Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Γιατί το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγίου Νικολάου Αχρίδος)


counter







Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδει περιστεράς. Εμφανίσθηκε όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά συμβολικά, έτσι ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό: την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι.

Όταν οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν την πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι.

Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά. Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.

Γνωρίζεις ότι το πυρ είναι δυνατό, γνωρίζεις πως φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Αγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φώς και για την πνευματική ζεστασιά.

Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης. Μ΄αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Αγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.

Γιατί το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω άπό τα κεφάλια τους; Επειδή οι απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την ευαγγελική αλήθεια και ζωή,την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης.

Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία. Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ό Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10,20). Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το όποιο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής;

Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου; Με τίποτα και ποτέ. Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.

Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα. Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντας σου δάκρυα στα μάτια;

Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.

Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.

(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλω, σ. 104)


http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.gr/

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Η ΘΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


counter



* * *
Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ -
Η ΘΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Νικολάου Πουλάδα
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡμέρα Πέμπτη τοῦ ἔτους 1831. Ὁ Ρῶσος Νικόλαος Μοτοβίλωφ ἀξιώνεται ἀπό τό Θεό νά κάνει μιά ἀπό τίς πιό σπουδαῖες συζητήσεις πού καταγράφτηκαν ποτέ. Μίλησε μέσα στά χιόνια τῆς ἐρήμου τοῦ Σάρωφ στή Ρωσία, μέ τόν πνευματοφόρο στάρετς ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Ἐκεῖ ὁ ὅσιος τοῦ εἶπε τήν ἑξῆς μεγάλη ἀλήθεια: «Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 
Ἄρα, μποροῦμε νά προσθέσουμε ἐμεῖς, ἡ σωστή θεολογία γιά τό ἅγιο Πνεῦμα ἀγγίζει τόν ἴδιο τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας. Ἄν πλανηθοῦμε ὅσον ἀφορᾶ τό Πνεῦμα, χάσαμε καί τό σκοπό καί τή σωτηρία μας. Μετά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ προέκυψε τό πρόβλημα γιά τή θεότητα τοῦ Πνεύματος. Εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα Θεός; Τό ἐρώτημα εἶναι ἐξίσου σημαντικό μέ τό ἐρώτημα ἄν εἶναι ὁ Υἱός Θεός. Στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο διατρανώθηκε ἡ φυσική θεότητα τοῦ Υἱοῦ. Δέν ἔφτανε ὅμως αὐτό! Χριστιανισμός, Ἐκκλησία, σωτηρία, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἄν δέν εἶναι καί τό Πνεῦμα τέλειος Θεός. Αὐτό τό ἀρνοῦνταν οἱ Πνευματομάχοι μέ ἀρχηγό τους τόν Μακεδόνιο Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως. Ὅποιος ὅμως εἶναι Πνευματομάχος, εἶναι ταυτόχρονα καί Χριστομάχος, ἄρα καί Τριαδομάχος, δηλαδή Θεομάχος. Νά γιατί μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο συγκλονίστηκαν πάλι τά θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅσο εὐαίσθητοι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στό θέμα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ, ἄλλο τόσο εἴμαστε καί στό θέμα τῆς θεότητας τοῦ Πνεύματος.
*
Α. Η ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Στήν Ἁγία Γραφή ὑποδηλώνεται σαφῶς ἡ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁμοουσιότητά του καί τό ὁμότιμό του μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νά μερικά χωρία:
1) «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Τρία τά πρόσωπα, ἀλλά λέει ὁ Χριστός στό ὄνομα, ἄρα ἕνα ὄνομα, ἄρα μία φύση, μία τιμή, στήν ἴδια θέση, ὄχι κατώτερο. Ἄν τό Πνεῦμα δέν ἦταν Θεός καί ἰσότιμο πρόσωπο, θά συναριθμοῦνταν ἰσάξια μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Θεότητας; Ὄχι βέβαια!
2) Ἡ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶπε ὁ Κύριος, θά εἶναι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία, ἀλλά ἀμέσως μετά προσθέτει, ἐξυψώνοντας τό Πνεῦμα πάνω καί ἀπό τόν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο βεβαίως: «Καί ὅς ἐάν εἴπῃ λόγον κατά τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὅς δ᾿ ἄν εἴπῃ κατά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. 12,31-32)». Ἐδῶ φαίνεται πρῶτον ὅτι τό Πνεῦμα δέν εἶναι ἀπρόσωπη θεία δύναμη, οὔτε μία ἐνέργεια, ἀλλά πρόσωπο ἀληθινό τό ὁποῖο δέχεται τή βλασφημία. Ἐπίσης φαίνεται ἡ θεότητά του ἀφοῦ εἶναι δυνατόν ἡ βλασφημία σέ αὐτόν νά ἔχει τέτοιες φοβερές συνέπειες ἄν δέν εἶναι ὁ Θεός;
3) «Καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. 14,16). Καί ἐδῶ ἡ λέξη «ἄλλον παράκλητον» δείχνει πάλι ὅτι εἶναι πρόσωπο. «Ἄλλος» δέν εἶναι δύναμη ἀλλά πρόσωπο. Ὅπως ὁ πρῶτος παράκλητος, ὁ Χριστός, εἶναι πρόσωπο ἔτσι καί ὁ ἄλλος παράκλητος εἶναι πρόσωπο. Ἄν εἶναι Θεός ὁ πρῶτος παράκλητος-Χριστός ἄρα τό ἴδιο Θεός θά εἶναι καί ὁ ἄλλος Παράκλητος-Πνεῦμα.
4) «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος… τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ πατρός ἐκπορεύεται…» (Ἰω. 15,26). Λέγοντας ἐδῶ ὁ Χριστός ὅτι τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα δείχνει ὅτι τό Πνεῦμα δέν εἶναι κτίσμα ἤ ἕνα ποίημα (δημιούργημα) ἀλλά ἔχει τήν ὕπαρξη ἀπό τήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ Πατέρα. Δέν λέει κτίζεται, οὔτε φτιάχνεται, οὔτε δημιουργεῖται, ἀλλά ἐκπορεύεται! 
5) Εἶναι δυνατόν τό Πνεῦμα νά μήν εἶναι Θεός καί νά λέει γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ὅτι «τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ…. καί τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 2,10-11). 
6) Ἔπειτα ὅταν στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Ἀνανίας καί ἡ Σαπφείρα εἶπαν ψέματα στό ἅγιο Πνεῦμα γιά τό ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ πού πούλησαν, ὁ Πέτρος πρόσθεσε ἀμέσως «οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλά τῷ Θεῷ» (Πράξ. 5, 3-4). Εἶπες ψέματα στό Θεό! Μέ ἄρθρο. Ἄρα τό Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός!
*
Β. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Τήν περίοδο 361-381 γίνεται ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου θεολογικοῦ προβλήματος γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἡ συνδυασμένη νέα θεολογική ἀναζήτηση, ἡ ὁποία κατέληξε μέ τή συμβολή καί τῶν Καππαδόκων Πατέρων (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης κ.ἄ.) ἀφ’ ἑνός μέν στή διασάφηση τῆς ἔννοιας τῶν ὅρων «οὐσία» καί «ὑπόστασις» (ἡ Τριάς εἶναι μία οὐσία, τρεῖς ὑποστάσεις-πρόσωπα), ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν οὐσιαστικότερη θεολογική προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Ἀρειανῶν.
Ὁ Μ. Βασίλειος στό περίφημο θεολογικό του ἔργο «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἀπέφυγε νά χρησιμοποιήσει τόν στασιαζόμενο ὅρο «ὁμοούσιος» καί γιά τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παρά τίς πιεστικές προτροπές Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὡστόσο, ἡ θεολογία τοῦ ἀποδείκνυε πλήρως τή φυσική θεότητα καί τήν ὁμοτιμία τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Ἡ ὁριστική συμφωνία Ὀρθοδόξων καί Ἀρειανῶν προσέκρουσε στήν ἔγερση τοῦ ζητήματος τῆς φυσικῆς θεότητας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δέν εἶχε διακηρυχθεῖ μέ σαφήνεια ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325) καί εἶχε παραμείνει μέχρι τότε στό περιθώριο τῶν θεολογικῶν συζητήσεων. Θεωρητικά ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες ἦταν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα Πνευματομάχοι. Οἱ συνεπεῖς ἀρειανόφρονες, οἱ ὁποῖοι χαρακτήριζαν τόν Υἱό κτίσμα τοῦ Πατρός χαρακτήριζαν καί τό ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα τοῦ Πατρός, ἐνῶ οἱ ἀκραῖοι ἀπό αὐτούς, ὅπως λ.χ οἱ Ἀνόμοιοι, ὑποστήριζαν ὅτι εἶναι κτίσμα τοῦ Υἱοῦ, ἤτοι «τό ἅγιον Πνεῦμα κτίσμα πάλιν κτίσματος φασίν» (Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων 69,56). Στούς Πνευματομάχους προσχώρησε καί μιά πτέρυγα τῶν Ὁμοιουσιανῶν ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Μακεδόνιο. Αὐτός ἐπέμενε στόν χαρακτηρισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς κτίσματος καί δημιουργοῦσε ρῆγμα στήν κοινή πορεία πρός τήν ἑνότητα (Σωζομενοῦ, Ἐκκλ. Ἱστορία, Ι, 12,4). Οἱ ὀπαδοί του ὀνομάσθηκαν Μακεδονιανοί καί παρεμπόδισαν τήν ταχύτερη προώθηση τῆς συμφωνίας Ὀρθοδόξων καί Ἀρειανῶν. 
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Καπππαδόκες θεολόγοι τῆς περιόδου αὐτῆς, συντονίστηκε πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀναιρέσεως τῆς ἀρειανικῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καί ὁ κυριότερος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τοῦ ἀρειανισμοῦ μετά τό 360. Ὁ Εὐνόμιος ἔλεγε ὅτι τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός, τό πρῶτο δέ κτίσμα τοῦ Υἱοῦ εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα. 
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀξιοποίησε σαφέστερα τή διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεων στήν Ἁγία Τριάδα (μία οὐσία – τρεῖς ὑποστάσεις), ὅπως ἐπίσης καί τίς ἄλλες θέσεις τοῦ Μ. Βασιλείου. Σημαντικότερα ἔργα του πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ὑπῆρξαν οἱ περίφημοι πέντε «Θεολογικοί Λόγοι» (Κατά Εὐνομιανῶν, Περί Θεολογίας, Περί Υἱοῦ, Περί ἁγίου Πνεύματος) καί οἱ Λόγοι «Πρός Ἀρειανούς» καί «Εἰς τήν Πεντηκοστήν». Στά ἔργα αὐτά προσφέρει ὄχι μόνο τή συστηματική ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Εὐνομίου καί τῶν Πνευματομάχων, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωμένη πλέον διατύπωση τῆς τριαδολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα δέ γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ὁμοουσιότητα αὐτοῦ πρός τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, τήν ὁποία δίσταζε νά διακηρύξει ὁ Μ. Βασίλειος γιά νά μήν προκαλέσει τούς Ὁμοιουσιανούς Ἀρειανούς. 
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ὁμολογεῖ «Θεόν τόν Πατέρα, Θεόν τόν Υἱόν, Θεόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τρεῖς ἰδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη καί τιμή καί οὐσία καί βασιλεία μή χωριζομένην» (Θεολογικός IV, 28).
Ἡ διάκριση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν θίγει τήν ἑνότητα τῆς θεότητας, «κοινόν γάρ, Πατρί μέν καί Υἱῷ καί ἁγίῳ Πνεύματι τό μή γεγονέναι καί ἡ θεότης… Ἴδιον δέ, Πατρός μέν ἡ ἀγεννησία, Υἱοῦ δέ ἡ γέννησις, Πνεύματος δέ ἡ ἔκπεμψις» (Εἰς Ἥρωνα, 16). Κατά συνέπεια, ἡ ἀπάντηση στά καίρια ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς γιά τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι σαφής «–Τί οὖν, Θεός τό Πνεῦμα; Πάνυ γέ. Τί οὖν, ὁμοούσιον; Εἶπερ Θεός» (Θεολογικός, III,10). 
Καί προσθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Λόγο του στήν Πεντηκοστή πού ἔγινε καί ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι, καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον, ἀλλ' ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον, καί συναριθμούμενον, ζωή, καί ζωοποιοῦν, φῶς, καί φωτός χορηγόν, αὐτάγαθον, καί πηγή ἀγαθότητος· … φῶς, καί ζωή, καί ζῶσα πηγή νοερά, Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα, Θεός, καί θεοποιοῦν, πῦρ, ἐκ πυρός προϊόν, λαλοῦν, ἐνεργοῦν, διαιροῦν τά χαρίσματα».
Ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας ἀνέλαβε πλέον ἡγετικό ρόλο στόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων. Μέ εἰσήγηση προφανῶς τοῦ Μελετίου ἀποφασίσθηκε ἡ προώθηση Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στόν ἐξαιρετικά σημαντικό θρόνο τῆς Κων/πόλεως, ὁ ὁποῖος ἐλεγχόταν μέχρι τότε ἀπό τούς ἀρειανόφρονες.
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συγκλήθηκε ἀπό τόν Μ. Θεοδόσιο στήν Κων/πολη τό 381, στήν ὁποία μετεῖχαν 150 ἐπίσκοποι ἔθεσε ὁριστικό τέρμα στίς ἀρειανικές ἔριδες.
Κατά τή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως (381) ὁ κύριος σκοπός τοῦ Θεοδοσίου περιοριζόταν στή συνοδική ἀντιμετώπιση τοῦ σοβαροῦ προβλήματος τῆς κανονικῆς πληρώσεως τοῦ «ἐπισημοτάτου» θρόνου τῆς Κων/πόλεως, ὁ ἔλεγχος τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσε πάντοτε σταθερό στόχο τῶν διεκδικήσεων τόσο τῶν ὀρθοδόξων, ὅσο καί τῶν ἀρειανοφρόνων.
Πράγματι, ἡ πρώτη περίοδος τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου τῆς Κων/πόλεως πραγματοποίησε τόν σκοπό της ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας καί προώθησε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κων/πόλεως Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
Ὁ αἰφνίδιος ὅμως θάνατος τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας σήμαινε καί τήν ἀνάληψη τῆς προεδρίας ἀπό τόν νέο ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
Στήν πρώτη λοιπόν περίοδο τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, ἀντιμετωπίστηκε τό ζήτημα τῆς κανονικῆς πληρώσεως τοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλεως. Συγχρόνως ὅμως ἐπιβεβαιώθηκε ἡ καταδίκη ὅλων τῶν αἱρετικῶν τάσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἄρα καί τῶν Πνευματομάχων τοῦ Μακεδόνιου, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἐμμονή ὅλων τῶν μελῶν τῆς Συνόδου στό Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γι’ αὐτό καί στόν πρῶτο κανόνα τῆς ἡ Β΄ Οἰκουμενική. Σύνοδος τονίζει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς: «Οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συνῆλθαν στήν Κων/πολη ὅρισαν, νά μήν παραβιάζεται ἡ πίστη ὅπως τήν διατύπωσαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Νικαίας ἀλλά αὐτή νά μένει κυρίαρχη καί νά ἀναθεματίζεται κάθε αἵρεση».
Στή Σύνοδο προέκυψαν πολλές διαφορές ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα καί ὁ Γρηγόριος, χαρακτήρας εὐαίσθητος καί συναισθηματικός ἀπό τή φύση του, τελικά ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθεῖ, παρά τήν ἀντίθεση τοῦ Μ. Θεοδοσίου, ἡ δέ Σύνοδος ἀποδέχθηκε τήν παραίτηση κατά πλειοψηφία, «μηδέν αἰδεσθεῖσα τῶν τοῦ ἀνδρός πλεονεκτημάτων» (Σωζομενοῦ, Ἐκκλ. Ἱστορία, VIII,7). Πρίν ὅμως ἀπό τήν παραίτησή του εἶχε ἤδη καθορίσει τίς βασικές συντεταγμένες τῆς ἀποστολῆς τῆς Συνόδου γιά τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ἑνότητας καί τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας μέ κριτήριο τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς πίστεως τῆς Νικαίας ἀπό τούς μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους. Ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε τό γνωστό πλέον Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως πού περιεῖχε ἐπιπροσθέτως τή διδασκαλία γιά τό ἅγιο Πνεῦμα: «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».
Ὁ «Λίβελλος» αὐτός γιά τήν ἐποχή τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου ἔπρεπε νά περιέχει ὁλόκληρο τό ἀντιαρειανικό σύμβολο τῆς Νικαίας, τό ὁποῖο ἀπέρριπταν ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες καί οἱ πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, ὅπως ἐπίσης καί μιά εἰδικότερη θεολογική ἀνάπτυξη τῆς πίστεως τόσο γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ διάδοση τοῦ κειμένου αὐτοῦ σέ ὁλόκληρη τήν Ἀνατολή ὡς τῆς μόνης ἐπίσημης θεολογικῆς βάσεως γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας στήν ὀρθή πίστη προσέδωσε στήν εἰδική Ὁμολογία πίστεως αὐξημένο ἐκκλησιαστικό κῦρος. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ὁμολογίας πίστεως ὡς καθιερωμένης πλέον αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς πίστεως τῆς Νικαίας προσέδωσε στήν Ὁμολογία αὐτή τόν χαρακτήρα συνοδικοῦ συμβόλου πίστεως, τό ὁποῖο κατοχύρωνε τήν πίστη τῆς Νικαίας ἔναντι τῶν νέων αἱρέσεων, γι’αὐτό καί χρησιμοποιήθηκε αὐτοτελῶς ὡς σύμβολο Νικαίας-Κ.πόλεως στήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί στή θεία λατρεία.
*
Γ. Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ὁ ρόλος του περιγράφεται τόσο ὡραία καί συνοπτικά σ’ ἕναν ὕμνο τῆς Πεντηκοστῆς. «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον,… ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτός εἶναι ὁ τελετάρχης ὅλων τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός σέ κάθε Θ. Λειτουργία μεταβάλλει καί καθαγιάζει στήν ἁγία Τράπεζα τά τίμια δῶρα. «Μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν» δέεται ὁ ἱερέας. Τό ρόλο καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ Πνεύματος στήν Ἐκκλησία τόν τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ ἐκείνη τήν φοβερή του φράση «Σᾶς συμφέρει νά φύγω ἐγώ, διότι ἄν δέν φύγω, ὁ Παράκλητος δέν θά ἔλθει σέ σᾶς» (Ἰω. 16,7). Ἐδῶ τρόπον τινά ὁ Υἱός ἐξυψώνει τόν Παράκλητο καί πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του δείχνοντας στούς ἀνθρώπους πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ παρουσία του.
*
Δ. Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Πνευματική ζωή, τό λέει καί ἡ λέξη, σημαίνει ζωή μέ τό Πνεῦμα. Ζοῦμε ἀπό τό Πνεῦμα, μέ τό Πνεῦμα καί γιά τό Πνεῦμα. Χωρίς ἐπαφή μέ τό Πνεῦμα δέν μπορῶ νά εἶμαι πνευματικός ἄνθρωπος. Γιά μᾶς πνευματικός ἄνθρωπος δέν εἶναι ὁ κοσμικά μορφωμένος, ὁ λογοτέχνης, ὁ συγγραφέας, ἀλλά ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἔστω καί ἄν εἶναι ἀναλφάβητος!
1) Παράκλητος σημαίνει ὁ παρήγορος, ὁ παρηγορητής, ἡ παραμυθία μας. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο εἶναι τό φάρμακο ὅλων τῶν ἀσθενειῶν. Ἄν ὁ γλυκύς Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας τότε ὁ Παράκλητος εἶναι τό φάρμακο, εἶναι τό ἔλαιον καί ὁ οἶνος πού ὁ καλός Σαμαρείτης Χριστός ἐπιχέει στίς πληγές μας κάθε ἡμέρα (Λουκ. 10,34). Ὁ Παράκλητος θεραπεύει τίς ψυχικές μας ἀσθένειες, τήν κατάθλιψη, τό ἄγχος, τήν μοναξιά, τήν ταραχή, τόν φόβο, τήν ἀνασφάλεια. Μᾶς σηκώνει ὄρθιους καί μᾶς σπρώχνει νά συνεχίσουμε τόν ἀγώνα μας. Παράκλητος σημαίνει ὤθηση οὐράνια καί πρός τόν οὐρανό. Ὅπως στόν καύσωνα τῆς ἡμέρας τό δροσερό ἀεράκι μᾶς ἀνακουφίζει ἔτσι καί στόν καύσωνα τῶν κοσμικῶν θλίψεων καί τῶν παθῶν μας, ὁ ἀέρας τοῦ οὐρανοῦ, τό Πνεῦμα, πού «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8), πνέει καί σέ μᾶς καί μᾶς δροσίζει τήν ψυχή σάν αὔρα λεπτή καί μᾶς ἀνακουφίζει.
2) Παράκλητος δέν σημαίνει μόνο Παρήγορος, ἀλλά καί Βοηθός καί Στήριγμα. «Ὡσαύτως δέ καί τό Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν…» δηλαδή μᾶς βοηθᾶ καί μᾶς ὑποστηρίζει στίς ἀδυναμίες μας καί «αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8,26) συμμετέχει στήν προσευχή μας, μεσιτεύει γιά μᾶς καί ἐμπνέει τήν προσευχή μας καί μᾶς φέρνει τήν κατάνυξη. Ὅταν τά πνευματικά μας γόνατα λυγίζουν ἀπό τίς δυσκολίες αὐτό τό Πνεῦμα φωνάζει μέσα μας: «Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι, καί γόνατα παραλελυμένα… Ἰσχύσατε καί μή φοβεῖσθε» (Ἠσ. 35,3-4) Αὐτός εἶναι ὁ Συνοδοιπόρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἄλλοτε μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι ὅπως ὁ πατέρας τό μικρό παιδί καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὁδό τοῦ Κυρίου καί ἄλλοτε ὅταν ἀδυνατοῦμε ἐμεῖς νά βαδίσουμε μᾶς παίρνει στήν ἀγκαλιά του.
3) Παράκλητος σημαίνει καί Σύμβουλος, Παραινέτης, Διδάσκαλος. Ὁ Κύριος τό εἶπε «ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω. 14,26). Διπλό τό ἔργο Του. Αὐτά πού δέν ξέρω μοῦ τά διδάσκει, μοῦ τά ἀποκαλύπτει. Ὄχι κάποια, ἀλλά ὅλα, πάντα! Αὐτά πού ξέρω ἀλλά τά ξεχνῶ, μοῦ τά ὑπενθυμίζει. Ὅταν οἱ Χριστιανοί θά πρέπει νά ἀπολογοῦνται σέ δικαστήρια καί σέ κατηγορίες «μή μεριμνᾶτε πῶς ἤ τί ἀπολογήσησθε ἤ τί εἴπητε· τό γάρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἅ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκ. 12,12). Βάζει στό νοῦ καί στό στόμα μου τά σωστά λόγια κάθε φορά. 
Στόν καιρό πού οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν συμβούλους, ψυχαναλυτές, ψυχοθεραυπευτές, ἄπειρα μοντέλα ψυχοθεραπείας, ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά προτείνει τόν Παράκλητο, τόν Μέγα Σύμβουλο, τόν Μέγα Ψυχαναλυτή, τόν Μέγα Ψυχοθεραπευτή ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ μόνος ψυχοπλάστης, πού ἔπλασε τήν ψυχή μας ἄρα καί ὁ μόνος ψυχοσώστης μας. Αὐτός δέν δίνει σοφές συμβουλές. Εἶναι ὁ ἴδιος ἡ σοφία, ἡ αὐτοσοφία, τό αὐτοφῶς, ἡ πηγή τῆς σοφίας, ὁ πανσόφους τούς ἁλιεῖς ἀναδείξας. Δίνει τίς τέλειες λύσεις σέ ὅλα τά διλήμματα, τίς τέλειες συμβουλές. Ἤ, καλύτερα, δέν δίνει ἁπλῶς ἀπαντήσεις. Εἶναι ὁ ἴδιος αὐτός ἡ Ἀπάντηση, δέν δίνει ἁπλῶς λύσεις. Εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ἡ Λύση. Δέν ἀνοίγει ἁπλῶς πόρτες. Εἶναι ὁ ἴδιος ἡ Θύρα. Εἶναι τό πλήρωμα τῶν πάντων. Ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν. Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρός πού καμιά οἰκονομική κρίση δέν μπορεῖ νά μᾶς κλέψει, νά μᾶς μειώσει. Ὁ κόσμος φτώχυνε καί φτωχαίνει ὄχι γιατί ἔχασε τά λεφτά του ἀλλά γιατί ἔχασε τόν θησαυρό του, τόν Παράκλητο. Χάσαμε τό Πνεῦμα πρῶτα, καί μετά ὅλα τά ἄλλα.
Αὐτό θά κατέλθει αὔριο στήν Παναγία, στόν Εὐαγγελισμό της «ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοί». Αὐτό κατέβηκε στόν Ἰορδάνη καί στήν Πεντηκοστή. Ἀλλά ὁ Εὐαγγελισμός, τά Θεοφάνεια καί ἡ Πεντηκοστή συντελεῖται στήν προσωπική ζωή κάθε πιστοῦ κάθε μέρα καί κάθε ὥρα! Ἄρχισε στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματός μας, τελειώθηκε στό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἀμέσως μετά τήν κολυμβήθρα πού λάβαμε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή φράση τοῦ ἱερέα «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου» καί συνεχίζεται κάθε φορά πού μετέχουμε στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ Πεντηκοστή της Ἐκκλησίας καί ἡ δική μου Πεντηκοστή δέν τελείωσε ποτέ! Συνεχίζεται συνεχῶς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅποιος εἶναι ἀληθινά Ὀρθόδοξος καί βιώνει καί τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ὀρθοπραξία, αὐτός ζεῖ μιά παντοτινή Πεντηκοστή. Ξέρει ὅτι τό σῶμα του εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τοῦτο τό σῶμα δέν τό βεβηλώνει μέ ρυπαρές καί ἁμαρτωλές πράξεις. Ξέρει ὅτι τό Πνεῦμα ὡς πρόσωπο, ὡς Θεός καί ὄχι ὡς ἀπρόσωπη δύναμη λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες μας. «Καί μή λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως» (Ἐφεσ. 4,30) καί γι’ αὐτό κάνει τά πάντα νά μή λυπεῖ ποτέ τόν ἀγαπημένο του Παράκλητο. 
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ φωστήρα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τῶν λοιπῶν Πατέρων της, νά γίνει καί σέ μᾶς αὐτό πού ἔγινε στήν Παναγία, Πνεῦμα ἅγιο νά ἔλθει σέ ἐμᾶς καί δύναμις τοῦ Ὑψίστου νά μᾶς ἐπισκιάσει.

Ο ΑΛΛΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ


counter



    Ο Χριστός λίγο πριν το πάθος, όταν προειδοποιούσε τους μαθητές του για το επικείμενο μαρτυρικό του τέλος και για την αναχώρηση του από την γη μετά την ανάστασή του, για να τους παρηγορήσει, ότι δεν θα μείνουν μόνοι και ορφανοί, τους προείπε ότι θα τους στείλει άλλο παράκλητο, το Πνεύμα το Άγιο. «Εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα το Πνεύμα της αληθείας (Ιω. 14,16).     Το κάνει αυτό ο Χριστός, γιατί γνωρίζει ότι, αν και θα είναι αοράτως μαζί τους όλες τις ημέρες της ζωής τους και έως της συντελείας του αιώνος (Ματθ. 28,20), εν τούτοις, η έλλειψη της ορατής παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του και της αισθητής συναναστροφής μαζί τους θα τους λυγίσουν ψυχολογικά και θα χάσουν το ηθικό τους και το θάρρος τους. Μάλιστα ο Χριστός πολύ πριν το πάθος του, κατά την εορτή της σκηνοπηγίας, είχε προφητεύσει για την έλευση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και είχε παρομοιάσει με ζωντανό νερό (Ιω. 7,37-39) και την περικοπή αυτή την διαβάζει η Εκκλησία μας ως ευαγγελικό ανάγνωσμα την Κυριακή της Πεντηκοστής.
    Και πράγματι μετά την ανάληψή του, αφού ανέβασε την ανθρώπινη φύση μέχρι το θρόνο του Θεού και την συμφιλίωσε με τον Θεό και πατέρα του, έστειλε ως αντάλλαγμα το Πανάγιο Πνεύμα. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος ότι, αν ειρηνεύσουν και συμφιλιωθούν δύο πρώην εχθροί, για να δείξουν την πλήρη συμφιλίωσή τους, ανταλλάσουν δώρα. Έτσι ο άνθρωπος έστειλε, μέσω του Χριστού, την ανθρώπινη φύση ως δώρο στον Θεό· και ο Θεός έστειλε το Πανάγιο Πνεύμα, ως δώρο στον άνθρωπο. Δεν το έστειλε βέβαια αμέσως αλλά μετά από δέκα μέρες. Διότι ήθελε να νοιώσουν την θεοεγκατάλειψη και να καταλάβουν πόσο οδυνηρή είναι η αισθητή απουσία της θείας βοηθείας και αντιλήψεως. Έτσι θα εκτιμούσαν περισσότερο την θεία παρουσία και θα αντιλαμβανόταν ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού δεν έχουν κανένα προσόν και χάρισμα και δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα το αξιόλογο.
    Ήρθε λοιπόν το Πανάγιο Πνεύμα με ένα τρόπο αισθητό, αντιληπτό και δυναμικό. Ήρθε με την μορφή αέρα που φυσούσε βίαια και με τη μορφή πύρινων γλωσσών που κάθισαν πάνω στα κεφάλια των αποστόλων και που μετά την εμφάνισή τους απέκτησαν το χάρισμα να μιλούν ξένες γλώσσες.     Τι ήταν αυτή η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος; Ήταν το βάπτισμα και το χρίσμα των αποστόλων και των άλλων πιστών. Ειδικώτερα για τους αποστόλους ήταν και η χειροτονία τους σε επισκόπους. Ας θυμηθούμε τη βάπτιση του Χριστού που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς. Το Άγιο Πνεύμα, που του έδωσε τη δυνατότητα να σαρκωθεί στη μήτρα της Παναγίας και να έρθει σε επαφή με τον κόσμο, αυτό τώρα εμφανίζεται και στη βάπτισή του. Αυτό έδωσε και το χρίσμα στο Χριστό, ως άνθρωπο, για την αποστολή του στον κόσμο. «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με» (Λουκ. 4,18). Το ρητό αυτό, που ανάφερε ο Χριστός στην πρώτη ομιλία του στην πατρίδα του την Ναζαρέτ, είναι από τον προφήτη Ησαΐα και λέγει ότι, ενώ τους άλλους προφήτες, ιερείς και βασιλείς τους χρίανε με λάδι τη στιγμή της καθιερώσεως τους, ο Χριστός χρίσθηκε με το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της βαπτίσεώς του. Παρόμοια τώρα οι απόστολοι χρίονται και χειροτονούνται ως αρχηγοί της Εκκλησίας, ευρισκόμενοι έτσι «εις τύπον και τόπον Χριστού»    Έτσι και οι απλοί πιστοί, που χάσανε την σωματική παρουσία του Χριστού, έχουν τώρα τους αποστόλους που είναι η ορατή παρουσία του Θεού. Αγγίζουν τα άμφια τους όπως η αιμορροούσα άγγιζε τα ρούχα του Χριστού, ακούνε από το στόμα τους τα λόγια του Χριστού, λαμβάνουν από τα χέρια τους το σώμα και το αίμα του Χριστού, την άφεση των αμαρτιών, τις θείες δωρεές και ιάσεις. Με την κάθοδο λοιπόν του Αγίου Πνεύματος, και οι απόστολοι έχουν αισθητή την παρουσία του Θεού και την βοήθεια, αλλά και οι πιστοί, που κι αυτοί διαπιστώνουν αισθητά την θεία παρουσία, επιπλέον έχουν ως παρηγοριά και ενθάρρυνση και ενίσχυση την παρουσία των επισκόπων και ιερέων, οι οποίοι είναι  "ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας", αφού εκπροσωπούν την κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, τον Χριστόν".
* * *
    Ας δούμε όμως αναλυτικά τι συμβολίζουν τα σημεία, με τα οποία φανερώθηκε το Άγιο Πνεύμα στους ανθρώπους.

Α΄. «Εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος».
    Στο Σινά, όταν παρουσιάστηκε ο Θεός στους Ισραηλίτες, ακουγόταν φωνές, βροντές, δυνατός ήχος σάλπιγγος (Εξ.19,26). Έτσι κι εδώ ακούγεται δυνατό βουητό «ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας», σαν να φυσούσε και να ούρλιαζε βίαιος άνεμος, όπως στις καταιγίδες και τους τυφώνες. Ήταν η κοσμοχαλασιά του Αγίου Πνεύματος, που θα ξερίζωνε το τεράστιο και πανύψηλο δένδρο της ειδωλολατρίας.     Εδώ φαίνεται και η ενότητα αλλά και η συνέχεια των δύο διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής. Σάλπιγγα παλαιά, βοή ανεμοστροβίλου τώρα. Οι πατέρες παίρνουν αφορμή από την βιαιότητα του ανέμου και μας υπενθυμίζουν ότι οι βιαστές θα κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών (Ματθ.11,12).     Ας παρατηρήσουμε ότι παύει η incognito ή αδύναμη –ενίοτε- παρουσία του Θεού. Μη ξεχνάμε ότι στην ανάσταση και στην ανάληψη του ο Χριστός αποκαλύπτεται μόνο στους πιστούς μαθητές του. Εδώ όμως έχουμε πανηγυρική και θριαμβευτική είσοδο στην ιστορία της παρουσίας του Θεού ενώπιον όλων. Αρχίζει η βασιλεία του Θεού να φαίνεται «μετά δυνάμεως» και επισημοποιείται κατά τον πιο επίσημο τρόπο η έναρξη της κοινωνίας Θεού και ανθρώπων. Αυτή είναι και η σημασία της καθόδου του Αγίου Πνεύματος. Όχι ότι δεν υπήρχε Πνεύμα Άγιο πριν, αλλά μετά την ανάληψη του Χριστού αρχίζει η κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό και η οικείωση των δωρεών του. Βέβαια κάποιοι, αν και βίωσαν το γεγονός, το δυσφημούν ως μέθη των αποστόλων, όπως παλαιότερα οι Ιουδαίοι λέγανε ότι ο Χριστός κάνει τα θαύματα -τα οποία δεν μπορούσαν να απορρίψουν- με τη δύναμη των δαιμονίων. Η αλήθεια της Εκκλησίας όμως δεν φοβάται τους κακοπροαίρετους και τους θεληματικά απίστους.

Β΄. «Και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι».
    Ο άγιος Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο οίκος, που ήταν συγκεντρωμένοι οι πιστοί, έγινε μία κολυμπήθρα, στην οποία βαπτίσθηκαν όλοι οι παρευρισκόμενοι εκεί. Βαπτίσθηκαν με Άγιο Πνεύμα και φωτιά, όπως είχε προφητεύσει ο τίμιος Πρόδρομος (Ματθ. 3,11). Και η δωρεά της χάριτος ήταν καθολική και γενική. Όλοι πήραν χαρίσματα, ανάλογα βέβαια με την πίστη τους, την κλήση τους και το έργο τους. Οι απόστολοι, όπως προαναφέραμε, πήραν συν τοις άλλοις και τα χαρίσματα των ποιμένων σύμφωνα με την πρόρρηση του Χριστού (Ιω. 20,22-23). Έτσι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, που ήταν στους άλλους βάπτισμα και χρίσμα, στους αποστόλους ήταν και χειροτονία συγχρόνως.

Γ΄. «Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός».
    Εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή γλωσσών, διότι η νέα πίστη θα διαδιδόταν με το κήρυγμα και την κατήχηση. Η ύπαρξη προφητικού και αποστολικού κηρύγματος στην Εκκλησία είναι από τα βασικά σημεία και εχέγγυα ότι ενοικεί σ’ αυτήν το πανάγιο Πνεύμα.     «Ωσεί πυρός»· δηλαδή υπό μορφήν πυρός. Προς τι ο συμβολισμός αυτός; Με το πυρ εικονίζεται στη Γραφή ο Θεός. «Ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Η φωτιά του Αγίου Πνεύματος, ενεργώντας παρόμοια με την υλική φωτιά, καίει τ’ αγκάθια της αμαρτίας, θερμαίνει την πίστη, φωτίζει το μυαλό κατά Θεό, παρηγορεί και δίνει θαλπωρή στην ψυχή. Ο άγιος Χρυσόστομος παρατηρεί ότι, όπως η φωτιά κάνει την μαλακή και ασχημάτιστη λάσπη σκληρή και με καθορισμένο σχήμα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα κάνει στερεό, ψημένο, ανθεκτικό το φρόνημα και τον χαρακτήρα του χριστιανού και τον μορφοποιεί κατά Θεό.     «Διαμεριζόμεναι». Εδώ έχουμε γενικά τη βάπτιση και το χρίσμα των 120 πιστών (Πραξ. 1,15 ·2,1), ειδικώτερα δε και τη χειροτονία των αποστόλων. Αυτά που εμείς τα παίρνουμε από τους κληρικούς και τους επισκόπους, οι τότε πιστοί και οι απόστολοι τα πήραν κατ’ ευθείαν από το Θεό.

Δ΄. «Και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις».
    Να η κοινωνία Θεού και ανθρώπων και η οικείωση των θείων δωρεών. Στο χάρισμα της γλωσσολαλίας θα προστεθούν και άλλα χαρίσματα αργότερα, αισθητά και υπεραισθητά. Από τη στιγμή της αναλήψεως του Χριστού, παύει η έχθρα Θεού και ανθρώπων και ανταλλάσσονται δώρα, όπως προαναφέραμε. Εμείς στείλαμε στο Θεό την ανθρώπινη φύση του Χριστού και Κείνος έστειλε το Πανάγιο Πνεύμα, που μας προσφέρει όλα τα θεία χαρίσματα. Είναι «ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός». Ας προσευχηθούμε μ’ όλη μας την ψυχή να έρθει και να σκηνώσει στην ύπαρξή μας.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Το Άγιο Πνεύμα στα κείμενα του Ευαγγελιστή Ιωάννη



counter

Λευκωσία 5.5.2017
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου 


Η διδασκαλία για το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται σε όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, με κάποιες, επουσιώδεις, διαφορές να παρατηρούνται από συγγραφέα σε συγγραφέα. Ανάλογα με τις επιδιώξεις του κάθε ιερού συγγραφέα τονίζονται οι διάφορες λειτουργίες του Πνεύματος και οι τρόποι φανέρωσής του στον κόσμο. Η έξαρση της μιάς ή της άλλης λειτουργίας δεν σημαίνει , όμως, και διαφορά ως προς την θεολογική αντίκρυση του θέματος. Μικρές διαφορές επισημαίνονται και λόγω του χρόνου συγγραφής των διαφόρων βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Αναγνωρίζεται από όλους τους μελετητές ότι η όλη ατμόσφαιρα της θεολογικής σκέψης του Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι πνευματική, διαφορετική από όλα τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Βάσει αυτού εξηγείται και το γεγονός ότι ο τέταρτος ευαγγελιστής παρουσιάζει μιαν πλούσια διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος και τονίζει την ζωτικής σημασίας θέση Του στη ζωή της Εκκλησίας και των πιστών. Συναντώνται, επίσης, σ’ αυτόν ειδικές και ανεπανάληπτες ονομασίες Του. Παρ’ όλα αυτά η περί του Πνεύματος διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ενιαία: Το Άγιο Πνεύμα είναι το μέσον της Θείας Παρουσίας στην Εκκλησία που ολοκληρώνει την εν Χριστώ Αποκάλυψη και απεργάζεται την ηθική τελείωση των πιστών.

Διάφορες έννοιες του όρου «πνεύμα» 
Η λέξη «πνεύμα» τόσο στην ελληνική όσο και στην ιουδαϊκή σκέψη σήμαινε τον άνεμο, τον αέρα που βρίσκεται σε κίνηση. Θα θυμάστε, ίσως, από το γυμνάσιο ότι διδασκόμασταν διάφορες φυσικές μεθόδους διαχωρισμού μιγμάτων, μια από τις οποίες ήταν η λεγόμενη «πνευματική», αυτή δηλαδή που γίνεται με τη βοήθεια του ανέμου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του χωρισμού του σιταριού από το άχυρο. Αφήνεται το μίγμα να πέσει από ψηλά και ο αέρας παρασύρει πιο μακριά το ελαφρύτερο άχυρο και αφήνει πιο κοντά το βαρύτερο σιτάρι. Έχοντας υπόψη του αυτή την πρώτη έννοια του «πνεύματος» ο Ιωάννης αναφέρει ότι «το πνεύμα όπου θέλει πνει»(Ιω.3,8). Ασφαλώς, ο Ευαγγελιστής, υπαινίσσεται ότι το Πνεύμα του Θεού διαφεύγει κάθε έλεγχο, διεισδύοντας παντού.
Στον Ιωάννη, όπως και σε άλλους ιερούς συγγραφείς, το πνεύμα σημαίνει και την πηγή της ζωής. Χαρακτηριστική η φράση «κλίνας την κεφαλήν(ο Ιησούς) παρέδωσε το πνεύμα»(Ιω.19,20). Η αποχώρηση του πνεύματος σηματοδοτεί το τέλος της επίγειας ζωής του Χριστού. Για την πνοή της ζωής που ενεφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, η οποία τον ζωογονεί, και όταν αυτή αποχωρεί ο άνθρωπος αποθνήσκει, γίνεται μνεία και στην Αποκάλυψη: «…και μετά τρεις ημέρας και ήμισυ, πνεύμα Θεού εισήλθεν εις αυτούς(τους δύο νεκρούς) και έστησαν επί τους πόδας αυτών…»(Απ.11,11).
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο απαντάται το πνεύμα και ως έδρα της συναισθηματικής διάθεσης του ανθρώπου. Δείχνοντας την ισχυρή συγκίνηση του Χριστού, τη στιγμή που πορευόταν στον τάφο του Λαζάρου, λέγει ο Ιωάννης: «ενεβριμήσατο τω πνεύματι(ο Ιησούς) και ετάραξεν εαυτόν»(Ιω.11,33). Μιλώντας για την επικείμενη προδοσία του Ιούδα, πάλιν ο Χριστός, «εταράχθη τω πνεύματι»(Ιω.13,21).
Είναι φανερό, όμως, ακόμα και σε ένα μη ειδικό μελετητή, ότι σε άλλες έννοιες του πνεύματος εστιάζει την προσοχή του ο Ευαγγελιστής: Είναι η έννοια που δηλώνει τη φύση του Θεού καθώς και το εσχατολογικό συμβάν που διαδέχεται τον υψωθέντα και δοξασθέντα Χριστό.

Η φύσις του Θεού οριζομένη ως «πνεύμα»
Μοναδικός και ανεπανάληπτος είναι ο ορισμός που δίνει ο Ιωάννης για τον Θεό: «Πνεύμα ο Θεός»(Ιω.4,24). Ο ορισμός αυτός δεν άπτεται της ουσίας του Θεού, που είναι ανεξερεύνητη. Ο ορισμός αναφέρεται στο υπερβατικό της ύπαρξής Του και στη φύση Του, σε σχέση προς την ύλη.
Από τον πρώτο κιόλας στίχο του Ευαγγελίου του, ο Ιωάννης μαρτυρεί ότι «Θεός ην ο Λόγος»(Ιω.1,1) και ότι «ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν»(Ιω.1,2). Είναι λογικό συνεπακόλουθο ότι, ως Θεός, ο Λόγος μετέχει της φύσης του Θεού. Είναι λοιπόν ο Ιησούς πνεύμα ζωοποιούν. Γι’ αυτό και ο λόγος και τα ρήματα του Ιησού «πνεύμα εστι και ζωή εστι»(Ιω.6,23). Δι’ αυτού και των ρημάτων Του, η περιοχή του πνεύματος και της αλήθειας διεισδύει εις τον κόσμο. Ο Ιωάννης διευκρινίζει ότι ο Θεός δεν έδωσε σ’ αυτόν περιορισμένο τον φωτισμό και την ενέργεια του Πνεύματος(όπως στους Προφήτες) αλλ’ έδωσε σ’ Αυτόν όλο το Πνεύμα. («Ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός(εις Αυτόν) το Πνεύμα»)(Ιω.3,34). Η φύση του Χριστού, που με αυτό τον τρόπο ορίζεται ως Πνεύμα, διαστέλλεται όπως θα δούμε παρακάτω από το πνεύμα «ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις Αυτόν(Ιω.7,39).
Με βάση τα πιο πάνω μπορούμε να διακρίνουμε μια λεπτή διαφορά μεταξύ του Ιωάννου και των Συνοπτικών. Στους Συνοπτικούς ο Μεσσίας είναι ο υπό του Θεού διά του Πνεύματός Του κεχρισμένος Ιησούς. Η επιτέλεση θαυμαστών έργων εκ μέρους του Χριστού, με τη δύναμη του Πνεύματος, είναι σημείο της έλευσης της βασιλείας του Θεού επί της γης. Στους Συνοπτικούς ο Ιησούς είναι Εκείνος τον οποίο ο Θεός έχρισε «πνεύματι αγίω και δυνάμει»(Πραξ.10,38). Και στον Ιωάννη έχουμε, ασφαλώς, θαυματουργικές εκδηλώσεις του Μεσσία αλλ’αυτές δεν αποδίδονται εις το Πνεύμα το άγιον, αλλ’ απ’ ευθείας στον Χριστό, ο οποίος εκχέει το Πνεύμα το Άγιο στον κόσμο. Στον Ιωάννη ο Μεσσίας δεν είναι ο κεχρισμένος υπό του Θεού, αλλ’ ο ευρισκόμενος εις τους κόλπους του Πατρός, ο οποίος «ην εν αρχή προς τον Θεόν».
Τη λεπτή αυτή διαφορά μπορεί κάποιος να την αντιληφθεί αντιπαραβάλλοντας τα σχετικά κείμενα των Συνοπτικών με το κείμενο του Ιωάννου. Την υιότητα του Ιησού στους Συνοπτικούς βεβαιώνει φωνή εξ ουρανού κατά την ώρα του βαπτίσματος. Στον Ιωάννη η μαρτυρία του βαπτιστού προηγείται του βαπτίσματος. Είναι αποκάλυψη προς αυτόν, ως Προφήτην (πάντες γαρ είχον αυτόν ως προφήτην). Λέγει ο Βαπτιστής: «Καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ’ ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνος μοι είπεν∙ εφ’ον αν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον και μένον επ’ αυτόν, ούτος εστιν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω»(Ιω.1,33).
   

Το Πνεύμα μέσον ηθικής αναγεννήσεως του ανθρώπου
Ο Θεός όντας πνεύμα, αιώνιο και αναλλοίωτο, είναι η αλήθεια και η ζωή. Ως εκ τούτου η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι, κατά τον Ιωάννη, σχέση «εν πνεύματι και αληθεία»(Ιω.4,23-24). Εφ’ όσον, μάλιστα, «το πνεύμα εστι το ζωοποιούν»(Ιω.6,63) είναι πρόδηλο ότι «ο γεγεννημένος εκ του πνεύματος πνεύμα εστί»(Ιω.3,6) και «εκ του Θεού γεννάται»(Ιω.1,13).
Παρόλο ότι «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σάρξ εστιν», έχει ο άνθρωπος αυτός τη δυνατότητα να αναγεννηθεί «εν πνεύματι». Η αναγέννηση αυτή αποτελεί και τον ύψιστο σκοπό του ανθρώπου, εάν αυτός θέλει την είσοδό του στη ζωή. «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»(Ιω.3,5). 
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει ότι η αναγέννησις των ανθρώπων «εν πνεύματι και αληθεία» αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία το φως ήλθε στον κόσμο, από τη στιγμή της σάρκωσης του Λόγου. Η σάρκωση του Λόγου εγκαινιάζει την έναρξη του πνευματικού κόσμου και την κλήση του ανθρώπου στο μήνυμα του Θεού. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση προς άλλο χωρίο του τέταρτου Ευαγγελίου όπου αναφέρεται ότι «ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον ότι ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη»(Ιω.7,39). Η κύρια δράση του Πνεύματος του Θεού τοποθετείται χρονικά στο σημείο της δόξης του Χριστού και της αναχώρησής Του από τον κόσμο τούτο. Το αναφέρει ο ίδιος ο Χριστός στα λόγια που μας διέσωσε ο Ιωάννης: «Συμφέρει υμίν, ίνα εγώ απέλθω. Εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς. Εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς»(Ιω.16,7). Ο Ιωάννης θεωρεί την κύρια δράση του Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας μετά την Ανάσταση του Χριστού. Ταυτόχρονα, όμως, όπως φαίνεται από όλα τα κείμενά του, θεωρεί ότι η εσχατολογική εποχή, η εποχή της δραστηριοποιήσεως του Πνεύματος, αρχίζει με την σάρκωση του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο φορεύς του Πνεύματος και ως Μεσσίας και ως ερχόμενος εκ των κόλπων του Πατρός. Το έργο του Πνεύματος, η «άνωθεν» γέννηση του πιστού, αυτό που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει δημιουργία καινής κτίσεως, είναι, έτσι, συνδεδεμένο με το «παρόν» του Ιησού Χριστού και τη διδασκαλία του.
Είναι, ωστόσο, σαφής η μαρτυρία του Ευαγγελιστού ότι η αυτόνομη και κύρια δράση του Πνεύματος αρχίζει μετά την δόξα του Χριστού. Επανειλημμένα ο Ιωάννης αναφέρεται στα λόγια του Χριστού «περί του πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»(Ιω.7,39). Κατά την επίγεια ζωή του Χριστού η δράση του Πνεύματος παραμένει κεκρυμμένη.
Το σημείο της επίσημης έναρξης του έργου του Αγίου Πνεύματος και της εκπλήρωσης των υποσχέσεων του Χριστού βρίσκεται στον 22ο στίχο του εικοστού κεφαλαίου του Ευαγγελίου του Ιωάννου, στα λόγια του Χριστού προς τους μαθητές μετά την Ανάστασή του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Ο Ιωάννης δεν αναφέρεται ούτε στην Ανάληψη ούτε στην Πεντηκοστή. Στα λόγια αυτά του Χριστού, επομένως, συγκεντρώνονται και η Ανάληψη και η Πεντηκοστή. Από τη στιγμή εκείνη ο Χριστός καθίσταται όχι μόνο εκείνος διά του οποίου δίνεται το Πνεύμα στους μαθητές και στον κόσμο αλλά και ο χορηγός του Πνεύματος. Από τη στιγμή αυτή το Άγιο Πνεύμα θα μένει με τους μαθητές και τους πιστούς εις τον αιώνα, θα τους οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» και θα είναι η μαρτυρία ότι ο Θεός μένει μαζί τους «εις τους αιώνας». Λέγει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης: «Εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ μένομεν και αυτός εν ημίν, ότι εκ του Πνεύματος αυτού δέδωκεν ημίν»(Α΄ Ιω.4,13).    

Ονομασίες του Πνεύματος στον Ιωάννη
Πέραν των ονομασιών «Άγιο Πνεύμα», «Πνεύμα του Θεού», «Πνεύμα του Χριστού», κλπ, στον Ιωάννη συναντούμε νέους όρους για το Άγιο Πνεύμα, άγνωστους στα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο Ευαγγελιστής μιλά περί του «Παρακλήτου» και περί του «Πνεύματος της αληθείας». Μερικοί θεώρησαν ότι άλλος είναι ο Παράκλητος κα άλλο το Άγιο Πνεύμα. Εξετάζοντας, όμως, τα διάφορα χωρία του Ιωάννου βλέπουμε ότι οι όροι «Παράκλητος», «Πνεύμα Άγιον» και «Πνεύμα της Αληθείας» εναλλάσονται, και η μια ονομασία συχνά χρησιμεύει για επεξήγηση και διασάφηση της άλλης. Έτσι στο Ιω.14,16 («…και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν…») ο Παράκλητος ταυτίζεται προς το Πνεύμα της αληθείας, ενώ στο 14,26, «Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον..», ταυτίζεται προς το Άγιον Πνεύμα. Στον Ιωάννη, επομένως, το Άγιο Πνεύμα, ως φορέας της αληθείας και ως θεία δύναμη ονομάζεται και «Πνεύμα της αληθείας» και «Παράκλητος».
Οι ονομασίες αλλά και η δράση του Πνεύματος είτε ως Παρακλήτου, είτε ως Πνεύματος της αληθείας, είτε ως Αγίου Πνεύματος, κατανοούνται μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Η Παλαιά Διαθήκη μιλά περί της εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος «εν ταις εσχάταις ημέραις». Και ο Ιωάννης μιλά για τον Παράκλητο ως το Πνεύμα της επαγγελίας που δίδεται στην εσχατολογική κοινότητα, μετά την «ύψωσιν» του Χριστού. Το Πνεύμα το Άγιον όχι μόνο θα συνιστά την παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία αλλά και θα συνεχίσει το έργο Του. Θα είναι, ακόμα η κατευθυντήρια δύναμη για τη γνώση της αληθείας και την ηθικοποίηση της κοινότητας. Αυτής της εσχατολογικής δράσης του Πνεύματος ουσιώδες στοιχείο είναι η «παράκλησις», ως προτροπή και ενίσχυση και παρηγορία.

Εκπόρευση και αποστολή του Πνεύματος στον κόσμο
Για την προέλευση του Πνεύματος ως Πνεύματος του Θεού έχουμε μόνο μια μαρτυρία. Τον στίχο του Ιω.15,26: «Το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται». Στον κόσμο στέλλεται από τον Πατέρα, αλλά και τον Υιόν, ή δίδεται στους μαθητές από τον Πατέρα, ή έρχεται σ’ αυτούς, όπως φαίνεται εις τα σχετικά χωρία του Ιωάννου: «..Το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου»(14,26) ή «όταν δε έλθη ο Παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός..»(15,26), ή «και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν…»(14,16), ή «..εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς..»(16,7).
Εκπορευόμενον, λοιπόν, εκ του Πατρός, το Πνεύμα το Άγιον στέλλεται στον κόσμο, κατά τον Ιωάννη, είτε υπό του Πατρός, όπως τονίζουν οι Συνοπτικοί, είτε και υπό του Υιού, ή εν τω ονόματι του Υιού. Η παρέμβαση του Υιού στην αποστολή του Αγίου Πνεύματος πραγματοποιείται μόνο μετά το Πάθος και την Ανάσταση. Γίνεται δυνάμει της εν Χριστώ απολυτρώσεως και της εκ δεξιών του Πατρός καθέδρας του. Η μαρτυρία του Ευαγγελιστού είναι σαφής: «..Εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς∙ εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς»(Ιω.16,7).
Η αποστολή του Πνεύματος δεν είναι στατική αλλά δυναμική και ενεργητική. Αναπληρώνει τον Υψωθέντα Χριστόν, διδάσκει και οδηγεί τους πιστούς «εις πάσαν την αλήθειαν», παραμένει δε με τους πιστούς «εις τον αιώνα»(Ιω.14,16). Η αποστολή του Πνεύματος και η παραμονή Του ανάμεσα στους πιστούς «εις τον αιώνα», συνιστά την εγγύηση της γνησιότητας της Εκκλησίας έναντι του κόσμου του ψεύδους ο οποίος «ου δύναται λαβείν αυτό»(Ιω.14,17).

Πώς ο πιστός προσοικειούται το Άγιο Πνεύμα
«Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’υμών εις τον αιώνα»(Ιω.14,15-16). Προϋπόθεση έλευσης του Παρακλήτου τίθεται, δηλαδή, η προς τον Χριστό αγάπη η οποία έχει ως αναγκαίο επακόλουθο την τήρηση των εντολών Του. Η αγάπη, όμως, στον Ιωάννη παίρνει νέες διαστάσεις και ταυτίζεται προς τον ίδιο τον Θεό. Εφ’όσον, μάλιστα, «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ»(Α΄Ιω.4,16), τα όρια της αγάπης εγγίζουν τα όρια της πίστης. Πίστη χωρίς την αγάπη, κατά τον Ιωάννη, είναι ψευδής και ανύπαρκτη. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Ευαγγελιστής στην Α΄ Καθολική του επιστολή: «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστί»(Α΄Ιω.4,8).  
Πίστη, λοιπόν, γνώση του Θεού, αγάπη προς κάθε κατεύθυνση και τήρηση των εντολών αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις  για τη χορήγηση του Αγίου Πνεύματος. Συμπεραίνουμε, επομένως, από αυτό, ότι η δωρεά και επενέργεια του Αγίου Πνεύματος περιορίζεται στα όρια των πιστών και της Εκκλησίας και δεν αποτελεί απροϋπόθετη πραγματικότητα που ενεργεί σ’ όλο τον κόσμο. Ο κόσμος που κείται εκτός της θείας πραγματικότητας, η οποία εκδηλώνεται με τις πιο πάνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να καταστεί δέκτης και φορέας του Αγίου Πνεύματος. Ας μη ξεχνούμε ότι στον Ιωάννη, το Άγιο Πνεύμα, δίδεται αρχικά από τον Χριστό στους μαθητές(«Λάβετε Πνεύμα άγιον»(Ιω.20,12) και όχι σε όλο τον κόσμο.
Και στους Συνοπτικούς η επενέργεια του Αγίου Πνεύματος δεν είναι απροϋπόθετη. Είναι δυνατή σ’ εκείνους που αγωνίζονται υπέρ του Χριστού, προϋποθέτει, επομένως, την πίστη σ’ Αυτόν. Ο Ματθαίος π.χ. αναφέρεται στην απολογία των διωκωμένων: «Ου γαρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Θεού το λαλούν εν υμίν»(Ματθ.10,20). Και ο Λουκάς: «Το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα α δει ειπείν»(Λουκ.12,12). Στις Πράξεις, ο Πέτρος απαντώντας στους Αρχιερείς και τους άρχοντες αναφέρεται στο «Πνεύμα το Άγιον ο δέδωκεν ο Θεός τοις πειθαρχούσιν αυτώ»(Πρ.5,32).
Όπως και στη λοιπή Αποστολική παράδοση, έτσι και στον Ιωάννη, ως μέσον παροχής του Αγίου Πνεύματος στους πιστεύοντες είναι το Βάπτισμα. Αρκετά χωρία του Ιωάννου μαρτυρούν το μέσον αυτό προσοικειώσεως του Πνεύματος. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι οι λόγοι του Χριστού προς τον Νικόδημο «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»(Ιω.3,5), καθώς και η διδασκαλία της Α΄ Καθολικής Επιστολής: «Ούτος εστιν ο ελθών δι’ ύδατος και αίματος, Ιησούς Χριστός∙ ουκ εν τω ύδατι μόνον, αλλ’ εν τω ύδατι και τω αίματι∙ και το Πνεύμα εστι το μαρτυρούν ότι το Πνεύμα εστιν η αλήθεια»(Α΄ Ιω.5,6). Κάποιοι μελετητές βλέπουν αναφορά στο χριστιανικό Βάπτισμα ως μέσον μεταδόσεως του Πνεύματος και στο χωρίον «…και εξήλθεν ευθύς(εκ της πλευράς αυτού) αίμα και ύδωρ»(Ιω.19,34).    
Είναι ξεκάθαρο ότι εκείνο που ενδιαφέρει κυρίως τον Ιωάννη είναι η χορήγηση του Πνεύματος προς τον σκοπό της «άνωθεν γεννήσεως» και εν συνεχεία της εισόδου στη βασιλεία των ουρανών.

Το έργο του Αγίου Πνεύματος στη Χριστιανική κοινότητα και στον κόσμο
Το έργο του Αγίου Πνεύματος στον Ιωάννη δεν παρουσιάζει τις ενθουσιαστικές εκδηλώσεις και τα εκστατικά φαινόμενα(όπως είναι π.χ. η γλωσσολαλιά) που παρατηρούνται στις Πράξεις των Αποστόλων και στις επιστολές του Παύλου. Τα έκτακτα γεγονότα της νέας εν Χριστώ ζωής, στον Ιωάννη, δεν παρουσιάζονται ως θαυματουργικές εκχύσεις και εκδηλώσεις του Πνεύματος αλλά ως ομαλές αποκαλύψεις και ενέργειές Του που προάγουν το έργο της Εκκλησίας. Το έργο του Πνεύματος δεν στοχεύει μόνο στον καταρτισμό των αγίων αλλά και στη μεταστροφή και σωτηρία του κόσμου. Στην αρχιερατική προσευχή Του ο Χριστός αναφέρει: «Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον αλλά και περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ»(Ιω.17,20). Στον Ιωάννη προβάλλει η αναγκαιότητα της σωτηρίας όλων, πράγμα που απαιτούσε ηθική τελείωση της κοινότητας, που αποτελεί φροντίδα του Πνεύματος.
Ποιές, όμως, είναι οι επί μέρους ενέργειες του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς, όπως προκύπτουν από τα κείμενα του Ιωάννου; Αναφέρθηκαν ήδη, τις επαναλαμβάνω πιο αναλυτικά:
α) Επικυρώνει το έργο του Χριστού και υπενθυμίζει στους μαθητές όσα εδίδαξε ο Χριστός. «Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν»(Ιω.14,26)
β) Επιβεβαιώνει τη θεότητα του Χριστού και μαρτυρεί τη δόξα Του. «Το Πνεύμα εστι το μαρτυρούν(ότι δηλαδή ούτος εστιν ο ελθών  δι’ ύδατος και αίματος Ιησούς Χριστός). Και το «Πνεύμα εστιν η αλήθεια»(Α΄Ιω.5,6). Αλλά και «Εκείνος εμέ δοξάσει»(Ιω.16,14). Διά της μαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος επιβεβαιώνεται και η βαθύτερη αλήθεια, χωρίς την οποία κάποιοι θα ολιγοπιστούσαν ότι δηλαδή «ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν  αυτού».
γ) Προεκτείνει το έργο του Χριστού εις τον αιώνα και καθιστά σαφές ότι η αναγέννηση των πιστών προϋποθέτει την αποδοχή του έργου του Χριστού. «…Οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν∙ ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν»(Ιω.16,13).
Διδάσκει τους πιστούς και οδηγεί αυτούς «εις πάσαν την αλήθειαν». Η διδαχή αναφέρεται στους ήδη πιστεύσαντες ενώ το κήρυγμα, κατά τους μελετητές, αναφέρεται σ’ αυτούς που δεν έχουν εισέλθει ακόμα στην Εκκλησία. Με τη διδασκαλία του Πνεύματος η Εκκλησία γίνεται ο αυθεντικός φορέας της αλήθειας αλλά και το ορμητήριο άμυνας εναντίον κάθε ετεροδιδασκαλίας. Είναι γνωστή και η έκφραση των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν».
          Η προφητεία, έργο του Αγίου Πνεύματος,(«και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν») δεν είναι μόνο μέσον προς οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας, αλλά και  μέσον άμυνας έναντι των ψευδοπροφητών που είχαν, ήδη, στην εποχή του Ιωάννου, αναφανεί στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και παραγγέλλει ο Ιωάννης: «Μη παντί πνεύματι πιστεύετε αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθησαν εις τον κόσμον»(Α΄ Ιω.4,1).
          Τα πιο πάνω αποτελούν το έργο του Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, την πιστεύουσα κοινότητα, του οποίου λαμβάνουν πείρα  οι τηρούντες τις εντολές του Χριστού, οι οποίοι δέχονται την ευεργετική δράση του Πνεύματος και γίνονται και φορείς Του. Το έργο, όμως, αυτό δεν εξαντλεί τη δραστηριότητα του Πνεύματος, που επεκτείνεται και προς τους έξω, που δεν ανήκουν στην Εκκλησία. Γράφει, ο Ευαγγελιστής, μεταφέροντας τους λόγους του Χριστού: «…και ελθών εκείνος(ο Παράκλητος), ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ∙ περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τον πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με∙ περί δε κρίσεως ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται»(Ιω.16,8-11). Η δράση του Αγίου Πνεύματος έχει εδώ δικανικό χαρακτήρα. Ελέγχει και κατηγορεί τον κόσμο που δεν μπορεί να το πάρει «ότι ου θεωρεί αυτό, ουδέ γινώσκει αυτό»(Ιω.14,17). Ελέγχει και κρίνει τον κόσμο γιατί δεν επίστευσε στον Χριστό και ως εκ τούτου αμαρτάνει. Ο κόσμος δεν κατανόησε τον Χριστό ως δίκαιον και αρνήθηκε τη δικαιοσύνη Του. Γι’ αυτό, έργο του Αγίου Πνεύματος είναι η αποκατάσταση της δικαιοσύνης του Χριστού και η αναγνώριση της σταυρικής Του θυσίας ως πράξεως δικαιοσύνης και όχι αδικίας. Ο Χριστός δεν υφίσταται το πάθος ως ένοχος ο ίδιος, αλλά ως αθώος που εξυπηρετεί τον βαθύτερο σκοπό της θείας Αποκαλύψεως. Εξαίρεται έτσι η δικαιοσύνη του Θεού εφ’όσον ο Χριστός διά του θανάτου πορεύεται προς τον Πατέρα. Η τρίτη πλευρά του ελέγχου του Πνεύματος έναντι του κόσμου είναι η κρίση και καταδίκη του άρχοντα του κόσμου, κάθε τι του κοσμικού. Ο άρχων του κόσμου, διά του πάθους και της αναστάσεως του Χριστού, έχει πλέον χάσει την εξουσία του πάνω στην ανθρωπότητα.

          Το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο
          Θα ήθελα, λόγω χρονικού περιορισμού, να τελειώσω την μερική και ελλιπή, όχι πλήρη, αυτή παρουσίαση για τη θέση του Αγίου Πνεύματος στον Ιωάννη, τεκμηριώνοντας, κατά τα κείμενα του Ευαγγελιστού, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ξεχωριστό πρόσωπο και όχι μια αόριστος δύναμη του Θεού. Τονίζοντας την αυτοτέλεια και την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης λέγει:
          Ο Παράκλητος εκπορεύεται εκ του Πατρός(Ιω.15,26), στέλλεται υπό του Πατρός ή υπό του Υιού εις τον κόσμο, έρχεται στους μαθητές ως ανεξάρτητο πρόσωπο(Ιω.16,7,12) και οι μαθητές λαμβάνουν Αυτόν όπως έλαβον τον Υιόν(Ιω.14,16), ενώ ο κόσμος ως μη θεωρών Αυτόν, δεν δέχεται Αυτόν(Ιω.14,17). Το Πνεύμα το Άγιο είναι ο άλλος Παράκλητος, κατ’ αντιδιαστολή προς τον Ιησού Χριστό.
          Εκτός τούτου ο Ιωάννης τονίζει τον προσωπικό χαρακτήρα του Πνεύματος χρησιμοποιώντας σχετικές αντωνυμίες: έτσι ο Παράκλητος ονομάζεται «αυτός», «εκείνος». Χρησιμοποιείται ακόμα η αυτοπαθής αντωνυμία «εαυτός».(«Ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού»(Ιω.16,κ13). Όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον προσωπικό χαρακτήρα του Πνεύματος.

          Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αξιώθηκε να δει την Εκκλησία να ανθεί, να αυξάνεται σε αριθμό πιστών και να επεκτείνεται γεωγραφικά. Οι ενθουσιαστικές τάσεις των πρώτων χρόνων άρχισαν να υποχωρούν και άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η Εκκλησία θα μείνει «εις τον αιώνα» μαζί με το Άγιον Πνεύμα, κατά την επαγγελία του Χριστού. Με την περί Πνεύματος διδασκαλία του, ο Ιωάννης, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θέτει ισχυρά τα ερείσματα της Εκκλησίας ως πνευματικής  καταστάσεως που δρα στον κόσμο και κηρύσσει την «άνωθεν γέννησιν» με σκοπό την είσοδο όλων στη βασιλεία του Θεού. Τονίζει τη σπουδαιότητα της κατοχής του Αγίου Πνεύματος, ως ειδοποιού διαφοράς των πιστών έναντι του κόσμου, της πλάνης και των ψευδοδιδασκάλων.
          Ας ευχηθούμε και εμείς όπως αυτό το Πανάγιον Πνεύμα «σκηνώση εν ημίν», μας καθαρίσει «από πάσης κηλίδος», οδηγώντας μας «εις πάσαν την αλήθειαν» και όπως σώσει «τας ψυχάς ημών». 
ΠΗΓΗ.http://www.impaphou.org