο το 4ο Ευαγγέλιο λέγεται ότι ο Ιησούς ο ίδιος ήταν «μετά» των μαθητών του (3.22· 6,3· 7,33· 11,54), και σε αυτή την τελευταία νύχτα που πέρασε μαζί τους, ο Ιησούς αναφέρεται με επιμονή στις σχέσεις με τους οικείους του (13,33· 14,30· 15,27· 16,4· 17,12). Σύμφωνα με τον στ. 14,26 ο Παράκλητος θα «διδάξει» τους μαθητές, ακριβώς όπως και ο Ιησούς υπήρξε ο διδάσκαλός τους (6,59· 7,14.16-17.28· 8,20· 18,20). Στην τρίτη υπόσχεση ο Παράκλητος εμφανίζεται ως ένας «μάρτυρας» του Ιησού (ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ, 15,26), προεκτείνοντας κατά κάποιο τρόπο την μαρτυρία του Ιησού καθ’ όλο τον δημόσιο βίο του (5,31· 8,13.14.18). Ο δικανικός χαρακτήρας της ενέργειας του Παρακλήτου γίνεται σαφέστερος στην τέταρτη υπόσχεση: (καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον 16,8 )· αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς είχε ήδη πει ότι «το φως» του κόσμου (δηλαδή αυτός ο ίδιος), θα αποκαλύψει τα πονηρά έργα των ανθρώπων· είχε χαρακτηρίσει τα έργα του κόσμου πονηρά (7,7), και είχε καταγγέλλει επανειλημμένα την αμαρτία των εχθρών του (8,21.24· 9,41). Στην δε πέμπτη υπόσχεση το ρήμα λαλείν συνδέεται δύο φορές με το Πνεύμα της αληθείας (16,23)· ας θυμηθούμε όμως πόσο συχνά αυτό το αποκαλυπτικό ρήμα χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού· τρείς φορές επίσης η έκφραση ἀναγγελεῖ ὑμῖν αποδίδεται στον Πνεύμα: μας παραπέμπει άμεσα σε αυτά που είπε στον Μεσσία η Σαμαρίτιδα: ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα (4,25)· τέλος ο Παράκλητος αποκαλείται  τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας (14,17· 15,26· 16,13)· αλλά στην ίδια αυτή ομιλία, ο Ιησούς, αναφερόμενος στον εαυτό του δηλώνει: Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια (14,6)· και εάν το Πνεύμα είναι αυτό που θα οδηγήσει τους μαθητές εις πάσαν την αλήθεια (16,13), θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο πρόλογος αναφέρει πως ο σαρκωθείς Λόγος είναι «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (1,14).
     Έχει ιδιαίτερη σημασία ο συνεχής αυτός παραλληλισμός ανάμεσα στις ενέργειες τουΙησού και αυτές του Παρακλήτου. Προκύπτει όμως ένα ερώτημα: εάν όντως έτσι συμβαίνει γιατί ο τίτλος παράκλητος δεν αναφέρεται πουθενά στο 4ο Ευαγγέλιο στον Ιησού, πριν από τον στ. 14,16 όπου υπονοείται ότι ο Ιησούς υπήρξε και αυτός για τους μαθητές του ένας «Παράκλητος»; Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί μόνο σε υποθέσεις. Υπάρχει όμως και μια εξήγηση που μοιάζει προφανής: όπως είδαμε ο «παράκλητος» είναι κυρίως ο συνήγορος και ο υπερασπιστής αυτών των οποίων στηρίζει την υπόθεση· στην περίπτωση αυτή χρειάζονται τουλάχιστον τρία διαφορετικά πρόσωπα· ο κατηγορούμενος, ο συνήγορός του και η δικαστική αρχή. Στην περίπτωση της 1ηΕπιστολής η διάκριση αυτή των ρόλων γίνεται σεβαστή με την παρουσία τριώνδιαφορετικών ρόλων: ο δοξασθείς Χριστός παρεμβαίνει υπέρ των αμαρτωλών ενώπιον της κρίσεως από τον Πατέρα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο κατά την επίγεια ζωή του Ιησού: στο «μέγα δικαστήριο» ανάμεσα σ’ αυτόν και τον κόσμο, ο Ιησούς είναι ταυτόχρονα κατηγορούμενος, κατήγορος και κριτής (σε διαφορετικά επίπεδα). Δεν είναι δυνατόν επομένως να του αποδωθεί η ιδιότητα του «παράκλητου», διότι ως κατηγορούμενος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υπερασπιστής του εαυτού του. Ο ρόλος αυτός ανήκει στονΠνεύμα της αληθείας, το οποίο στο πλευρό των μαθητών θα υπερασπισθεί τον Ιησούαπέναντι στον κόσμο.
     Αν αληθεύει αυτή η ερμηνεία τότε μοναδικό νόημα της έκφρασης «ένας άλλος Παράκλητος» είναι η εξασφάλιση της συνέχειας του έργου του Ιησού από τον Παράκλητο: και στις δύο περιπτώσεις ο χαρακτήρας του είναι δικανικός· και στις δύο περιπτώσεις αφορά στο «μέγα δικαστήριο» (Κρίση) ανάμεσα στον Ιησού και τον κόσμο, ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη· και σκοπός της ενέργειας του Πνεύματος, όπως και του Ιησού, είναι να θριαμβεύσει η «υπόθεση» αυτού του τελευταίου, να γίνει δεκτή η αποκάλυψή του δηλαδή η αλήθεια. Μόνο όμως μετά την αναχώρηση του Ιησού, όταν ένας άλλος, το Πνεύμα της αληθείας, γίνει ο υπερασπιστής του, το Πνεύμα, που κατέστη «Υπερασπιστής» του Ιησού, θα μπορεί να αποκαλείται «Παράκλητος».
     2. Ήδη από την πρώτη υπόσχεση γίνεται εμφανής η ριζική αντιπαράθεση δύο κοινωνικών συνόλων απέναντι σε αυτή τη μελλοντική δωρεά του Παρακλήτου:  ὁ κόσμος  …ὑμεῖς (14,17). Έχουμε εδώ, όπως και στην διάρκεια του βίου του Ιησού, τον ίδιο διαχωρισμό των ανθρώπων απέναντι στην αποκάλυψη, σε δύο ομάδες: πρόκειται για το γνωστό ζήτημα του εσχατολογικού δυαλισμού του Ιωάννη. Ας εξετάσουμε πρώτα τί λέγεται για τον κόσμο, και στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε το θέμα των μαθητών.


2. Ο κόσμος
     1. «ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν» (14,17). Έχουμε εδώ μία από της πολλαπλές χρήσεις του ρήματος δύνασθαι (υπάρχουν 36) στο 4ο Ευαγγέλιο. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια είναι ότι αυτό το ρήμα συνοδεύεται, όπως και εδώ, από μια άρνηση, ή χρησιμοποιείται με κάποια ανάλογη ερωτηματική μορφή (τίς δύναται· πῶς δύναται κ.λ.π.). Ο Ιωάννης θέλει να εκφράσει εδώ την ριζική αδυναμία του ίδιου του ανθρώπου απέναντι στα αγαθά την αποκάλυψης και της σωτηρίας· αδυνατεί να «έλθει προς τον Χριστό» (6,44.65) χωρίς την δωρεά του Πατρός. Όσο για τους αντιπάλους του, αυτοί είναι ανίκανοι ακόμη και να ακούσουν τον λόγο του (8,43), ανίκανοι να πιστέψουν (οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν (12,39).
     Το ρήμα λαμβάνειν επανέρχεται επίσης πολύ συχνά στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (46 φορές). Χρησιμοποιείται συνήθως για να τονίσει ότι οι άνθρωποι δέχονται ή υποδέχονται τα πνευματικά χαρίσματα. Και αυτά τα χαρίσματα αφορούν τις περισσότερες φορές στην αποκάλυψη· αντικείμενα του ρήματος λαμβάνειν είναι ως επί το πλείστον: η μαρτυρία του Ιησού (3,11.32.33), οι λόγοι του (12,48· 17,8), ο ίδιος ο Χριστός (1,12· 5,43· 13,20). Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις το ρήμα εκφράζει ταυτόχρονα μια ενεργητική και μια παθητική στάση· η παθητική του μορφή έχει το νόημα ότι τα αγαθά της σωτηρίας είναι αποκλειστικά  χαρίσματα δωρεάς: το μόνο που απομένει να γίνει είναι η «αποδοχή» τους. Θα πρέπει όμως και ο άνθρωπος να ανταποκριθεί σε αυτό το χάρισμα, να επιδείξει ένα πραγματικό άνοιγμα της ψυχής του, την επιθυμία και την θέληση να συμμετάσχει. Εδώ εμφανίζεται η ενεργητική όψη του λαμβάνειν: ο όρος σημαίνει την υποδοχή του χαρίσματος από τον άνθρωπο, την ανταπόκρισή του στο κάλεσμα και στις απαιτήσεις που συνεπάγεται. Γι’ αυτό η συνεπέστερη απόδοση στα γαλλικά – στις περιπτώσεις που το ρήμα έχει ως αντικείμενο τον Χριστό (ή το μήνυμά του) – θα έπρεπε να είναι «υποδέχομαι» και όχι «δέχομαι», όπως εμφανίζεται στους περισσότερους μεταφραστές: το ρήμα λαμβάνειν είναι εδώ συνώνυμο του πιστεύειν και προσδιορίζει την υποδοχή της πίστης· ο κόσμος αρνήθηκε να «υποδεχθεί» τον Χριστό, δηλαδή να πιστέψει σ’ αυτόν.
     Μπορούμε όμως να αποδώσουμε την ίδια ενεργητική απόχρωση στο ρήμα όταν πρόκειται για το Πνεύμα, όπως στον στ. 14,17; Φαίνεται πως όχι: σ’ αυτή την περίπτωση η παθητική μορφή κυριαρχεί απόλυτα. Απόδειξη είναι τα δύο αποσπάσματα στα οποία το ρήμα λαμβάνειν έχει ως άμεσο αντικείμενο τη λέξη πνεύμα: εάν στον στ. 1,12 τολαμβάνειν αυτόν είναι συνώνυμο του «πιστεύειν στο όνομα αυτού», στον στ. 7,39, όπου τα δύο ρήματα έχουν δύο διαφορετικά αντικείμενα δεν συμβαίνει το ίδιο· το πιστεύειν εδώ αφορά στον Ιησού, και το λαμβάνειν στο Πνεύμα· και γίνεται εμφανέστερο αν λάβουμε ως σωστότερη την εκδοχή οι πιστεύσαντες και όχι οι πιστεύοντες. Η ενεργητική συμμετοχή του υποκειμένου σε αυτό το απόσπασμα εκφράζεται από το ρήμα πιστεύειν και όχι από το ρήμα λαμβάνειν· το ίδιο το Πνεύμα είναι ένα χάρισμα που ο άνθρωπος δέχεται ως συνέπεια της πίστης του στον Χριστό. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του στ. 20,22:λάβετε Πνεῦμα ἅγιον  σημαίνει ότι ο Ιησούς κοινωνεί ο ίδιος το Πνεύμα, και συμβολίζει αυτό το χάρισμα εμφυσώντας το στους μαθητές του, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται «για μια νέα δημιουργία»: και εδώ αυτό που προέχει από την σκοπιά των ανθρώπων είναι η ιδέα αποδοχής της δωρεάς. Οι παραλληλισμοί αυτοί μας καλούν να ερμηνεύσουμε κατά τον ίδιο τρόπο το ρήμα λαμβάνειν στην πρώτη υπόσχεση: ο Πατήρ, κατά την αίτηση του Ιησού, θέλει να δωρήσει τον Παράκλητο, αλλά ο κόσμος αδυνατεί να τον δεχτεί. Εάν το ρήμα λαμβάνειν, στην περίπτωση που είχε αντικείμενο τον Χριστό εξέφραζε απροκάλυπτα την ιδέα της ενεργητικής συμμετοχής, δηλαδή την υποδοχή της πίστεως, η απόχρωση αυτή απουσιάζει παντελώς από το απόσπασμα που αφορά στο Πνεύμα· ή μάλλον αυτή η όψη της ενεργητικής συμμετοχής θα εμφανιστεί στην αιτιολογική πρόταση που ακολουθεί: επειδή ο κόσμος οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει, αδυνατεί να «δεχτεί» (με την παθητική έννοια: ως καθαυτό δωρεά) το Πνεύμα της αληθείας· σε αυτή την μικρή αρνητική πρόταση βρίσκεται η πραγματική αιτία της ριζικής αδυναμίας του κόσμου να «δεχτεί» τον Παράκλητο. Πρέπει επομένως να αναλύσουμε λεπτομερώς την ακριβή απόχρωση αυτών των δύο ρημάτων.
     2. Ας αρχίσουμε από το πρώτο: οὐ θεωρεῖ αὐτὸ. Για τον Ιωάννη που αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στους όρους όραση ή όραμα, η επιλογή του θεωρεῖν δεν είναι τυχαία. Η συνήθης ερμηνεία που δίνεται σ’ αυτό το απόσπασμα είναι «επειδή δεν το βλέπει». Αλλά αυτή η εξήγηση μπορεί να μας οδηγήσει σε λαθεμένη ερμηνεία, σε ένα απολύτως παθητικό νόημα, σαν να επρόκειτο απλώς για απουσία σωματικής οράσεως, Ορισμένοι συγγραφείς υιοθετούν την ακόλουθη ερμηνεία: επειδή το Πνεύμα δεν έχει σώμα και ο κόσμος είναι απόλυτα εξαρτημένος από τις αισθήσεις, είναι φυσικό να μην μπορεί να το «δει» με τα σωματικά μάτια· και επομένως δεν μπορεί να το γνωρίσει και να το υποδεχθεί. Εάν όμως και ο Ιησούς σκεπτόταν κατά τον ίδιο τρόπο, θα είχε πει το ίδιο πράγμα και στους μαθητές του: διότι είναι προφανές ότι και αυτοί αδυνατούν να «δουν» το Πνεύμα κατ’ αυτή την αντίληψη. Η ερμηνεία αυτή όμως αγνοεί απολύτως το νόημα τηςεπίπληξης που περιέχεται εμφανώς σε αυτό τον λόγο του Ιησού. Έτσι η πλειοψηφία των σχολιαστών κατέληξε αποδίδει στο θεωρεῖν μια όραση που ξεπερνά το αισθητό επίπεδο, και οδεύει προς μια όραση πνευματική: ο κόσμος δηλαδή, λένε, δεν διαθέτει πνευματική όραση η οποία είναι η μόνη που μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα του Πνεύματος. Αλλά με αυτή την ερμηνεία η όραση που προσδιορίζει από το ρήμα καταλήγει να μην έχει καμιά σχέση με την σωματική όραση, υποδεικνύοντας αποκλειστικά μια όραση της πίστεως. Η ερμηνεία αυτή, σε σχέση με την προηγούμενη, θέτει το ερώτημα μήπως οδηγούμαστε σε μια αντίστοιχη υπερβολή, δηλαδή σε μια υπερβολική πνευματικότητα.
     Για να υπερβούμε το αδιέξοδο θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε λεπτομερέστερα την ίδια την λέξη θεωρεῖν. Κατά την ετυμολογική του ερμηνεία το ρήμα σημαίνει, παρατηρώ ένα θέαμα, εξετάζω με προσοχή και συγκέντρωση: με την μεταφορική του έννοια, ατενίζω, στοχάζομαι. Η «όραση» ή το «βλέμμα» που υποδεικνύει αυτή η λέξη δεν προσδιορίζει μόνο το γεγονός του «βλέπειν», την απλή είτε φυσική είτε πνευματική αντίληψη· η όραση αυτή περιλαμβάνει επίσης, κατά ένα μέρος, την ενεργό συμμετοχή του υποκειμένου: πρόκειται για ένα βλέμμα που παρατηρεί, προσεκτικό και ερευνητικό· ή απλώς ένα βλέμμα επίμονο (που «παρατηρεί» και «διαπιστώνει»). Σε ότι αφορά στα κείμενα του Ιωάννη, τα αποσπάσματα που δεν αναφέρονται σε θεολογικές έννοιες χρησιμοποιούν το ρήμα με το νόημα του «προσεκτικού» βλέμματος (6,19· 9,8· 10,12· 12,19). Όταν όμως το ρήμα θεωρεῖν αφορά την θεολογική πραγματικότητα (πέρα από το κείμενο του στ. 14,17 που εξετάζουμε), παρατηρούμε ότι παρότι δεν έχει ποτέ ωςυποκείμενο τον Ιησού, έχει πάντοτε ως αντικείμενο είτε τον ίδιο τον Ιησού είτε ένα γεγονός που τον αφορά. Στην περίπτωση αυτή, το προσεκτικό αυτό «βλέμμα», αυτή η «θεωρία» του Ιησού, συνοδεύεται παντού, αν και σε διαφορετικό επίπεδο, από μια πνευματική σύλληψη. «Θεωροῦντες αὐτοῦ τὰ σημεῖα» (2,23) οι Ιουδαίοι πίστεψαν στον Ιησού· το ίδιο και ο όχλος της Γαλιλαίας (6,2)· αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις ηθεωρία των θαυμάτων αποδίδονταν σε έναν θαυματοποιό προφήτη (6,14)· την ίδια εμπειρία θεωρίας της πίστεως είχε και η Σαμαρίτιδα, όταν ο Ιησούς της αποκάλυψε λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή: «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ» (4,19)· για το ίδιο λόγο και οι αδελφοί του παρότρυναν τον Ιησού να μεταβεί στην Ιουδαία «ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς» (7,3).
     Σε άλλα σημεία, η θεωρία της πίστεως που εκφράζει το ρήμα, γίνεται περισσότερο εμφανής από την αισθητή όραση. «τοῦτο δὲ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (6,40)· « ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον» προϋποθέτει ταυτόχρονα την σωματική όραση του ανθρώπου Ιησού, και το προσηλωμένο βλέμμα της πίστεως που αποκαλύπτει το μυστήριο του προσώπου του. Θα αναφέρουμε τέλος τα δύο σημαντικότερα αποσπάσματα στα οποία το ρήμα θεωρεῖν υποδεικνύει ένα βλέμμα που προσεγγίζει στην πληρότητά του το υπερβατικό του αντικείμενο: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με» (12,44.45)· «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» (17,24).
     Το εντυπωσιακό σε αυτά τα αποσπάσματα είναι ότι ξετυλίγουν ολόκληρο το νόημα του θεωρεῖν, από την απλή και εξωτερική «προσεκτική όραση» έως την πλήρη θεωρία της πίστεως: παρατηρώντας τον Ιησού, τα θαύματα και τα έργα του, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν βαθμιαία τον θαυματουργό προφήτη, τον Υιό του Ανθρώπου, τον Υιό του Θεού, τον ίδιο τον Πατέρα. Στο επίπεδο αυτό η «θεωρία» του Ιησού καθίσταται ηπνευματική ενόραση της δόξης του. Ποτέ όμως αυτή η υπερβατική ενόραση δεν διαχωρίζεται από την αισθητή όραση του σαρκωθέντος Λόγου.
     Η ανάλυση αυτή του ρήματος θεωρεῖν στο κείμενο του Ιωάννη θα μας χρησιμεύσει για την κατανόηση της σημασίας του ρήματος στον στ. 14,17. Στο σημείο αυτό όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια σημαντική δυσκολία: το κείμενο αυτό είναι το μοναδικό απόσπασμα στα γραπτά του Ιωάννη, καθώς επίσης και σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, όπου ένα ρήμα περί την όραση έχει ως αντικείμενο το Άγιο Πνεύμα (ο στ. 1,32.33 αποτελεί μια κατ’ αρχήν εξαίρεση, διότι πρόκειται για την κάθοδο του Πνεύματος με σωματική μορφή «καταβαῖνον ὡς περιστερὰν»). Εξ άλλου, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, το ρήμα θεωρεῖν δεν χρησιμοποιείται ποτέ για μια υπερβατική θεωρία (για παράδειγμα προκειμένου να προσδιορίσει αυτό που ο Ιησούς «είδε» ως προς τον Πατέρα)· ακόμη και όταν έχει ως άμεσο αντικείμενο τον Ιησού ή τον Πατέρα, το βλέμμα της πίστεως στο οποίο το ρήμα θεωρείν αναφέρεται συναρτάται πάντοτε με τον άνθρωπο Ιησού. Η παρατήρηση αυτή μας κάνει επιφυλακτικούς απέναντι στην συνήθη ερμηνεία του 14,17 σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς μέμφεται τον κόσμο διότι δεν διαθέτει αυτούς τους «αόρατους οφθαλμούς» της πίστεως στους οποίους αναφέρεται ο αγ. Αυγουστίνος· διότι θα επρόκειτο τότε για μια αποκλειστικά εσωτερική «ενόραση» του Πνεύματος.
     Ο τρόπος που χρησιμοποιεί το ρήμα θεωρείν ο Ιωάννης αντιτίθεται σε αυτή την ερμηνεία. Διότι μας καλεί να αναγνωρίσουμε ένα βλέμμα που αφορά χωρίς αμφιβολία σε μια πνευματική ενόραση, δηλαδή ένα βλέμμα της πίστεως, δια μέσου όμως της αισθητής πραγματικότητας. Το ίδιο ακριβώς νόημα έχει και η θεολογία της 1η Επιστολής: η αναγνώριση της κοινωνίας μας με τον Θεό προκύπτει από εξωτερικούς παράγοντες· ένας από αυτούς είναι το Πνεύμα, το οποίο ο Θεός «ἡμῖν ἔδωκεν» (1η Επ. 3,24)· αλλά το Πνεύμα δεν μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα για εμάς παρά μόνο δια της ενέργειάς του· οι συνέπειες της ενέργειας του Πνεύματος είναι αυτές που μας εξασφαλίζουν ότι βρισκόμαστε υπό την επιρροή του και σε κοινωνία με τον Θεό. Στην 1ηΕπιστολή στ. 4,6 λέγεται ότι «γνωρίζουμε το πνεύμα της αληθείας» από ένα εξωτερικό σημείο, που είναι η υπακοή μας στην Εκκλησία και η κοινή ομολογία πίστεως. Ο Ιωάννης αποκλείει την δυνατότητα ενός άμεσου θεωρείν του Πνεύματος, χωρίς ορατά σημεία.
     Επομένως όταν ο Ιησούς στον στ. 14,17 μέμφεται τον κόσμο « ότι δεν δύναται θεωρείν τον Πνεύμα της Αληθείας», θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αναφέρεται σε μια διάκριση του Πνεύματος δια μέσου των εξωτερικών εκδηλώσεών του. Ποιες είναι αυτές; Ο επίγειος βίος του Ιησού και οι αποχαιρετιστήριοι λόγοι του μας αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τον ίδιο τον Ιησού και το έργο του. Αυτό υποδεικνύουν και τα δύο προηγούμενα αποσπάσματα 14,16. 17. Όπως υπογραμμίσαμε προηγουμένως, αυτή η πρώτη υπόσχεση – στην οποία αναφέρεται σε «έναν άλλο Παράκλητο» – τονίζει την άμεση σχέση της αποστολής του Ιησού με το έργο του Πνεύματος. Ήδη από την αρχή των πέντε υποσχέσεων εμφανίζεται η προσφιλής στον Ιωάννη θεωρία, η οποία επανέρχεται και στις τέσσερις υπόλοιπες υποσχέσεις, της οριστικής αποκάλυψης των έσχατων καιρών σε δύο χρόνους, τον χρόνο του Ιησού και αυτόν του Πνεύματος. Τούτο διαφαίνεται από την διάκριση των χρόνων των ρημάτων στους δύο στίχους. Στις τέσσερις επόμενες υποσχέσεις τα ρήματα που περιγράφουν τις ενέργειες του Παρακλήτου είναι όλα σε χρόνο μέλλοντα. Μόνο η πρώτη υπόσχεση, στην οποία ο Ιησούς  ομιλεί για την διαδοχή δύο Παρακλήτων, αναφέρεται σε παρούσες και μελλοντικές πραγματικότητες: η έκφραση (τὸ πνεῦμα ) παρ' ὑμῖν μ έ ν ε ι διατυπώνεται σεενεστώτα χρόνο· καθώς και αυτές που περιγράφουν την αντίστοιχη συμπεριφορά του κόσμου ή των μαθητών απέναντί του: οὐ  θ ε ω ρ ε ῖ … οὐδὲ  γ ι ν ώ σ κ ε ι· ὑμεῖς δὲ  γ ι ν ώ σ κ ε τ ε. Αλλά τα ρήματα της καθαυτό υπόσχεσης είναι σε χρόνο μέλλοντα: ἄλλον παράκλητον  δ ώ σ ε ι  ὑμῖν, ἵνα  μ έ ν ε ι  μεθ' ὑμῶν.
     Η παρατήρηση αυτή έχει αποφασισική σημασία για την ερμηνεία του αποσπάσματος: η διάκριση των χρόνων των ρημάτων αντιστοιχεί στην διαδοχή δύο καταστάσεων, στους δύο χρόνους της αποκαλύψεως· τα ρήματα σε ενεστώτα χρόνο αντιστοιχούν στον χρόνο του Ιησού· αυτά που είναι σε χρόνο μέλλοντα, στον αναμενόμενο χρόνο, σε όλη την διάρκεια των εσχατολογικών χρόνων, στους οποίους θα πρυτανεύει η χάρις τουΠνεύματος. Δεν είναι δυνατόν επομένως να ερμηνεύσουμε τον ενεστώτα  του γινώσκετεκαι μένει σαν να επρόκειτο για έναν άμεσο μέλλοντα, όπως εμφανίστηκε στην Βουλγάτα, και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την λατινική παράδοση. Θα πρέπει να επιμείνουμε στα «δυσχερή» παραδείγματα, δηλαδή στα ρήματα του ενεστώτα, με την παρούσα αξία τους. Έτσι μόνον εξ άλλου μπορούμε να επιτύχουμε μια συγκροτημένη ερμηνεία, και να αποδώσουμε στο ρήμα θεωρεῖν το πραγματικό του νόημα.
     Είναι επομένως δυνατόν τώρα να εξηγήσουμε με ακρίβεια αυτό που καταλογίζεται στον κόσμο στον στ. 17α: με την συμπεριφορά που επέδειξε κατά τον χρόνο της παρουσίας του Ιησού, ο κόσμος κατέστη ανίκανος να «δεχθεί» το Πνεύμα, όταν θα το «δωρίσει» ο Πατέρας, δηλαδή μετά τον δοξασμό του Ιησού. Έχει από τώρα αποκλειστεί από την χάρη, διότι δεν «είδε» και δεν «αναγνώρισε» το Πνεύμα κατά την διάρκεια της ζωής του Ιησού. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Westcott, το Πνεύμα ήταν ήδη παρόν κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του Ιησού. Ο Βαπτιστής είδε το Πνεύμα επί του Μεσσία, στον Ιορδάνη ποταμό (1,32)· στην συνέχεια το Πνεύμα ενεργεί δια των λόγων του, που ήσαν «πνεύμα και ζωή» (6,63)· και επίσης το μέγα κείμενο του στ. 3,34 αφορά και αυτό στην επί γης αποστολή του Ιησού: «ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς, τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα». Αυτοί οι δύο τελευταίοι στίχοι φωτίζουν παραδόξως το απόσπασμα 14,17. Ο Ιησούς  επιπλήττει τον κόσμο διότι δεν διέκρινε την παρουσία του Πνεύματος στην δική του αποστολή· έτσι το ρήμα θεωρεῖνανακτά την καθαυτό σημασία του: «παρατηρώ προσεκτικά», «θεωρώ».
      3. Έτσι και το δεύτερο μέλος αυτής της αιτιολογικής πρότασης γίνεται απόλυτα κατανοητό: οὐδὲ  γινώσκει. Η απόχρωση του ρήματος γιγνώσκειν στον Ιωάννη έχει το νόημα που είχε την κλασσική εποχή: «κατορθώνω να γνωρίσω» και επομένως επίσης «αναγνωρίζω», «αντιλαμβάνομαι». Ο κόσμος, και οι Ιουδαίοι που τον αντιπροσωπεύουν, δεν «κατανόησαν» το μήνυμα του Ιησού (3,10· 8,27. 43· 10,6), δεν «αναγνώρισαν» τον Ιησού (1,10), δεν «ηδυνήθησαν να γνωρίσουν» τον Πατέρα (17,25· 8,55). Το ίδιο συνέβη και με τον Πνεύμα σύμφωνα με τον στ. 14,17: «ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν» το Πνεύμα της αληθείας· δεν «ανακαλύπτει» στον λόγο του Χριστού την παρουσία του Πνεύματος του Θεού, δεν μπορεί να το «διακρίνει» διότι του λείπει το προσεκτικό βλέμμα (οὐ θεωρεῖ), το οποίο μόνον μπορεί να αναγνωρίσει τις πνευματικές πραγματικότητες εκεί όπου αποκαλύπτονται.
     Για τον λόγο αυτό ο κόσμος αδυνατεί να λάβει το Πνεύμα της αληθείας που ο Πατήρ θα δωρίσει στους ανθρώπους. Κατανοούμε καλύτερα τώρα γιατί αυτή η πρώτη υπόσχεση αναφέρεται σε έναν άλλο Παράκλητο, υπογραμμίζοντας έτσι την συνέχεια ανάμεσα στους δύο χρόνους της αποκαλύψεως: ο κόσμος που απέρριψε την αποκάλυψη του Ιησού-Αλήθεια (14,6), του πρώτου Παρακλήτου, δεν είναι σε θέση να διακρίνει την ενέργεια του άλλου Παρακλήτου, του Πνεύματος της αληθείας· διότι τέθηκε σε θέση αδυναμίας «αποδοχής» του, όταν θα το δωρίσει ο Πατήρ, κατόπιν της αιτήσεως του Ιησού· δεν πληρεί τις προϋποθέσεις αποδοχής της δωρεάς του Πατρός.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ


counter

Νικόλαος Σωτηρόπουλος: Το Άγιον Πνεύμα

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  I.  ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεολόγου – Φιλολόγου
ΑΘΗΝΑΙ 2003

 Το μεγαλύτερο δόγμα του Χριστιανι­σμού, η μεγαλύτερη αλήθεια της Πίστεως, είνε ο Θεός μας. Η έννοια του Θεού μας είνε τόσο παράδοξη, τόσο μυ­στηριώδης, ώστε τέτοια έννοια ήταν αδύνατο να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου. Η έννοια του Θεού μας είνε αδιανόητη και ανεπινόητη. Ο Θεός ως ένα ον κανονικώς έπρεπε να εννοήται ως ένα πρόσωπο. Δώ­δεκα Θεοί του Ολύμπου, ψεύτικοι βεβαί­ως Θεοί, εννοούνταν ως δώδεκα πρόσω­πα. Αλλ’ ο ένας Θεός του Χριστιανισμού, ο αληθινός Θεός, δεν εννοείται ως ένα πρόσωπο, αλλ’ ως τρία πρόσωπα, ως τρεις ύψιστες προσωπικότητες. Ο τριαδικός Θεός, αυτό είνε το παράδοξο των παρα­δόξων, αυτό είνε το μυστήριο των μυστη­ρίων, που δεν ήταν δυνατό να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου.
Υπάρχει η έννοια του τριαδικού Θεού, η αδιανόητη και ανεπινόητη ανθρωπίνως, διότι υπάρχει πραγματικώς ο τριαδικός Θεός και φανέρωσε τον εαυτό του στους ανθρώπους. Άξιο παρατηρήσεως, ότι σ’ όλες τις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολογίες υπάρχει η έννοια της τριάδος. Το Αιγυπτιακό Πάνθεο είνε γεμάτο από τριάδες. Και διερωτάται κανείς: Πως στις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολο­γίες υπάρχει η έννοια της τριάδος;

 Η απάντησι στο σπουδαίο τούτο ερώτημα είνε: Από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκαν, οι άνθρωποι γνώρισαν το Θεό, το Δημιουργό τους, ως τριαδικό. Και από τότε, από την αφετηρία της, η ανθρωπότης διατήρησε ανάμνησι της τριαδικότητος του Θεού. Αλλ’ όσο παρέρχονταν οι αιώνες, όσο απομακρυνόταν η ανθρωπότης από την αφετηρία της, η έννοια της τριάδος αλλοιωνόταν, εξασθενούσε, έχα­νε την αρχική της σαφήνεια και λάμψι, συ­σκοτιζόταν, γινόταν όλο αμυδρότερη. Έξω δε από τη θεόπνευστη Γραφή, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, η έννοια της τριάδος εν συγκρίσει προς τις άλλες Θρησκείες διασώθηκε καθαρώτερη στην Ινδική Θρησκεία, όπου ο Βράχμα, ο Βισνού και ο Σίβα εννοούνται ως τρία πρόσω­πα, αλλ’ ως ένας Θεός. Αλλά μέσα στη Γραφή και στη Θρησκεία μας η αλήθεια του τριαδικού Θεού είνε ολοκάθαρη, λάμ­πει ηλίου φαεινότερον, διότι η Γραφή είνε θεόπνευστη και η Θρησκεία μας είνε εξ αποκαλύψεως. Κατά τη Γραφή και τη Θρη­σκεία μας ο Θεός είνε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, τρία δηλαδή πρόσωπα η υποστάσεις, αλλά μία ουσία η θεότης.
Για να λάβωμε κάποια αμυδρή ιδέα του υψίστου μυστηρίου, του τριαδικού Θεού, ας αποβλέψωμε στον ήλιο, αυτόν τον μεγαλειώδη και τα μέγιστα ευεργετικόν αστέρα. Δεν αστοχούμε εάν πούμε, ότι ο φυσικός ήλιος είνε μία εικών του νοη­τού ήλιου, του Θεού μας. Στο φυσικό ήλιο υπάρχουν τρία πράγματα: Ο λαμπρός δί­σκος, που θαυμάζουμε ιδίως κατά την ανατολή και τη δύσι του· το φως, που γεννάται αμέσως από το δίσκο. και η θερμότης, που εκπορεύεται αμέσως από το δίσκο. Ήλιος είνε ο δίσκος, ήλιος είνε το φως, ήλιος είνε η θερμότης. Αλλ’ αυτά τα τρία δεν είνε τρεις ήλιοι, είνε ένας ήλιος, διότι και τα τρία στηρίζονται σε μία μάζα η ουσία, υλική ουσία. Έτσι Θεός είνε ο Πατήρ· Θεός είνε ο Υιός, που γεννάται αμέσως από τον Πατέρα· Θεός είνε και το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται αμέσως από τον Πατέρα. Αλλ’ αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είνε τρεις Θεοί, είνε ένας Θεός, διότι και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, Πνευματική ουσία είνε ομοούσια. Επειδή δε και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, γι’ αυτό δεν είνε καν­ένα ανώτερο και κανένα κατώτερο από το άλλο, αλλά και τα τρία είνε ίσα και ισότιμα.
 ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ 
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ανέκαθεν πιστεύει και δο­ξάζει τριαδικό Θεό. Κατά τον αρχαιότατο εκκλησιαστικό ύμνο Φως ιλαρόν οι πιστοί υμνούν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.
Κατά τον 4ον αιώνα εμφανίσθηκαν αιρε­τικοί, οι οποίοι δεν παραδέχονταν τον τριαδικό Θεό. Είνε οι Αρειανοί και οι ακολουθήσαντες αυτούς Μακεδονιανοί. Εξ αιτίας δε των αιρετικών αυτών συνεκλήθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατωχύρωσε και διακήρυξε τη θεότητα του Υιού, και η Β' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταχώρησε και διακήρυξε τη θεό­τητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτές δε οι δύο Σύνοδοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Σήμερα Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι­σμός και σχεδόν ολόκληρος ο Προτεσταν­τισμός ομολογεί πίστι στον τριαδικό Θεό.
ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Ως προς το Άγιο Πνεύμα ειδικώς, στο οποίον αφιερώνεται το παρόν Ημερο­λόγιο, οι Αρειανοί, οι Μακεδονιανοί, ολί­γοι Προτεστάντες και οι λεγόμενοι Μάρ­τυρες του Ιεχωβά αρνούνται τη θεότητά του και διδάσκουν, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε απλώς δύναμις, η ενεργός δύναμι του Ιεχωβά, όπως εκφράζονται οι ψευδο- Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή στερούνται κατηχήσεως και στοι­χειώδους θεολογικής γνώσεως, δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, και μάλλον θεω­ρούν το Άγιο Πνεύμα απλώς ως δύναμι!
Στο παρόν Ημερολόγιο επί τη βάσει χω­ρίων της Αγίας Γραφής αποδεικνύεται, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, γίνεται δε λόγος και για το έργο του Αγί­ου Πνεύματος στην Εκκλησία.
ΕΠΕΙΔΗ το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, μάλιστα παντοδυναμία γι’ αυτό σε (ορι­σμένα χωρία, όπως π. Χ. Πράξ. 2:4 (επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου), 6:3 (πλήρεις Πνεύματος Αγίου), το Άγιο Πνεύμα σημαίνει πραγματικώς δύναμι, χάρι, χαρίσματα. Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς (Πράξ. 1:8). Θα λάβετε, δύναμι, όταν θα έλθη το Άγιο Πνεύμα σε σάς.
Ναι, το Άγιο Πνεύμα σημαίνει δύναμι, αλλά τούτο δεν αποκλείει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ρητώς ο Πατήρ και ο Υιός λέγονται δύναμις (Ματθ. 26:64, Α' Κορ. 1:24), και όμως είνε πρόσωπα. Και άγγελοι ονομάζονται δυνάμεις (Ρωμ. 8:38, Α' Πέτρ. 3:22), αλλ’ είνε πρόσωπα. Και για το Σίμωνα το μάγο, ενώ ήταν πρόσωπο, άνθρωπος, οι κατάπληκτοι από τις μαγείες του έλεγαν: Ούτος έστιν η δύναμις του Θεού η μεγάλη (Πράξ. 8:10).
Και εμείς σήμερα για πρόσωπο, που έχει σπουδαία ικανότητα και αξία, λέγουμε, ότι είνε κεφάλαιο, ότι είνε δύναμις.
Θ’ αποδειχθή στη συνέχεια, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είνε απλώς δύναμις, αλλά πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
 Προς ανατροπήν της αιρετικής γνώμης, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως π. Χ. Είνε ο άνεμος ή ο ηλεκτρισμός, αναφέ- ρουμε εδώ τρία χωρία, στα οποία γίνεται λόγος και για δύναμι και για το Άγιο Πνεύμα.
Υμείς οίδατε. . . Ιησούν το από Ναζα­ρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει (Πράξ. 10: 37-38).
Κατά το λόγο τούτο του αποστόλου Πέ­τρου ο Θεός έχρισε τον Ιησού ως άνθρω­πο, με Πνεύμα Άγιον και με δύναμιν. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα και η δύναμις δεν ταυτίζονται, αλλ’ άλλο είνε το Άγιο Πνεύμα και άλλο είνε η δύναμις.
Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως (Α' Κορ. 2:4). Το ευαγγέλιον ημών
ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά και εν δυνάμει και εν Πνεύματι Αγίω (Α' Θεσ. 1:5).
Με τους λόγους τούτους ο απόστολος Παύλος κάνει διάκρισι του Αγίου Πνεύμα­τος από τη δύναμι.
- Το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, αλλά δεν είνε δύναμις.
Το Πνεύμα έστιν η αλήθεια (Α' Ιωάν. 5:6).
Με το λόγο τούτο ο απόστολος Ιωάννης δεν λέγει ότι το Πνεύμα είνε η δύναμις, όπως λέγουν οι Πνευματομάχοι, αλλά λέ­γει, ότι το Πνεύμα είνε η αλήθεια, όπως αλλού λέγει ο Χριστός για τον εαυτό του (Ιωάν. 14:6).
 ΤΟ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ
Πρόσωπο η προσωπικότης λέγεται το ον, που έχει λογικό και γνώσι, συναί­σθημα, βούλησι ή θέλησι και εγώ, αυτοσυνειδησία δηλαδή η συνείδησι της υπάρξεώς του. Το δε Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στη Γραφή με όλο τα γνωρίσματα του προ­σώπου.
Ως προς το λογικό, στο Πράξ. 15: 28 δια­βάζουμε για την απόφασι της Αποστολικής Συνόδου: Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν, τουτέστι, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, ή, αποφά­σισε το Άγιο Πνεύμα και εμείς. Τα πρό­σωπα κρίνουν τούτο ή εκείνο εύλογο και αποφασίζουν, τα πράγματα, όπως ο ηλεκτρισμός, δεν έχουν κρίσι, διότι δεν έχουν λογική. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσω­πο, και μάλιστα ύψιστο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Έδοξε τω Κυρίω, αλλ’ ελέχθη Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι, διότι το Άγιο Πνεύμα είνε Κύ­ριος, Θεός.
Ως προς τη γνώσι, στο Α' Κορ. 2:10-11 περιέχεται: Το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. . . Τα του Θεού ουδείς οίδεν, ει μη το Πνεύμα του Θεού. Το ερευνά και το οίδε σημαίνει γνωρί­ζει. Το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει το πάντα, και τα βάθη του Θεού Πατρός. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, αφού γνωρίζει τα πάντα, αφού είνε παντογνώστης.
Ως προς το συναίσθημα, στο Εφεσ. 4:30 γράφεται: Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού. Τα πρόσωπα λυπούνται, όχι τα πράγματα. Και αφού εξ αιτίας των αμαρτιών μας το Πνεύμα το Άγιον λυπείται, είνε πρόσωπο, και μάλιστα θείο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Μη λυπείται τον Θεόν, αλλ’ ελέχθη Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον, διότι το Πνεύμα το Άγιο είνε Θεός.
Ως προς τη βούλησι ή θέλησι, στο Α' Κορ. 12:11 διαβάζουμε: Πάντα ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαι­ρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται. Όλα δηλαδή τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα. Και τα διανέμει ιδιαιτέ­ρως στον καθένα όπως αυτό θέλει. Αλλ’ αφού το Πνεύμα ενεργεί όλα τα χαρίσμα­τα, και μάλιστα τα διανέμει όπως αυτό θέ­λει, άρα είνε πρόσωπο, και μάλιστα Θεός.
Ως προς το εγώ, την αυτοσυνειδησία δηλαδή, στο Πράξ. 10:19-20 γράφεται: Είπεν αυτώ (τω Πέτρω) το Πνεύμα. Ιδού άνδρες τρεις ζητουσί σε. . . Εγώ απέσταλκα αυτούς. Αλλ’ αφού το Πνεύμα έχει εγώ, συνείδησι της υπάρξεώς του, άρα είνε πρόσωπο. Και επειδή είνε πρόσωπο, γι’ αυτό και ωμίλησε στον Πέτρο, και απέστειλε προς αυτόν τους τρεις άνδρες. Και απέστειλεν αυτούς, αφού έδωσεν εντολή δια μέσου αγγέλου στον Κορνήλιο (Πράξ. 10:1-8). Άρα το Πνεύμα, πρόσωπο ανώτερο των αγγέλων, είνε πρόσωπο της Θεότητος.
Το Πνεύμα το Άγιο είνε πρόσωπο, διότι ακούει, λαλεί, αναγγέλει (Ιωάν. 16:13), λέγει (Πράξ. 21:11), προλέγει (Πράξ. 1:16), διδάσκει και υπομιμνήσκει (Ιωάν. 14:26), μαρτυρεί (Ιωάν. 15:26), συμ­μαρτυρεί τω πνεύματι ημών (Ρωμ. 8:16), προμαρτύρεται (Α' Πέτρ. 1:11), διαμαρ­τύρεται (Πράξ. 20:23), επιποθεί προς φθόνον (Ιακ. 4:5), ήτοι ως νυμφίος των ψυχών υπεραγαπά ζηλοτύπως, προσκαλεί αποστόλους (Πράξ. 13:2), θέτει επι­σκόπους (Πράξ. 20:28) κ. α. Πολλές δε από τις ιδιότητες και τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος δεν αποδεικνύουν μόνο την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύμα­τος, αλλά και τη θεότητά του.
Ο Χριστός ειπε: Εγώ ερωτήσω τον Πα­τέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν. . . Και εν υμίν έσται (Ιωάν. 14:16-17). Ένας Παράκλητος είνε ο Χριστός (βλέπε και Α' Ιωάν. 2:1), το δε Άγιο Πνεύμα είνε άλλος Παράκλητος. Αφού δε ο Χριστός πα­ραβάλλει το Άγιο Πνεύμα προς τον εαυτό του, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Και αφού επίσης ο Χριστός αποδίδει στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος τη δυνα­τότητα να κατοική εντός όλων των πιστών, όπως κατά το Ιωάν. 14:23 δύναται να κατοική ο Πατήρ και ο Υιός, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε Θεός.
Ο Χριστός έδωσε εντολή να βαπτίζωνται οι άνθρωποι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28:19). Κατά τη Γ ραφή ουδέποτε γί­νεται κάτι εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) δυνάμεως ή πράγματος γενικώς, αλλά πάντοτε εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) προσώπου. Αφού δε η βάπτισις γίνεται εις το όνομα. . . Και του Αγίου Πνεύματος, άρα και το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ότι δε το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, τούτο φαίνεται και από το ότι τί­θεται παραλλήλως και συμπαρατίθεται με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού. Επί­σης πρέπει να παρατηρηθή, ότι το βαπτίζομαι εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος σημαίνει, παραδίδομαι και ανήκω πλέον στο Άγιο Πνεύμα και είμαι ιδιοκτησία του. Αλλ’ αυτή η έννοια ευσταθεί, αν το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός. Τέ­λος πρέπει να παρατηρηθή και τούτο, ότι το παρόν χωρίο για τη βάπτισι Ματθ. 28:19, χωρίο κλασσικό, δεικνύει την τριάδα των θείων προσώπων, αλλά και τη μονάδα της ουσίας των, διότι λέγει εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν λέγει εις τα ονόματα. Οι Τρεις είνε ένα όνομα, τουτέστι μία φύσις, ουσία, μία θεότης.
Στο Σύμβολο της Πίστεως η Β' Οικουμε­νική Σύνοδος, η οποία συνέταξε τα τε­λευταία άρθρα του Συμβόλου, για τον τρό­πο της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος μας έδωσε την διατύπωσι το εκ του Πα­τρός εκπορευόμενον. Ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως. Ο Υιός υπάρχει με τον τρόπο της γεννήσεως από τον Πατέρα προ πάν­των των αιώνων. Και το Άγιο Πνεύμα υπάρχει με τον τρόπο της εκπορεύσεως από τον Πατέρα επίσης προ πάντων των αιώνων.
Όπως δε η γέννησις του Υιού από τον Πατέρα είνε δίδαγμα της Αγίας Γραφής, έτσι και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύμα­τος από τον Πατέρα. Ο Χριστός είπε στους μαθητάς του: Όταν έλθη ο Παρά­κλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πα­τρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού (Ιωάν. 15:26). Επειδή ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού γεννώμενος. Ομοίως δε, επειδή το Άγιο Πνεύμα εκ­πορεύεται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού εκπορευόμε­νος.
Τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος δει­κνύει και η ονομασία το Πνεύμα της αληθείας. Αυτή η ονομασία, όπου η γενική της αληθείας είνε της ιδιότητος, σημαί­νει το αληθινό Πνεύμα. Είνε δε ο Παρά­κλητος το αληθινό Πνεύμα εν συγκρίσει προς τα αγγελικά και τα ανθρώπινα πνεύ­ματα, τα οποία κατά τινά τρόπο είνε ψεύ­τικα πνεύματα, διότι είνε κτιστά και κατώ­τερα, και, αν τα εγκατέλειπε ο Θεός, θα επανέρχονταν στην ανυπαρξία.
Η διατύπωσις το εκ του Πατρός εκπορευόμενον είνε σύμφωνη προς το λόγο του Χριστού, που παραθέσαμε. Ο Χριστός είπε, ότι αυτός θα στείλη τον Παράκλητο, αλλά πρόσθεσε παρά του Πατρός. Γιατί; Διότι παρά του Πατρός εκπορεύεται. Ο Πατήρ είνε η αρχή στη Θεότητα· γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, όπως ο ήλιος γεννά το φως και εκπορεύει τη θερμότητα. Απαγόρευσαν δε οι Πατέρες να επιφέρη κανείς μεταβολή στο Σύμβολο της Πίστεως. Εν τούτοις ο Πάπας, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανώτερο των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συ­νόδων, μάλλον δε ανώτερο και του Χρι­στού, πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αλλ’ αυτό είνε αίρεσις, πολύ μεγάλη αίρεσις- αυτό εισάγει δυαρχία στη Θεότητα- αυτό κατά λογική συνέπεια οδηγεί σε διθεΐα!
Είθε το Άγιο Πνεύμα να φωτίση τον Πά­πα και όλους τους αιρετικούς, ο δε Πάπας και οι αιρετικοί να δεχθούν το φωτισμό, να μετανοήσουν, ν’ αποβάλουν τις αιρέσεις των, και έτσι να γίνη η πολυπόθητη Ένωσις, Ένωσις αληθινή, και όχι Ψευδοένωσις που επιχειρούν οι Οικουμενισταί.
 ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΗΣ
Στο Πράξ. 5:3-4 διαβάζουμε: Ανανία, διατί εκπλήρωσεν ο Σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον. . . ; Ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ. Μεταφράζουμε: Ανανία, γιατί κυ­ρίευσε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να ειπής ψέμα στο Άγιο Πνεύμα. . . ; Δεν είπες ψέμα σ’ ανθρώπους, αλλά στο Θεό. Ψεύ­δεται κανείς σε πρόσωπο, όχι σε δύναμι, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο. Το Άγιο Πνεύμα, στο οποίον ο Ανανίας είπε ψέμα, είνε πρόσωπο, και μάλιστα ασυγκρίτως ανώτερο από τους ανθρώπους, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως είνε και ο Πατήρ και ο Υιός.
Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιος έστιν, οίτινες έστε υμείς (Α' Κορ. 3:16-17). Με­ταφράζουμε: Δεν ξέρετε, ότι είσθε ναός (κατοικητήριο) του Θεού, και συνεπώς το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σε σάς; Εάν κά­ποιος καταστρέφη το ναό του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είνε άγιος, και ο ναός αυτός είσθε σεις. Η φράσις ναός Θεού ση­μαίνει κατοικητήριο Θεού. Θεός δε εδώ, ο οποίος έχει τους πιστούς ως κατοικητήριο, είνε το Πνεύμα, το οποίον οικεί, κατοικεί, στους πιστούς. Το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα του Πατρός, είνε και αυτό Θεός, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως και ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού (Πατρός) και συγχρόνως είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.
Κατά το Εφεσ. 2:22 οι πιστοί είνε κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι, ο Θεός δηλαδή κατοικεί στους πιστούς με την κατοίκησι του Πνεύματος. Άρα το Πνεύμα είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.
 ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΜΙΛΕΙ ΩΣ ΓΙΑΧΒΕ
Και ην αυτώ (τω Συμεών) κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ιδή τον Χρι­στόν Κυρίου. . . Και αυτός εδέξατο αυτόν (τον Χριστόν) εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· Νυν απολύεις τον δουλόν σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου (Λουκ. 2:26-30). Με­ταφράζουμε: Και είχε σ’ αυτόν (τον Συ­μεών) αποκαλυφθή από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χριστό του Κυρίου. . . Τότε αυτός τον πήρε (τον Χριστό) στην αγκαλιά του και δόξασε το Θεό και είπε: Τώρα, Δέσπο­τα, απολύεις τον δούλο σου ευτυχισμένο συμφώνως προς τον λόγο σου, διότι τα μά­τια μου είδαν τον σωτήρα. Ότι ο Συμεών δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χρι­στό, τούτο ήταν χρηματισμός, αποκαλυπτικός δηλαδή λόγος, του Πνεύματος του Αγίου. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα είνε ο Θεός και Δεσπότης, τον οποίο δό­ξασε ο Συμεών, διότι συνέβη κατά το ρήμα αυτού, διότι δηλαδή πραγματοποι­ήθηκε ο αποκαλυπτικός λόγος του.
Γιαχβέ είνε το προσωπικό όνομα του αληθινού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά. Παραθέτουμε δύο χωρία της Πα­λαιάς Διαθήκης, στα οποία το Άγιο Πνεύμα ομιλεί ως Γιαχβέ, ως αληθινός Θεός.
Σήμερον, εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω, ου επείρασάν με οι πατέρες υμών, εδοκίμασάν με και είδον τα έργα μου. Τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τη γενεά εκείνη και είπα· Αεί πλανώνται τη καρδία, αυτοί δε ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, ως ώμοσα εν τη οργή μου, ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου (Ψαλμ. 94:8-11). Μεταφράζουμε: Σήμερα, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως κατά την ανταρσία, κατά το χρόνο της προκλήσεως στην έρημο, όπου με προκάλεσαν οι πατέρες σας, με έθεσαν σε δοκιμασία, και είδαν τα έργα μου επί σαράντα έτη. Γι’ αυτό ωργίσθηκα κατά της γενεάς εκείνης και είπα: Πάντοτε εκτρέπονται από το δρόμο με τη θέλησί τους· ναι, αυτοί δεν αγάπησαν το δρόμο μου. Γι’ αυτό στην οργή μου ωρκίστηκα: Δεν θα εισέλθουν στον τόπο μου της αναπαύσεως.  
Το χωρίο τούτο είνε παράδοξο και κατα­πληκτικό. Σ’ αυτό ένα θείο πρόσωπο ομι­λεί στην αρχή για άλλο θείο πρόσωπο, και στη συνέχεια ομιλεί για τον εαυτό του. Και για μεν το άλλο θείο πρόσωπο ομιλεί σε γ' πρόσωπο και χρησιμοποιεί την αντωνυμία αυτού, για δε τον εαυτό του ομιλεί σε α' πρόσωπο και λέγει επείρασάν με, εδοκίμασά με, τα έργα μου, προσώχθισα, είπα, τας οδούς μου, ώμοσα, τη οργή μου, την κατάπαυσίν μου. Αλλά ποιο πρόσωπο ομιλεί στο χωρίο; Κατά τη μαρτυρία του Αποστόλου στο Εβρ. 3:7 ομιλεί το Άγιο Πνεύμα. Και από τα λόγια, που λέγει για τον εαυτό του, είνε ολοφάνερο, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε Γιαχβέ, αληθινός Θεός. Με την αντωνυμία δε αυτού στην αρχή του χωρίου το Άγιο Πνεύμα διακρίνει τον εαυτό του από τον Θεό Πατέρα. Συντόμως η έννοια του χω­ρίου είνε: Σήμερα, κατά τη μεσσιακή εποχή, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, του Θεού Πατρός, ομιλούντος δια μέσου του Υιού, μη πράξατε όσα ασεβή έπραξαν οι πατέρες σ’ εμένα το Πνεύμα το Άγιο, και ωργίσθηκα και τους τιμώρησα.
Άξιο παρατηρήσεως, ότι κατά το παρόν χωρίο οι Εβραίοι επείρασαν το Πνεύμα το Άγιο, κατά το Α' Κορ. 10:9 επείρασαν τον Χριστό, και κατ’ άλλα χωρία, όπως Ψαλμ. 77 (78):41,56, επείρασαν τον Θεό. Και τους Τρεις επείρασαν οι Εβραίοι, διότι οι Τρεις είνε μία ουσία η Θεότης.
Και ήλθε επ’ εμέ Πνεύμα και έστησε με επί τους πόδας μου και ελάλησε προς με και ειπέ μοι. Είσελθε και εγκλείσθητι εν μέσω του οίκου σου. Και συ, υιέ ανθρώπου, ιδού δέδονται επί σε δεσμοί, και δήσουσί σε εν αυτοίς, και ου μη εξέλθης εκ μέσου αυτών. Και την γλώσσαν σου συνδήσω και αποκωφωθήση και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. Και εν τω λαλείν με προς σε ανοίξω το στόμα σου και ερείς προς αυτούς- Τάδε λέγει Κύριος. . . (Ιεζ. 3: 24-27).
Το Πνεύμα ομιλεί στον προφήτη, λέγει ότι θα τον δέσουν (πρβλ. Πράξ. 21:11), ότι θα τον καταστήση άλαλο, και ότι πάλι θα λαλήση προς αυτόν και θα του άνοιξη το στόμα για να κηρύξη λέγοντας: Τάδε λέγει Κύριος. . . Το Πνεύμα θα λαλή, και ο προ­φήτης, μεταδίδοντας τους λόγους του Πνεύματος, θα διακηρύττη: Τάδε λέγει Κύριος. . . Άρα το Πνεύμα είνε Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, αληθινός Θεός.
 Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ
Και είπε Κύριος. . . Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν. . . Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης (Γεν. 11:6-9).
Το β' πρόσωπο δεύτε (=έλθετε) αποκλείει να είνε οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας· είνε μυστηριώδεις πληθυντικοί αναφερόμενοι στο μυστήριο των προσώ­πων της Θεότητος, όπως οι πληθυντικοί ποιήσωμεν και ημών στα χωρία Γεν. 1:26 και 3:22 αντιστοίχως. Το δεύτε (=έλθετε) φανερώνει, ότι ο Θεός Πατήρ απευθύνεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα για να κατεβούν και να επιφέ­ρουν σύγχυσι στη γλώσσα των οικοδόμων του πύργου της Βαβέλ. Συμφώνως προς πλήθος χωρία της Γραφής αναφερόμενα σε τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, στο υπ’ όψιν χωρίο το ένα πρό­σωπο, ο Θεός Πατήρ, απευθύνεται προς δύο πρόσωπα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Και τα τρία δε πρόσωπα, που επέφεραν μαζί τη σύγχυσι στη γλώσσα των ανθρώπων, ονομάζονται με το όνομα Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, όπως φαίνεται από τη φράσι Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πό­σης της γης. Κύριος λοιπόν, Γιαχβέ, αληθινός Θεός, είνε και το Άγιο Πνεύμα.
Ώφθη δε αυτώ (τω Αβραάμ) ο Θεός (ο Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό κείμενο) προς τη δρυί τη Μαμβρή. . . Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άν­δρες. . . Και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς. . . Και προσεκύνησεν επί την γην και είπε.Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδα σου. Ληφθήτω δη ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον και λήψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε προς την οδόν υμών, ου ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδα υμών. Και είπαν ούτω ποίησον, καθώς είρηκας (Γεν. 18: 1-5).
Ο Γιαχβέ φάνηκε οφθαλμοφανώς στον Αβραάμ. Πολλά δε τα παράδοξα κατ’ αυτή τη θεοφάνεια. Η εμφάνισις έγινε με μορ­φή τριών ανδρών. Ο Αβραάμ προσφωνεί τους τρεις σ’ ενικό αριθμό, Κύριε. Κα­τόπιν ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό αριθμό. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητο, ότι τη μία φορά λέγει τον παίδα σου (=τον δούλο σου) και την άλλη φορά λέγει τον παίδα υμών (=τον δούλο σας). Αξιοπαρα­τήρητο επίσης, ότι οι τρεις ομιλούν συγ­χρόνως, σαν με ένα στόμα, και εμφανίζονται ισότιμοι.
Εκτός τούτων, το κείμενον για τους τρεις άλλοτε γράφει είπαν, στίχ. 5, κατά το Εβραϊκό και 9, άλλοτε δε γράφει είπε ή είπε Κύριος (Γιαχβέ). Επί πλέον, ενώ κατά τους στίχ. 20-21 ο Γιαχβέ θα κατέβαινε προσωπικώς, για να διαπιστώση με τα μάτια του την ηθική κατάστασι των Σοδόμων, κατά το στίχ. 33 μετά την εμφάνισι στον Αβραάμ ο Γιαχβέ απήλθε στον ουρανό στα δε Σόδομα μετέβησαν οι δύο άγγελοι, τουτέστιν επεσταλμένοι, αγγελιαφόροι (Γεν. 19:1). Δεν κατέβηκε λοιπόν ο Γιαχβέ στα Σόδομα προσωπικώς; Ναι, κατέβηκε προσωπικώς εν τω προσώπω των δύο ανδρών αγγέλων. Οι δύο ως πρόσωπα, ως ουσία είνε ο ένας και ο αυτός Γιαχβέ.
Κατά το κεφ. 19 της Γενέσεως πολλά πα­ράδοξα συμβαίνουν και κατά την εμφάνι­σι των δύο ανδρών - αγγέλων στο Λωτ στα Σόδομα. Αρχικώς ο Λωτ τους προσφωνεί σε πληθυντικό, Κύριοι (Γεν. 19:2), δείχνοντας ότι είνε δύο πρόσωπα. Αλλ’ έπειτα τους προσφωνεί σε ενικό, Κύριε, δείχνοντας ότι είνε μία ουσία. Και στη συνέχεια απευθύνεται προς τους δύο σ’ ενικό: Είπε δε Λωτ προς αυτούς- Δέομαι, Κύριε, επειδή εύρεν ο παις σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην  σου, ο ποιείς επ’ εμέ του ζήν την ψυχήν μου. . . Και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου (Γεν. 19:18-20). Για την απάντησι των δύο προς τον Λωτ χρησιμο­ποιείται επίσης ενικός: Και είπεν αυτώ· Ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τω ρήματί σου τούτω. . . Ου γαρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα, έως του ελθείν σε εκεί (Γεν. 19: 21-22). Στο Γεν. 19:17 κατά το Εβραϊκό για τις ενέργειες των δύο χρησι­μοποιείται ένα ρήμα στον πληθυντικό και ένα στον ενικό, εξήγαγον και είπε. Το δε παραδοξότερο, κατά το Γεν. 19:24 Κύ­ριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον (=θειάφι) και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού. Ο Κύριος έβρεξεν εκ μέρους του Κυρίου! Εδώ το Κύριος είνε μετάφρασις του Γιαχβέ. Ο Γιαχβέ έβρεξεν εκ μέρους του Γ ιαχβέ! Ο πρώτος Κύ­ριος ή Γιαχβέ, ο οποίος έβρεξε την κα­ταστροφή στις αμαρτωλές πόλεις, είνε οι δύο άνδρες - άγγελοι, τουτέστιν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο δε δεύτερος Κύριος ή Γιαχβέ, εκ μέρους του οποί­ου απεστάλησαν οι δύο για να προκαλέσουν την καταστροφή (Γεν. 19:13), είνε ο Θεός Πατήρ.
Κατά ταύτα τα τρία πρόσωπα, που εμφανίσθηκαν στον Αβραάμ, λέγονται άν­δρες, διότι εμφανίσθηκαν με τη μορφή ανθρώπων. Από τα τρία αυτά πρόσωπα τα δύο, που εμφανίσθηκαν στον Λωτ, λέγον­ται άγγελοι, διότι ήταν απεσταλμένοι του άλλου προσώπου και αγγελιαφόροι. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για ανθρώπους, ούτε για αγγέλους, αλλά γι’ αυτόν τον Γιαχβέ Θεό, όπως δηλώνεται στην αρχή του 18ουκεφαλαίου της Γενέσεως. Ο Γ ιαχβέ Θεός είνε τρία πρόσωπα, αλλά μία ουσία η θεότης. Το Άγιο Πνεύμα είνε ένα από τα τρία πρόσωπα, ομοούσιο προς τα άλλα δύο πρόσωπα, Γιαχβέ Θεός, όπως εκείνα.
Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου. Κάθου εκ δεξιών μου. . . Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών. . . Ώμοσε Κύ­ριος και ου μεταμεληθήσεται. . . Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. . . (Ψαλμ. 109 [110]: 1-5).
Εδώ ένας Κύριος, ο Πατήρ, θέτει εκ δε­ξιών του δεύτερο Κύριο τον Υιό - Μεσσία, και ομιλεί προς αυτόν για τρίτο Κύριο εκ δεξιών του δευτέρου. Ο τρίτος Κύριος, στα εβραϊκά Αδωνάι και Γιαχβέ, προ­φανώς είνε το Άγιο Πνεύμα.
Ηνίκα αν επιστρέψη (ο άνθρωπος) προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύ­ριος το Πνευμά έστιν ου δε το Πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία (Β' Κορ. 3: 16-17).
Όταν ο Ιουδαίος επιστρέψη προς τον Κύριον, αφαιρείται το κάλυμμα, που δεν τον αφήνει να ιδή. Ο δε Κύριος στην προ­κειμένη περίπτωσι είνε το Πνεύμα. Ρητώς εδώ λέγεται, ότι το Πνεύμα είνε ο Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ συμφώνως προς το Έξοδ. 34:34, απ’ όπου η φρασιολογία του Β' Κορ. 3:16. Παραδόξως όμως, κατά μεν το Β' Κορ. 3:17 ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, κατά δε τον προηγούμενον στίχ. 16 είνε αυτός ο Κύριος. Πρά­γματι, ως πρόσωπο ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, δηλαδή το Πνεύμα του Γιαχβέ Πατρός, και ως ουσία είνε ο Κύ­ριος, ο Γιαχβέ, η όλη θεία ουσία, ο όλος Θεός. Ομοίως ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού και συγχρόνως ο Θεός (Ιωάν. 11:4, Α' Ιωάν. 5:20).
Ο Κύριος κατευθύναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του Θεού και εις την υπομονήν του Χριστού (Β' Θεσ. 3:5).
Το χωρίο είνε τριαδικό. Ο Κύριος, ο οποίος δύναται να κατευθύνη εις την αγάπην του Θεού (Πατρός) και εις την υπομονήν του Χριστού, είνε το Άγιο Πνεύμα.
Μνημονεύουμε, απλώς ωρισμένα ακόμη από τα τριαδικά χωρία της Καινής Διαθή­κης, χωρία δηλαδή όπου το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται συντεταγμένο με τον Πατέρα και με τον Υιό ως πρόσωπο της αυτής τάξεως με τα δύο άλλα πρόσωπα: Ρωμ. 15:16, 30· Α' Κορ. 12: 4-6, Β' Κορ. 1: 21-22, 13:13, Εφεσ. 4: 4-6' Α' Πέτρ. 1:2’ Ιούδ. 20-21.
 ΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Είνε μεγάλο το πλήθος των χωρίων της Αγίας Γραφής, Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία αναφέρεται το Άγιο Πνεύμα. Ήδη αναφέρεται στην αρχή της Αγίας Γραφής, στο Γεν. 1:2, στη φράσι, Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Οι δε ψευδό - Μάρτυρες του Ιε­χωβά, οι μεγαλύτεροι διαστροφείς, αλλά και πλαστογράφοι του κειμένου της Αγίας Γραφής, αρχίζοντας τη διαστροφή και την πλαστογραφία από την αρχή της Αγίας Γραφής, τη λέξι Πνεύμα στην εν λόγω φράσι μεταφράζουν - πως; Η ενεργός δύναμις! Δεν θα έπρεπε να επεμβή εισαγγελεύς κατά των πλαστογράφων του κειμένου της Γραφής;. . . Το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται και προς το τέλος της Αγίας Γ ραφής, στο Αποκ. 22:17 στη συγκινητική εκείνη φράσι, Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν Έρχου!.
Από το μεγάλο πλήθος των χωρίων της Γραφής περί του Πνεύματος τα πλείστα δεικνύουν τι είνε το Πνεύμα στη φύσι του, και απ’ αυτά χρησιμοποιήσαμε ωρισμένα μόνο. Και επί τη βάσει αυτών σαφώς αποδείχθηκε, ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν είνε απλώς δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως ισχυρίζονται οι Πνεύματομάχοι, αλλ’ είνε πρόσωπο, ον λογικό και συ­νειδητό με όλα τα γνωρίσματα του προ­σώπου, και μάλιστα πρόσωπο ύψιστο, πρό­σωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς απόδειξιν της προσωπικότητος και της θεότητος του Αγίου Πνεύματος πα­ραθέσαμε και χωρία, όπου ρητώς το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Θεός, Δεσπότης και Κύριος, και μάλιστα Κύριος με την έννοια Γιαχβέ.
Λυπείται κανείς βαθύτατα, διότι υπάρχουν και Ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι είνε ο Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιο. Ανάγκη να γίνωνται όχι μόνον ηθικολογικά, αλλά και θεολογικά κηρύγματα και μαθήματα, για ν’ αποκτούν οι άνθρωποι την πρώτη, την ανώτερη και αναγκαιότερη γνώσι, τη θεογνωσία. Τι είνε όλες οι γνώσεις του κόσμου μπροστά στη θεογνωσία; Τι να κάνωμε όλες τις γνώσεις του κόσμου, εάν λείπη η θεογνωσία; Μή­πως δύνανται οι γνώσεις του κόσμου να μας δώσουν ζωή αιώνια;
Απευθυνόμενος προς τον Γιαχβέ ο Ψαλμωδός προσφωνεί: Ο Θεός μου και ο Κύ­ριός μου (Ψαλμ. 34 [35]: 23). Απευθυνό­μενος προς τον Χριστό ο Θωμάς αναφωνεί: Ο Κύριός μου και ο Θεός μου ( Ιωάν. 20: 28). Αλλ’ ό,τι ισχύει για τον Γιαχβέ και για τον Χριστό, αυτό ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Αν κανείς ερωτήση τον πι­στό, Τι είνε το Άγιο Πνεύμα;, ο πιστός ας αισθανθή την κυριότητα και την θεότη­τα του Αγίου Πνεύματος, ας πλημμυρισθή από αισθήματα αγάπης και λατρείας προς τον Παράκλητο, ας υψώση τη φωνή του και ας αναφωνήση: Το Άγιο Πνεύμα εινε ο Κύ­ριός μου και ο Θεός μου.
Γιατί ήλθε το Πνεύμα το Άγιο; Ο Χρι­στός είχε πει: Συμφέρει να απέλθω εγώ, για να στείλω σε σάς τον Παράκλητο (Ιωάν. 16:7). Ο Παράκλητος ήλθε για το συμ­φέρον μας. Όχι για μικρό συμφέρον, αλλά για το μεγάλο και αληθινό συμφέρον μας, για την αιώνια σωτηρία και δόξα μας.
Ο Χριστός με το έργο του, και ιδίως με τη σταυρική θυσία του, εξασφάλισε για μας σωτηρία και δόξα στους απεράντους αιώνες. Αυτή δε τη σωτηρία και δόξα το Πνεύμα το Άγιο ήλθε να μας βοηθήση για να την προσοικειωθούμε, για να την προσλάβωμε δηλαδή και να την κάνωμε προ­σωπικό μας κτήμα. Αυτός συντόμως, συντομώτατα, είνε ο σκοπός του ερχομού του Αγίου Πνεύματος. Αναλύουμε το σκοπό:
Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός, με το αίμα του απέκτησε την Εκκλησία, όπου συντελείται η σωτηρία. Η Εκκλησία είνε σώμα, σώμα Χριστού ηθικό, μυστικό. Και όπως το σάρκινο σώμα του ανθρώπου εμψυχώνεται με το Πνεύμα, έτσι και το ηθικό και μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, εμψυχώθηκε με το Πνεύμα το Άγιο. Εν σώμα και εν Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος (Εφεσ. 4:4), αναφερόμενος στο σώμα -Εκκλησία και στο Άγιο Πνεύμα, που ήλθε στην Εκκλησία και έμψύχωσε την Εκκλησία και την έκανε ζωντανό οργανισμό.
Το Άγιο Πνεύμα παραμένει στην Εκκλη­σία αιωνίως και την οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16:13), σ’ όλη την αποκαλυφθείσα και αναγκαία για τη σωτηρία μας αλήθεια, και κάνει την Εκκλησία στύλον και εδραίωμα της αληθείας (Α' Τιμ. 3:15). Το άτομο δύναται να πλανηθή σε ζητήματα πίστεως, και γι’ αυτό το αλάθητο του Πάπα καταδικάζεται ως αίρεσις. Η Εκκλησία όμως, σύνολο πιστών, δεν είνε δυνατό να πλανηθή στα ζητήματα της πίστεως. Το Πνεύμα το Άγιο έχει εγγράψει στη συνείδησι της Εκκλησίας τις αλήθειες της πίστεως και η έγγραφή είνε ανεξίτηλη, ανεξάλειπτη.
Το Πνεύμα το Άγιο τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τα οποία αγιάζονται οι πιστοί.
Το Πνεύμα το Άγιο χορηγεί χαρίσματα και αναδεικνύει χαρισματούχους και θαυ­ματουργούς. Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον.
Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει. Φώτισε τους Αποστόλους και τους ανέδειξε σοφωτέρους όλων των σοφών όλων των αιώνων. Απτή απόδειξις της υπέρτερης σοφίας των αγίων Αποστόλων είνε το Ευαγγέλιο, το χρυσό, το ολόχρυσο σε νοήματα βιβλίο. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει κάθε πιστό, για να γνωρίζη την αλήθεια, να καταλαβαίνη το σωστό, να λέγη το σωστό και να βαδίζη το δρόμο του Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει και τον άπιστο, αφαιρεί από τα μά­τια της ψυχής του το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, ελευθερώνει τα μάτια και έτσι ο άπι­στος βλέπει την αλήθεια. Για τον άπιστο Ιουδαίο ο Απόστολος γράφει: Ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύριος το Πνευμά έστιν (Β' Κορ. 3:16-17). Όταν δηλαδή ο άπιστος Ιουδαίος (επι)στρέψη προς τον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, και ελευθερώνονται τα μάτια της ψυχής και βλέπουν την αλήθεια. Ο δε Κύ­ριος σ’ αυτή την περίπτωσι είνε το Πνεύμα, ο Παράκλητος.
Το Πνεύμα το Άγιο δίνει δύναμι. Ο Χρι­στός είπε στους μαθητάς του να μη βγουν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου περιβληθούν δύναμιν εξ ύψους (Λουκ. 24:49). Αδύνατοι και δειλοί οι μαθηταί προ της Πεντηκοστής. Αλλ’ από την Πεντηκοστή και έπειτα λέοντες πυρ πνέοντες! Κήρυ­ξαν με παρρησία σ’ όλη τη γνωστή τότε οικουμένη, και αντιμετώπισαν όλους τους διώκτες και ισχυρούς της γης και βασανι­στήρια και θάνατο σαν να ήταν αθύρματα, παιγνίδια! Γιατί; Γιατί είχαν τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος. Και εκατομμύρια μάρ­τυρες με τη δύναμι του Παρακλήτου αντιμετώπισαν τα μαρτύρια σαν να μη συνέβαιναν στο σώμα τους, αλλά στη σκιά του σώματός τους!
Το Πνεύμα το Άγιο νύσσει και κατανύσσει τις καρδιές και προκαλεί μετάνοια και επιστροφή. Την ημέρα της Πεντηκοστής με ένα κήρυγμα ήλθαν σε κατάνυξι και με­τάνοια τρεις χιλιάδες ψυχές. Το Πνεύμα το Άγιο κάνει τις λίθινες καρδιές σάρκι­νες, ευαίσθητες, πιστές.
Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκει πως να προσευχώμεθα. Εμπνέει και φωτίζει τον πιστό κατά την ώρα της προσευχής, θερμαίνει την καρδιά του, προκαλεί σ’ αυτή στενα­γμούς αλαλήτους, κάνει την καρδιά του να αισθάνεται τον Θεό ως Πατέρα και να κράζη προς αυτόν: Αββά, Πατέρα!
Το Πνεύμα το Άγιο δυναμώνει τον πιστό για να πολεμή τον Διάβολο, τον κόσμο τον άκοσμο με τις αμαρτωλές προκλήσεις, και τα ιδικά του πάθη. Το Πνεύμα το Άγιο δυ­ναμώνει τον πιστό για να εκτελή το θέλη­μα και τις εντολές του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιο βοηθεί, για να γίνη ο σαρκικός άνθρωπος Πνευματικός. Το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κατοικεί μέσα στην καρ­διά του πιστού ανθρώπου, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται όχι απλώς Πνευματικός, αλλά Πνευματοφόρος! Αλλ’ όπου το Πνεύμα το Άγιο, εκεί και ο Θεός Πατήρ και ο Χριστός. Και έτσι ο πιστός άνθρωπος γί­νεται και Πνευματοφόρος και Χριστοφόρος και Θεοφόρος!
Ο Χριστός θυσιάστηκε για να μπορούμε να λάβωμε Πνεύμα Άγιο και δυνάμει του Αγίου Πνεύματος ν’ αποκτήσωμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραλάβω- με βασιλεία ασάλευτη, την ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να συμβασιλεύωμε με τον εν Τριάδι Θεό μας στους απεράντους αιώνες και της βασιλείας μας να μην υπάρχη τέλος.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος Ο  ΣΤΑΥΡΟΣ,
Ζωοδ. Πηγής 44, 106 81 Αθήναι, τηλ. 2103805539