Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Χαρίσματα και ενθουσιαστικά φαινόμενα στην αρχαία Κόρινθο (1 Κορ 12-14)


Με αφορμή την εορτή των αποστόλων Παύλου και Πέτρου παραθέτω τα βασικά σημεία της εισήγησης που είχα την τιμή να διαβάσω στο φετινό επιστημονικό συνέδριο προς τιμήν του αποστόλου Παύλου στο πλαίσιο των Ιστ΄ Παυλείων (Βέροια).

 

α) Θεολογικές προϋποθέσεις των χαρισμάτων (1 Κορ 12)

Στους στ. 1-3 ο Παύλος κάνει μία γενική εισαγωγή στο θέμα του ακολουθώντας την τακτική που είχε υιοθετήσει και σε άλλα σημεία της επιστολής του. Στο δεύτερο μέρος αυτής της εισαγωγής (στ. 3) τονίζει μέσα από μία αντιθετική αξιωματική διατύπωση το ρόλο που διαδραματίζει το άγιο Πνεύμα στη ζωή των πιστών: μόνο το άγιο Πνεύμα οδηγεί στην ομολογία και αναγνώριση του Ιησού ως Κυρίου. Η ομολογία όμως δεν είναι μόνο προσωπική υπόθεση (ήδη ο τρόπος που εδώ διατυπώνεται αυτή παραπέμπει σε ομολογίες στο πλαίσιο της λατρείας και του βαπτίσματος), αλλά αφορά στο σύνολο της εκκλησιαστικής κοινότητας, αποτελεί επομένως στοιχείο της ενότητάς της. Ήδη στην εισαγωγή λοιπόν ο Παύλος θέτει μία βασική θεολογική αρχή που αποτελεί και ένα από τα κύρια θέματα της επιστολής του, αυτήν της ενότητας, την οποία παρουσιάζει ως δωρεά του αγ. Πνεύματος.

Το άγιο Πνεύμα κυριαρχεί επίσης στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου (στ. 4-11). Χαρίζει την ποικιλία των χαρισμάτων, διασφαλίζει όμως και την ενότητά τους, αφού αποτελεί την πηγή προέλευσή τους (για την ενοποιητική αυτή παρουσία του Πνεύματος βλ. τις φράσεις σε αυτό το μέρος "ἓν πνεῦμα", "τὸ αὐτὸ πνεῦμα"). Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί "διὰ τοῦ πνεύματος", "κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα" και "ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι" δηλώνουν ότι το μέσο, το μέτρο και το περιβάλλον μέσα στον οποίο εκδηλώνονται τα χαρίσματα είναι το άγιο Πνεύμα, το οποίο επίσης εγγυάται την ποικιλία τους αλλά και την ενότητά τους.

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ωστόσο και ο τριαδικός ορίζοντας της σκέψης του αποστόλου Παύλου, όπως αυτός προβάλλει στις τρεις παράλληλες διατυπώσεις των στ. 4-6. Στο στ. 4 ο χορηγός των ποικίλων χαρισμάτων είναι το πνεύμα, στο στ. 5 των διακονιών ο κύριος και στο στ. 6 των ενεργημάτων ο θεός "ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσι". Χαρίσματα, λοιπόν, διακονίες και ενεργήματα, τα οποία εδώ δε μπορούν να διακριθούν απόλυτα μεταξύ τους, αλλά κατά το λόγο του ι. Χρυσοστόμου "ὀνομάτων διαφοραὶ μόνον, ἐπεὶ πράγματα τὰ αὐτὰ [εἰσίν]" (PG 61, 244), συνδέονται με τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος, κάτι το οποίο διασφαλίζει την κάθετη αναφορά αλλά και την ενιαία προέλευση των χαρισμάτων.

Η δεύτερη βασική γραμμή σκέψης του αποστόλου στο κεφάλαιο, η οποία διατρέχει όλο το 12ο κεφ. και το 14ο, είναι εκείνη της ποικιλίας των χαρισμάτων. Ο πλούτος των πνευματικών δωρεών καθίσταται σαφής από έξι καταλόγους χαρισμάτων, τους οποίους παραθέτει ο απόστολος στα τρία κεφάλαια (δύο σε κάθε κεφ.): 12, 8-10. 28-30. 13, 1-2. 8. 14, 6. 26-27. Κατάλογο χαρισμάτων απαντούμε και πάλι στο Ρωμ 12, 3-8, όπου παρατίθενται πολλά από τα χαρίσματα που αναφέρονται στους καταλόγους της 1 Κορ, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται και κάποια νέα. Η σύγκριση αυτών των καταλόγων οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:

α) η εκδήλωση των χαρισμάτων δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εκκλησίας της Κορίνθου αλλά πραγματικότητα και σε άλλες χριστιανικές κοινότητες. Αυτό άλλωστε συνάδει με τα όσα προέγραψε ο απόστολο για την άμεση και ζωτική σχέση αγίου Πνεύματος και εκκλησιαστικής κοινότητας. Για τον απ. Παύλο η κάθε κοινότητα αντλεί τη ζωή της από το άγιο Πνεύμα, το οποίο ενεργεί σε κάθε μέλος της (ἑκάστω, στ. 11) χαρίζοντας ιδιότητες και ικανότητες "πρὸς τὸ συμφέρον" (στ. 7) όχι μόνο το ατομικό αλλά πρώτιστα της εκκλησιαστικής κοινότητας, όπως θα αναπτύξει στη συνέχεια.

β) Χαρακτηριστικό των καταλόγων είναι η ποικιλία και η ετερότητα των καταλόγων από τη μία και η έλλειψη οποιασδήποτε ιεράρχησής τους από την άλλη. Μία γρήγορη ανάγνωση των καταλόγων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά τα χαρίσματα αφορούν σε διάφορες πτυχές της ζωής (λατρευτικής αλλά και διοικητικής) της κοινότητας. Επιπλέον ο απ. Παύλος δεν υπεισέρχεται σε κάποια αναλυτική και συστηματική παρουσίαση των χαρισμάτων ούτε πολύ περισσότερο στην κατάταξή τους σε μία αξιολογική κλίμακα, επειδή προφανώς επιθυμεί να αναδείξει την ποικιλία της εκδήλωσης των δωρεών του αγ. Πνεύματος. Η επαναλαμβανόμενη σχεδόν ρυθμική χρήση δοτικών, όπως "ἑκάστῳ", "ἄλλῳ", "ἑτέρῳ", και "ᾧ" υπογραμμίζει το στοιχείο της διάχυσης και του επιμερισμού των χαρισμάτων στα μέλη της κοινότητας κι όχι τη συγκέντρωσή τους στο πρόσωπο μίας ηγετικής μέσα σε αυτήν μορφής.

Η ιδέα της ενότητας μέσω της ποικιλίας των χαρισμάτων αποτελει το θέμα και της τρίτης ενότητας του κεφαλαίου (στ. 12-31), όπου ο Παύλος χρησιμοποιεί τη γνωστή κι από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο παράσταση του σώματος και των μελών του. Όπως το σώμα αποτελείται από πολλά μέλη, τα οποία επιτελούν το καθένα τη δική του λειτουργία, απαραίτητη για την επιβίωση και την αύξηση του συνόλου, έτσι και τα μέλη της εκκλησίας συναπαρτίζουν το σώμα του Χριστού, με τα χαρίσματά τους επομένως λειτουργούν συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο και συμβάλλουν στην αύξηση του σώματος. Η μεταφορά του σώματος και τα όσα θα ακολουθήσουν στο 13ο κεφ. για την αγάπη ως την "καθ' ὑπερβολὴν ὁδὸν" και ως το μείζον μεταξύ των υπολοίπων χάρισμα, τονίζουν την οριζόντια διάσταση των χαρισμάτων και εισάγουν ένα νέο κριτήριο για την αυθεντικότητα και την αξία τους, εκείνο του εκκλησιολογικού προσανατολισμού τους. Η εικόνα του σώματος μάλιστα τοποθετείται μεταξύ δύο καταλόγων χαρισμάτων (στ. 4-11 και 28-31) δημιουργώντας έτσι ένα ενδιαφέρον θεολογικό σύνολο: ποικιλία και διάχυση των χαρισμάτων από τη μία, αλληλοσυμπλήρωση και συνεργία προς την αύξηση από την άλλη. Ήδη στο στ. 4 ο απόστολος έδωσε τον τόνο, όταν σημείωσε προς τα ποικίλα χαρίσματα δίδονται "πρὸς τὸ συμφέρον" (βλ. ακόμη 8, 7-11. 10, 23).

Συνοψίζοντας το πρώτο μέρος συμπεραίνουμε τα εξής: α) τη στενή και οργανική σχέση αγίου Πνεύματος και χαρισμάτων, β) τον επιμερισμό των ποικίλων χαρισμάτων σε όλα τα μέλη της εκκλησίας και τη διασφάλιση διά του αγίου Πνεύματος της ενότητάς τους, γ) το εκκλησιολογικό κριτήριο αυθεντικότητάς τους και δ) τις εκδηλώσεις των χαρισμάτων ως απτή πραγματικότητα μέσα στις αρχαίες χριστιανικές κοινότητες.

β) Η πρακτική εφαρμογή των θεολογικών προϋποθέσεων του απ. Παύλου - η περίπτωση της γλωσσολαλίας

 

Στο δεύτερο μέρος θα παρουσιάσουμε τον τρόπο που ο απόστολος Παύλος εφαρμόζει τις θεολογικές αρχές που έθεσε στα 12-13 για την επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος, εκείνου δηλ. της πρόκρισης του χαρίσματος της γλωσσολαλίας έναντι των υπολοίπων χαρισμάτων στην εκκλησιαστική κοινότητα της Κορίνθου.

Από όσα λέει ο Παύλος σχετικά με το χάρισμα, το οποίο ονομάζει "γλῶσσαι" ή "γλώσσαις λαλεῖν", προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία: α) το φαινόμενο των γλωσσών φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην κοινότητα της Κορίνθου, όπως βεβαιώνει η συνεχής αναφορά σε αυτό μέσα στα κεφ. 13 και 14 και λάμβανε χώρα κατά τις λατρευτικές συνάξεις της κοινότητας, β) σε αυτές τις συνάξεις παρόντες ήταν επίσης μη χριστιανοί, γ) συχνά όσοι κατείχαν αυτό το χάρισμα "ἐλάλουν γλώσσαις" χωρίς όμως να υπάρχει ταυτόχρονα και κάποιος που θα μπορούσε να τους διερμηνεύσει, με αποτέλεσμα οι λόγοι τους να είναι ακατανόητοι για τους παρευρισκόμενους και δ) φαίνεται ότι στην κοινότητα της Κορίνθου υπήρχε μια μορφή ιεράρχησης και ανταγωνισμού μεταξύ των χαρισμάτων της προφητείας και των γλωσσών.

Το φαινόμενο των γλωσσών (ή της γλωσσολαλίας) αποτελεί ένα μεγάλο ερμηνευτικό πρόβλημα, το οποίο δεν έχει ακόμη βρει ικανοποιητική λύση. Ο τρόπος που ο απόστολος χρησιμοποιεί τους όρους "γλῶσσαι" και "γλώσσαις λαλεῖν" αφήνει να εννοηθεί ότι πρόκειται για φαινόμενο γνωστό στους αναγνώστες του έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίο να δοθούν ιδιαίτερες εξηγήσεις κι ότι μάλλον οι δύο αυτοί όροι λειτουργούν ως termini technici. Από τις ελάχιστες ωστόσο πληροφορίες, που έμμεσα παρέχει ο Παύλος, προκύπτει ότι οι γλώσσες είναι: α) ακατανόητος λόγος (14, 2. 7-11), β) λόγος προσευχής που απευθύνεται στο Θεό με περιεχόμενο την ευχαριστία και γι' αυτό έχει μάλλον ιδιωτικό χαρακτήρα (14, 2. 15), ότι γ) είναι απαραίτητη η παρουσία ενός διερμηνέα (14, 27), ο οποίος μάλιστα σύμφωνα με το στ. 13 μπορεί να είναι κι ο ίδιος ο "γλώσσαις λαλῶν" αν και η διερμηνεία (ἑρμηνεία γλωσσῶν) είναι ξεχωριστό χάρισμα (12, 10).

Ορισμένοι ερμηνευτές το συνδέουν με ανάλογα εκστατικά και ενθουσιαστικά φαινόμενα του ελληνορωμαϊκού κόσμου και κυρίως με λατρείες, όπως εκείνες του Διονύσου ή της Κυβέλης (και κάποιοι και με την Πυθία), οι οποίες ήταν διαδεδομένες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Εκτός από τις πληροφορίες που αντλούν από κείμενα της εποχής της Κ.Δ. οι υποστηρικτές αυτής της θέσης παραπέμπουν στη λέξη "μαίνεσθαι" (στ. 23), λέξη που απαντά στις εκστατικές λατρείες, με την οποία ο απόστολος περιγράφει την εντύπωση που προφανώς προκαλούσε σε ξένους προς την εκκλησιαστική κοινότητα το φαινόμενο της γλωσσολαλίας αλλά και στο περιεχόμενο του ακατάληπτου "ἐν γλώσσαις" λόγου που ήταν η αποκάλυψη μυστηρίων. Το ερώτημα ωστόσο, που μπορεί να τεθεί, είναι κατά πόσο ο "λαλῶν γλώσσαις" έχανε τον έλεγχο των λόγων και των πράξεών του. Από όσα διαβάζουμε στο 14ο κεφ. φαίνεται ότι ο "ἐν γλώσσαις" λόγος δε στερούνταν τελικά νοήματος, αλλά μπορούσε να μεταφραστεί στη γλώσσα των παρευρισκομένων κι επομένως με αυτόν τον τρόπο να ελεγχθεί. Επιπλέον στο κείμενο υπάρχουν κάποιοι υπαινιγμοί ότι ο λαλῶν γλώσσαις είχε τον έλεγχο της κατάστασης, αφού μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις ο ίδιος να διερμηνεύει τα λεγόμενά του.

Κάποιιοι άλλοι πάλι ταυτίζουν το φαινόμενο με τις "γλῶσσες τῶν ἀγγέλων, για τις οποίες γίνετα λόγος στο 13,1 και οι οποίες είναι γνωστές επίσης από την ιουδαϊκή γραμματεία (βλ. Διαθ. Ιώβ 48-52, 1ος αι. π.Χ.: οι κόρες του Ιώβ ομιλούν "τῇ ἀγγελικῇ διαλέκτῳ", 48,3). Το γεγονός όμως ότι ο απόστολος φαίνεται να συνδέει τη γλωσσολαλία με την "παιδική" πνευματική ηλικία (13, 8 εξ.) αφήνει να εννοηθεί ότι θα καταργηθεί κατά την Παρουσία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μολονότι τα δύο φαινόμενα μπορεί να παρουσιάζουν ομοιότητες, δεν πρέπει όμως να ταυτίζονται απόλυτα.

Σύμφωνα τέλος με μέρος της πατερικής παράδοσης οι "γλῶσσαι" συνδέονται με το φαινόμενο των "ἑτέρων γλωσσῶν" κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πρξ 2, 4). Η θέση αυτή ήταν ευρέως αποδεκτή στη Δύση μέχρι τη Μεταρρύθμιση και υποστηρίζεται σήμερα από αρκετούς ερμηνευτές. Τα επιχειρήματα που προβάλλει αυτή η πλευρά είναι: α) η χρήση του όρου "γλῶσσα" που κατανοείται με τη σημασία της ξένης γλώσσας, β) η χρήση του όρου "διερμηνεύειν" που μπορεί να αποδοθεί ως "μεταφράζω", γ) η σύνδεση που κάνει ο απ. Παύλος στο 14, 11 μεταξύ "φωνῆς" και της κατάστασης του "βαρβάρου" και δ) η παράθεση του Ησ 28, 11, στο στ. 21, στην οποία γίνεται λόγος για "ἑτερογλώσσους". Αρκετοί όμως σύγχρονοι ερμηνευτές παρατηρούν: α) στην περίπτωση των Πρξ η έμφαση βρίσκεται στο ότι οι παρευρισκόμενοι άκουγαν στη γλώσσα τους το κήρυγμα των αποστόλων κι όχι στην ομιλία, β) ο όρος "διερμηνεύειν" δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να σημαίνει "μεταφράζω", γ) από όσα λέει ο απόστολος σχετικά με αυτό το χάρισμα μάλλον η έμφαση έγκειται στο ακατανόητο και ασχημάτιστο της ομιλίας, το οποίο θυμίζει τη χασμωδία και το θόρυβο των ασυγχρόνιστων μουσικών οργάνων (στ. 7-8) και δ) η αναφορά στο χωρίο του Ησαΐα δεν είναι υποχρεωτικό από τη συνάφεια των λεγομένων του Παύλου να δηλώνει την ομιλία ξένων γλωσσών.

Είναι φανερό ότι το ακριβές περιεχόμενο των "ἐν γλώσσαις λόγων" παραμένει αδιευκρίνιστο, όπως ασαφής παραμένει κι ο ακριβής τρόπος εκδήλωσής του μέσα στις λατρευτικές συνάξεις. Αυτό που μπορεί να σημειωθεί με βεβαιότητα είναι ότι, όπως προκύπτει από το στ. 14, ο Παύλος διαβλέπει τον κίνδυνο να συνδεθεί το χάρισμα της γλωσσολαλίας με παρόμοια τουλάχιστον ως προς την εκφορά τους φαινόμενα του περιβάλλοντος της κοινότητας (σε αυτά φαίνεται να παραπέμπει ο όρος "μαίνεσθαι" αλλά και η αναφορά του Παύλου στο ειδωλολατρικό παρελθόν των Κορινθίων), κάτι το οποίο ο απόστολος θέλει οπωσδήποτε να αποτρέψει γι' αυτό το λόγο σπεύδει να ελέγξει την κατάσταση α) περιορίζοντας στο στ. 27 τον αριθμό όσων θα μιλούν "γλώσσῃ" κατά τις συνάξεις σε δύο ή το πολύ τρεις και β) προβάλλοντας ως μείζον της γλωσσολαλίας το χάρισμα της προφητείας. Οι λόγοι που ο απόστολος προκρίνει την προφητεία έναντι των γλωσσών παρατίθενται στο κεφ. 14 σε αντιπαραβολή προς το χάρισμα των γλωσσών: α) είναι μια αποκάλυψη που την παρέχει ο Θεός, β) είναι κατανοητός λόγος κι όχι εκστατικός και ακατανόητος, γ) μπορεί και πρέπει να ελέγχεται το περιεχόμενό της από την κοινότητα (με αυτό ίσως συνδέονται και οι διακρίσεις πνευμάτων), δ) είναι δωρεά του Θεού που πρέπει να την επιζητούν οι πιστοί, ε) σκοπό έχει την οικοδομή, την παράκληση και την παραμυθία της κοινότητας και ε) συμβάλλει στο ιεραποστολικό έργο της εκκλησίας.

Παρακολουθώντας την επιχειρηματολογία του αποστόλου καθίσταται σαφές ότι τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις, τις οποίες θεωρεί ότι πρέπει να πληρούν τα χαρίσματα που εκδηλώνονται στις συνάξεις της κοινότητας: η πρώτη και μείζων προϋπόθεση είναι η αγάπη, η οποία σύμφωνα με τα όσα λέγοντα στους πρώτους στ. του 13ου κεφ. είναι αυτή που δίνει περιεχόμενο και αξία σε κάθε χάρισμα των μελών της εκκλησίας, η δεύτερη προϋπόθεση είναι το κατά πόσο όλα τα χαρίσματα των μελών συμβάλλουν στην οικοδομή του σώματος κι εξασφαλίζουν επομένως την ενότητά του και το τρίτο είναι το κατά πόσο αυτά στηρίζουν το έργο του ευαγγελισμού και της μαρτυρίας προς τους έξωθεν της εκκλησίας. Η γλωσσολαλία παρά τον εντυπωσιακό της χαρακτήρα κι ίσως μια κάποια γοητεία, που μπορεί να ασκούσε στους μη χριστιανούς επισκέπτες των χριστιανικών συνάξεων, δεν πληροί τη βασική προϋπόθεση της οικοδομής, καθώς παραμένει τελικά προσωπική υπόθεση μεταξύ του "λαλοῦντος γλώσσαις" και του Θεού.

Για τον απόστολο Παύλος ο λόγος της εκκλησίας δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να περιορισθεί σε ένα μονόλογο, έστω εντυπωσιακό, πλην όμως καταδικασμένο σε εσωστρέφεια, αλλά οφείλει να είναι ένας λόγος οικοδομής, παραμυθίας και παρακλήσεως των μελών της και λόγος μαρτυρίας προς τους έξωθεν. Κι αυτό αποτελεί πρόκληση και κριτήριο αξιοποίησης των χαρισμάτων, που πάντοτε ενεργούνται εν αγίῳ Πνεύματι όχι μόνο για τους χριστιανούς της Κορίνθου αλλά και για τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας του σήμερα.

Ekaterini G. Tsalampouni


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου