Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Η κάθοδος του Πνεύματος υπό μορφήν «περιστεράς»


counter


     Μια άλλη ερμηνευτική δυσκολία είναι κι εκείνη της «μορφής» με την οποία παρουσιάσθηκε το Άγιο Πνεύμα. Και τα τέσσερα Ευαγγέλια μιλούν εδώ με τη «συμβολική» γλώσσα της βιβλικής προτύπωσης, αναφέροντας την «περιστεράν» και χρησιμοποιώντας τους ρηματικούς τύπους «καταβαίνον» (Ματθ. 3, 16,  Μάρκ. 1,10· Ιωάν. 1,32) ή «καταβήναι» (Λουκ. 3,21). Και ο μεν Ματθαίος συμπληρώνει την περιγραφή με τη διατύπωση «και ερχόμενον επ’ αυτόν», ο δε Ιωάννης με το «και έμεινεν επ’ αυτόν». Όλες δε οι διατυπώσεις αυτές, ασφαλώς υπονοούν κάποια πραγματική «κάθοδο» ενός αντικειμενικού «φαινομένου».
     Οι Ευαγγελιστές όλοι είναι σαφείς στο σημείο αυτό, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται «άνωθεν» και υπό μορφήν περιστεράς. Οι φράσεις «ωσεί περιστεράν» (Ματθ. 3,16), ή «ως περιστεράν» (Μάρκ. 1,10· Λουκ. 3,22) φανερώνουν δύο πράγματα: πρώτο, ότι εδώ έχουμε πραγματικό και όχι φανταστικό γεγονός και δεύτερο, ότι η «περιστερά» ανήκει στη βιβλική «συμβολική» γλώσσα και όχι στον κόσμο των φαινομένων. Αυτό που «κατέρχεται» και «κάθεται» στην κεφαλή του  Ιησού ομοιάζει με «περιστερά» («ωσεί περιστεράν») και δεν είναι μια πραγματική περιστερά του ζωικού κόσμου.
     Αλλά, τί σημαίνει αυτή η συμβολική μορφή της «περιστεράς» και γιατί η φανέρωση του Πνεύματος περιγράφεται εδώ με τη μορφή αυτή; Αυτή η συμβολική και βιβλική «εικόνα» υποδήλωνε ταυτόχρονα και κάποια «σωματική» οντότητα; Τα ερωτήματα αυτά τίθενται εδώ εξαιτίας μιας επεξηγηματικής διατύπωσης που υπάρχει στην ευαγγελική διήγηση του Λουκά και που αναφέρει συγκεκριμένα την όντως περίεργη φράση: «και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον σωματικώ είδει ωσεί περιστεράν επ’ αυτόν» (Λουκ. 3,22). Πράγματι, με ποιά έννοια το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται «σωματικώ είδει» και πώς μπορεί να κατανοηθεί η διατύπωση αυτή σήμερα από εμάς; Ενδιαφέρον παρουσιάζει να δούμε, πως αποδίδεται η φράση αυτή μεταφραστικά από τις διάφορες σύγχρονες μεταγλωττίσεις της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική και δημοτική γλώσσα.
    Κατά χρονολογική σειρά έχουμε τις εξής βασικότερες νεοελληνικές μεταφράσεις, που αποδίδουν το σχετικό στίχο που μας ενδιαφέρει εδώ (Λουκ. 3,22) σχεδόν πανομοιότυπα: «και να καταβή επάνω του το Άγιο Πνεύμα, το οποίον ενεφανίσθη με σχήμα και είδος εξωτερικόν και σωματικόν, που ωμοίαζε προς περιστεράν, χωρίς όμως και να είναι πραγματική περιστερά» (Τρεμπέλας)· «και κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιο με μορφήν εξωτερικήν και σωματικήν που έμοιαζε προς περι­στεράν» (Κολιτσάρας)· «και κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιον επάνω του υπό σωματικήν μορφήν σαν περιστερά» (Βέλλας)· «και κατέβηκε σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι» (των «έξι»).
    Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλες αυτές τις μεταφραστικές προσπάθειες είναι, ότι η διατύπωση «σωματικώ είδει» έχει ως σκοπό να τονίσει κυρίως την «ορατή» και πραγματική ιστορική παρουσία του Αγίου Πνεύματος και όχι την κάθοδο κάποιας «σωματικής» και πραγματικής περιστεράς. Έτσι αναιρείται συγχρόνως και κάθε μυθική έννοια, προερχόμενη από οποιαδήποτε «πνευματοκρατική» ερμηνεία, όπως θέλησαν να δουν τη φράση αυτή πολλοί φιλελεύθεροι σύγχρονοι δυτικοί ερμηνευτές.
    Βέβαια, πολλοί αρχαίοι αλλά και νεώτεροι ερμηνευτές και υπομνηματιστές έχουν συσχετίσει τη «σωματική» αυτή εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος με το αιώνιο «σύμβολο της ειρήνης» που είναι η περιστερά, για να τονίσουν ιδιαίτερα, για λόγους καθαρά πνευματικούς, την πραγματοποίηση της συμφιλίωσης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού όλης της ανθρωπότητας και την αναίρεση της «έχθρας» που υπήρχε μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Η περίοδος της απάρνησης του θελήματος του Θεού και της αποστασίας του ανθρώπου που κατέληξε στον κατακλυσμό του Νώε και την καταστροφή της ανθρωπότητας, έληξε με την εμφάνιση μιας περιστέρας. Και όπως η περιστερά τότε έφερε το καλό μήνυμα στον κόσμο της κιβωτού για τη σωτηρία (Γεν. 8,8-12), έτσι και τώρα μια άλλη «περιστερά» αναγγέλλει στον κόσμο των ανθρώπων τη σωτηρία και την έλευση στην ανθρωπότητα του λυτρωτή και σωτήρα Χριστού.
      Η  Εκκλησία, ως μια νέα κιβωτός, θα εκφράσει συγκεκριμένα στην ιστορία τη νέα συμφιλίωση ουρανού και γης, που άρχισε με τη σάρκωση του Λόγου και φανερώθηκε κατά τρόπο «ορατό» και «σωματικό» στο γεγονός της βάπτισης του Ιησού στα νερά του  Ιορδάνη. Ο άγγελος στην έναρξη αυτής της ιστορίας και κατά τη στιγμή της γέννησης του Ιησού είχε αναγγείλει την κάθοδο «επί γης» της ειρήνης. Και τώρα η «περιστερά» έρχεται ως το «σύμβολο» της ειρήνης να επιβεβαιώσει την αλήθεια εκείνη και να αναγγείλει την έναρξη της νέας και εσχατολογικής εποχής του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιωήλ 2,28-32· Πράξ. 2,17-20). Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι η μεγάλη εγγύηση για την εγκαθίδρυση της ειρήνης στον κόσμο, με μια έννοια καθαρά σωτηριολογική αλλά και εσχατολογική. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο κύριος φορέας αυτής της ειρήνης, με κέντρο αναφοράς την εσχατολογική πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, που έρχεται με την παρουσία του να εγκαινιάσει στον παρόντα ιστορικό μας κόσμο.
     Όλα αυτά είναι, ασφαλώς, τρόποι προσέγγισης και ερμηνείας ενός βιβλικού γεγονότος. Άλλους ικανοποιούν και άλλους ίσως όχι. Πιστεύουμε δε, ότι καμιά ερμηνεία δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή από όλους και σε όλες τις εποχές. Αυτό μόνο που μπορεί να τονίσει με βεβαιότητα κανείς εδώ είναι, ότι το «σύμβολο» της περιστεράς διεδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στη βιβλική γλώσσα και σε όλες τις παραδόσεις της ιουδαϊκής γραμματείας. Υπενθυμίζουμε ιδιαίτερα την περίπτωση εκείνη, όταν η Παλαιά Διαθήκη θέλησε να παραστήσει το Πνεύμα του Θεού να «επιφέρεται επάνω του ύδατος» και να υποδηλώνει μ’ αυτό τον τρόπο τη γέννηση και τη δημιουργία του κόσμου (Γεν.1,2). Με αφορμή αυτή την εικόνα, ισχυρίζονται πολλοί, ότι κι εδώ έχουμε κάτι ανάλογο, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος υπό τη μορφή της περιστεράς τη στιγμή της βάπτισης του Ιησού στα νερά του Ιορδάνη, όπου έρχεται να υποδηλώσει και να φανερώσει μια νέα πραγματικότητα που ήδη τώρα αρχίζει να διαφαίνεται καθαρότερα και που σημαίνει την αρχή μιας νέας και εσχατολογικής δημιουργίας. Η Εκκλησία, ως κιβωτός και νέα Δημιουργία, συνδέει αυτές τις δύο συμβολικές παραστάσεις της ιουδαϊκής και της χριστιανικής παράδοσης, στη δική της ιστορική πραγματικότητα που το Άγιο Πνεύμα εγκαινίασε στον κόσμο του παρόντος.

(Γεωργίου Π. Πατρώνου, «Η ιστορική πορεία του Ιησού», εκδ. Δόμος, σ. 245-251)

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν


counter

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου

Περιοδ. «Ἐφημέριος»,

.           Γνωρίζουμε (καὶ ἀποδεχόμαστε) ὅτι αἰτούμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου εἶναι ἡ σωτηρία τῆς φύσης μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φθορᾶς καὶ τῆς σύγχυσης (τοῦ θανάτου). Ἑπομένως ἀναφερόμαστε σὲ θεραπεία (ἀλλαγὴ) τῆς φύσης μας ἀπὸ ἐνδημοῦσα κατάσταση ἀσθενείας. Τέτοια θεραπεία καθίσταται δυνατὴ λόγῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας ἡ θεότητα συνδέθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Καθένας πλέον ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει νέα γέννηση, νὰ ὑπάρξει δηλαδὴ ὡς νέος ἄνθρωπος. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς θὰ συνδεθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, ὄχι κατὰ συμβολικὸ ἢ ἠθικὸ τρόπο, ἀλλὰ κατὰ ὑπαρξιακό. Αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἀναλύουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς λένε λοιπὸν ὅτι, ἀφοῦ παραδοθοῦμε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ («ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ»), βαπτιστοῦμε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάβουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς μέλη ἑνὸς νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, «τρῶμε καὶ πίνουμε» τὸν Χριστὸ καὶ γινόμαστε κοινωνία μαζί του, κοινωνοῦμε μὲ τὴ δική του θεωμένη ἀνθρώπινη φύση («Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» – Ἰωάν. ϛ´ 56). Στὴ θεία Λειτουργία δὲν κάνουμε ἀναπαράσταση γεγονότος, ποὺ κάποτε συνέβη καὶ τὸ θυμόμαστε, ἀλλὰ δημιουργοῦμε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἐπαναλαμβάνουμε οὐσιαστικὰ τὴν πράξη τῆς Δημιουργίας. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀρχή. Μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ τὴν προηγούμενη θεία Λειτουργία, γιατί καὶ σ᾽ αὐτὴν τὸ ἐπιχειρήσαμε, ἀλλὰ δὲν τὸ πετύχαμε τελειωτικά, δὲν φτάσαμε στὸ ἔσχατο τέλος. Ἡ μνήμη παραμένει, γι᾽ αὐτὸ καὶ λαχταρᾶμε νὰ πᾶμε στὴν ἑπόμενη θεία Λειτουργία. Ἡ μία Κυριακὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ ζεῦγος μνήμης καὶ λαχτάρας. Τί γίνεται ἐκεῖ στὴ θεία Λειτουργία; Μαζευόμαστε ὡς μέλη σώματος, ὄχι ὡς ἄτομα, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων, ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς τὰ κλήματα ποὺ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο (τὸν Χριστὸ) καὶ θὰ μείνουν ζωντανὰ καὶ καρποφοροῦντα. Μαζευόμαστε κουβαλώντας ὅλη τὴ Δημιουργία μαζί μας. Ὄχι μόνο τὴ διάθεσή μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ φύση μας. Τὴ Δημιουργία τὴν προσάγουμε μέσα ἀπὸ τὰ σύμβολα τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ. Καὶ ὅλα αὐτά, ἡμῶν συμπεριλαμβανομένων, ἀρχίζουμε νὰ τὰ ἀναγάγουμε στὸν Πατέρα, γιὰ νὰ τὰ κάνει Χριστό, νὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ καλούμαστε ἐμεῖς νὰ ἐπαναλάβουμε τὴ λέξη τῆς Θεοτόκου: γένοιτο! Ὅμως, τίποτε δὲν γίνεται ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐὰν δὲν μᾶς συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς κοινότητα, ὡς λαό, ὡς φίλους τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐπιτύχουμε, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀκριβῶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πᾶμε, ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ θεραπευτοῦμε, νὰ θεραπεύσουμε τὴ φύση μας (βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ΜυσταγωγίαΚΔ´, PG 91, 704A: «Τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ σχολάζειν, καὶ μὴ ἀπολιμπάνεσθαι ποτὲ τῆς ἐν αὐτῇ τελουμένης ἁγίας συνάξεως […] διὰ τὴν ἀοράτως ἀεὶ παροῦσαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριν […] καὶ ἕκαστον τῶν εὑρισκομένων μεταποιοῦσαν τε καὶ μετασκευάζουσαν, καὶ ἀληθὲς μεταπλάττουσαν ἐπὶ τὸ θειότερον […] κἂν αὐτὸς μὴ αἰσθάνηται, εἴπερ τῶν ἔτι κατὰ Χριστὸν νηπίων ἐστι καὶ εἰς τὸ βάθος τῶν γενομένων ὁρᾶν ἀδυνατεῖ») Ἔχοντας αὐτὸ ὑπ᾽ ὄψη μας, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε γιατί ὁ Χριστὸς μιλεῖ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.           Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο προαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ (σὲ δύο χωρία) ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τὴ δική του Ἀνάληψη: στὸ ιδ´16 («Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ἡμῖν, ἵνα μένει μεθ᾽ ἠμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας»), παράλληλα μὲ τὸ ιδ´ 26 («Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ἡμᾶς διδάξει πάντα»), καὶ στὸ ιε´ 26 («Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ἠμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ»). Στὸ δεύτερο ἡ ἀναφορὰ εἶναι πιὸ συγκεκριμένη γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί περιγράφεται τὸ ἔργο ποὺ θὰ ἐπιτελέσει. Μὲ τὴν πρόταση μάλιστα «συμφέρει ἡμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιϛ´ 7), ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου ὡς ἑνιαία καὶ διαρκὴς μέριμνα τοῦ Θεοῦ: ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τὴν καινουργήσει, ἔργο ποὺ ὁ Υἱὸς τὸ ἐπετέλεσε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὁ Υἱὸς ἀποστέλλει τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενο Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραμείνει ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ νὰ βοηθήσει στὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴσοδος καὶ παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ἱστορία ἀποκαλύπτει τὰ πεπραγμένα της («ἐλέγξει τὸν κόσμον»), ὄχι γιὰ νὰ τὸν βραβεύσει ἢ νὰ τὸν τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν φωτίσει, ὥστε νὰ παύσει νὰ ἐναντιώνεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐναρμονίσει τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἁμαρτία, τὴν ἔλλειψη ἢ τὴν ἀπουσία πίστεως δηλαδή, ὥστε νὰ γίνει δυνατὴ ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς φθορᾶς της. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικὴ δικαιοσύνη ὡς κατάσταση, ἢ μᾶλλον ἀποκατάσταση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, τώρα ποὺ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Χριστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, συνέδεσε στὸ πρόσωπό του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς θεραπείας καὶ ἀποκατάστασης ἑνὸς ἑκάστου, ὥστε νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ δυναστεία ἑνὸς διαρκοῦς θανάτου. Θὰ ἀποκαλύψει ἐπίσης τὸ τέλος τοῦ ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν ἀνατολὴ νέας πραγματικότητας ὡς κοινωνίας ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ.
.           Συνηθίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ κρίση τοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας, τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅρους δικανικούς, γιὰ νὰ μὴν πῶ τιμωρητικούς. Ξεχνᾶμε ὅτι ὁ βιβλικὸς ὅρος «κρίση» ἐμπεριέχει τὴν ἔννοια τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς δικαίωσης. Ἡ πραγματικὴ κρίση ἐνεργεῖται λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ ἀληθοῦς – ἡ παρουσία κρίνει. Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Παρακλήτου κρίνει, δηλαδὴ ξεχωρίζει: εἶσαι μὲ τὴ ζωὴ ἢ εἶσαι μὲ τὸν θάνατο;Ἤδη ἔχει πεῖ ὁ Ἰησοῦς ὅτι μέχρι νὰ ἔρθει ἀνάμεσά μας ὡς Θεάνθρωπος, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν ὅτι βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ἰωάν. ιε´ 22). Τώρα εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ στάση τους. Τὸ ἴδιο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρχίζει ἡ εὐθύνη. Ἔχω εὐθύνη γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι. Καὶ αὐτὸ λέγεται κρίση. Ὁ Χριστὸς ὑπογράμμισε: «Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ᾽ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ιβ´ 47). Ἡ γνώση περὶ Θεοῦ δὲν προσεγγίζεται μὲ νοητικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ μέσῳ σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἡ γνώση πηγάζει ἀπὸ σχέση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ νοητικὲς δυνάμεις καὶ λειτουργίες, ἀκόμη ἀκόμη καὶ οἱ νοοτροπίες, δὲν λειτουργοῦν θετικὰ στὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας (πολλὲς φορὲς ἀρνητικά), ἀλλὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι εἶναι ὑποβοηθητικὴ ἡ λειτουργία τους· εἶναι ἡ πρώτη τροφή, γιὰ νὰ ἐπικαλεστῶ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ διακρίνει μεταξὺ ἐπὶ μέρους καὶ τέλειας γνώσης «ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην», Α´ Κορ. ιγ´ 12). Τὸ Πνεῦμα θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὸ Χριστό, συνδέοντάς μας μαζί Του. Τὸν Χριστὸ τὸν γνωρίζεις τρώγοντάς τον καὶ πίνοντάς τον, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὴ εἶναι γνώση βιούμενη, ὄχι μεταδιδόμενη. Τὰ ρήματα καὶ τὰ πράγματα ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς ἔχουν μυσταγωγικὸ χαρακτήρα. Τελικὰ τὸν Χριστὸ τὸν «γνωρίζεις» ὄχι μὲ τὴ σπουδὴ (ἔστω τῆς Ἁγίας Γραφῆς), οὔτε μόνον χάρη σὲ εὐσεβεῖς πόθους, οὔτε μιμούμενος τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς (μίμηση Χριστοῦ), οὔτε χάρη στὶς καλὲς διαθέσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ παραδίδεσαι στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ σὲ συνδέει μαζί του, σὲ εἰσάγει στὴν ἀλήθεια του («ὁδηγήσει ἡμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»). Βέβαια, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποδίδεσαι σὲ διαρκῆ ἄσκηση (διὰ βίου), ὥστε νὰ εἶναι καθαρὴ ἡ ὕπαρξή σου γιὰ νὰ δεχτεῖ τὶς ἐνέργειές του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑπογραμμίζει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς).